Δημοσιεύτηκε
Ο Νίκος και η Αργυρώ βρήκαν τις Πλακούρες αλλαγμένες. Τα χρόνια πέρασαν, τα σπίτια πύκνωσαν, οι χωματόδρομοι ασφαλτοστρώθηκαν. Ωστόσο τους δρόμους του Ακρωτηριού τους ήξεραν με κλειστά μάτια. Τους διέβαιναν επί δώδεκα χρόνια σε αφέγγαρα βράδια. Έφευγαν και ερχόταν κρυφά από κακοτράχαλα μονοπάτια. Τώρα θα μπέρδευαν το δρόμο στην άσφαλτο και μέρα-μεσημέρι;
Τα βήματα του Νίκου και της Αργυρώς όμως είναι λίγο ασταθή. Δεν είναι τόσο τα χρόνια που πέρασαν. Έχουν περάσει πάνω από εικοσιπέντε χρόνια από τότε που μπήκαν στο σπίτι αυτό και πάνω από δεκαπέντε χρόνια από τότε που το είχαν δει για τελευταία φορά. Αλλά δεν τους πήρανε και τα χρόνια. Στα πενήντα-τόσα τους είναι ευσταλείς και κοτσονάτοι. Ο χρόνος τούς φέρθηκε με ευγένεια. Η αστάθεια οφείλεται στην συγκίνηση που δεν μπορούν κρύψουν.
Όταν φτάνουν στο σπίτι, η συγκίνηση ξεσπάει σε κλάματα. Κλαίνε στους ώμους του Κυριάκου και της Γεωργίας. Στο σπίτι με τους καφέδες η Γεωργία εξηγεί.
- Ε, το σπίτι άλλαξε λίγο από τότε που το ξέρατε.
- Μήπως το ξέραμε, Γεωργία μου; Εμάς μας φιλοξένησε και μας έσωσε ο Τρουλίτης, ο φιλόξενος διπλανός στάβλος.
- Δε μας έσωσε ο στάβλος, Αργυρώ, την ψευτομαλώνει ο Νίκος… Ο Κυριάκος και η Γεωργία μάς έσωσαν. Δώδεκα χρόνια μάς κυνηγούσαν θεοί και δαίμονες. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια! Από το ’50 ως το ’62. Τότε στα Χανιά οι μισοί μας κυνηγούσαν για να πάρουν την επικήρυξη και οι άλλοι μισοί έκαναν ότι δεν μας ήξεραν. Ποιος θα έδινε ένα χέρι βοήθειας στους πιο καταζητούμενους ανθρώπους της χώρας; Ούτε το βλέμμα δεν μας έριχναν, ακόμη και οι φίλοι και συγγενείς. Λίγοι άνθρωποι μάς έδιναν καταφύγιο. Με χίλιες προφυλάξεις. Κι αυτό για δυο-τρεις μέρες το πολύ. Κι αυτοί οι δύο μάς έκρυψαν για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Η Γεωργία φέρνει τα καλτσούνια και παρεμβαίνει για να τους πάρει το βάρος, να αλαφρώσει τις βαριές κουβέντες:
- Πάντως παράπονο δεν είχατε. Λουξ φιλοξενία και παρέα νύχτα-μέρα. Με τον γάιδαρο και την κατσίκα μας γίνατε αχώριστοι φίλοι.
-…και τα κουνέλια πού τα βάζεις; συμπληρώνει ο Κυριάκος γελώντας.
- Κυριάκο, μην το γελάς! Τραβήξατε πολλά για την αφεντιά μας! Και δεν χρωστούσατε τίποτε και σε κανέναν. Άντε, εμείς μόνοι μας βγήκαμε στο βουνό, το στραβό μας το κεφάλι τα φταίει. Δική μας ήταν η απόφαση να βγούμε στο δεύτερο αντάρτικο, δική μας η αποκοτιά να μην παραδοθούμε, εμείς το θέλαμε να στήσουμε παράνομο μηχανισμό, εμείς αποδράσαμε, εμείς το θέλαμε και «φυλακιστήκαμε» στην Τασκένδη. Εσείς όμως Κυριάκο; Εσείς τραβούσατε τα πάνδεινα για τη δικιά μας την τρέλα.
Ο Κυριάκος για λίγο σιωπά. Θυμάται τα βασανιστήρια στην ασφάλεια. Οι υποψίες έπεσαν πάνω του ότι κρύβει «συμμορίτες». Κάποιοι τον κάρφωσαν. Τους συμμορίτες όμως δεν τους βρήκαν. Τα ανηλεή βασανιστήρια δεν άνοιξαν το στόμα του. Στη φυλακή του Ιτζεδίν δεν έσπασε. Ούτε έδιωξε τους καταδιωκώμενους, ούτε τους βαρυκάρδισε… Σε δευτερόλεπτα αναξυπνά:
- Δεν ήταν μόνο δικιά σας τρέλα, βρε Νίκο. Τρελοί εσείς, τρελοί κι εμείς. Να μοιραστούμε λοιπόν την τρέλα να μας περνάνε οι ανθρώποι για μεσοκούζουλους.
Οι τέσσερις γελάνε, τσουγκρίζουν τα ποτήρια την τσικουδιά. Το μυστικό του Τρουλίτη, του στάβλου που έκρυψε δώδεκα ολόκληρα χρόνια τον Νίκο και την Αργυρώ, έμεινε μυστικό για ένα τέταρτο του αιώνα. Στο μεταξύ ακόμη και η υποψία της παροχής ασύλου έφερε τον Κυριάκο αντιμέτωπο με τον νόμο για πολλά χρόνια ακόμη. Η χούντα τον εξόρισε. Μόνο το ’75 ο Κυριάκος αποκάλυψε σε συγγενείς και φίλους ότι σε μια κρύπτη του στάβλου του κρυβόταν δύο από τους δέκα-δώδεκα τελευταίους καταζητούμενους του εμφυλίου. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι στο μισοσκόταδο του στάβλου γραφόταν οι προκηρύξεις του «παράνομου μηχανισμού» του ΚΚΕ, τυπωνόταν με πρωτόγονα μέσα εφημερίδες, αναπαραγόταν η «γραμμή». Σε έναν στάβλο του Ακρωτηριού βρισκόταν (γεμάτο ή άδειο, ποιος μπορεί να πει;) ένα από τα χιλιάδες «κιβώτια» του ελληνικού εμφυλίου. Η Γεωργία όμως επιμένει ότι η μέρα της αντάμωσης είναι μέρα χαράς. Αλαφρώνει το κλίμα:
- Αφήστε τα μωρέ τα παλιά και κρυώνουν τα καλτσούνια. Κυριάκο, μην κοιμάσαι, γέμιζε τα τσικουδοπότηρα.
Η Αργυρώ ξανασοβαρεύει:
- Βρε Γεωργία, το απίστευτο θάρρος σας να μας κρύβετε το καταλαβαίνω. Την επινοητικότητά σας να βρίσκετε τρόπους απόκρυψης και επικοινωνίας την ξέρω. Ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω. Είχατε τρία μικρά παιδιά. Σας έδερνε η ανέχεια και η φτώχεια. Πού βρίσκατε ψωμί για δώδεκα χρόνια; Πώς βρίσκαμε μαγειρεμένο φαγητό; Πώς και δεν μας έλειψε ποτέ ούτε ο καφές; Πώς τα καταφέρατε; Πού τα εξοικονομούσατε όλα αυτά;
- Το βρισκούμενο, Αργυρώ μου… Το βρισκούμενο!
Σημ: Το κείμενο «Πλακούρες» αναφέρεται στην πραγματική ιστορία του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή. Ο γιος τους Γιώργος μού επέτρεψε να μεταπλάσω την σκηνή κατά τα μυθοπλαστικά μου γούστα γι’ αυτό και τον ευχαριστώ.
Το κείμενο γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής της Κατερίνας Νανούρη. Είναι μέρος μιας σειράς κειμένων πάνω σε μια ιδέα της Κατερίνας Μαντίλ με κοινό τόπο «το βρισκούμενο».