21 Ιουνίου: Παγκόσμια ημέρα μουσικής: Ίγκορ Στραβίνσκι - Μίκης Θεοδωράκης: Το μουσικό χρονικό του εικοστού αιώνα - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Ο γεμάτος αναταράξεις, πολέμους και επαναστάσεις εικοστός αιώνας επηρέασε την τέχνη και δημιούργησε μια σειρά από καλλιτεχνικά ρεύματα. Ήταν η εποχή της υπέρβασης και της μουσικής δημιουργίας εκτός ορίων. Εμφανίστηκαν νέα καλλιτεχνικά ρεύματα με πληθώρα εκφραστικών τρόπων και συνεχείς πειραματισμούς.

Το καινοτόμο έργο του Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο μουσικός αυτός κατακλυσμός που βασιζόταν στην ρωσική λαϊκή μουσική, επηρέασε τον Μ. Θεοδωράκη.

"Νομίζω, πως η επιρροή του Ιγκόρ Στραβίνσκι πάνω μου οφείλεται στο γεγονός, ότι ακουμπούμε και οι δύο πάνω σε μουσικές παραδόσεις - ρωσική, ελληνική-που η βάση τους  είναι οι σιδερένιοι ρυθμοί των λαϊκών χορών" (Μ. Θεοδωράκης, από συνέντευξη)

Στα έργα του Ιγκόρ Στραβίνσκι όλα ήταν καινούργια. Στην μουσική για το μπαλέτο" Πετρούσκα" ο συνθέτης αντλεί από την λαϊκή ρωσική παράδοση, η μουσική του είναι ένας ρυθμικός πλούτος που δεν ακολουθεί αυστηρούς κανόνες. Πετρούσκα είναι ο ήρωας του ρωσικού λαϊκού θεάτρου κούκλων. Η μουσική του Ιγκόρ Στραβίνσκι βασιζόταν στο  ρωσικό λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό ήταν μια μουσική γλώσσα ανήκουστη, ήταν η μουσική του δρόμου και των λαϊκών πανηγυριών,  και όχι η μουσική των σαλονιών και της λυρικής σκηνής. Η πρεμιέρα του μπαλέτου "Πετρούσκα" έγινε στο Παρίσι και παρόλο που το κοινό εκεί δέχτηκε την μουσική αλλά και την καινοτόμα ενορχήστρωση του με ενθουσιασμό, εντούτοις στην Ρωσία η μουσική δημιουργία προκάλεσε σοκ. Στην πατρίδα του κατηγορήθηκε για κακόγουστη αισθητική και χυδαιότητα.

Η διάκριση της σοβαρής μουσικής που εμφανίστηκε και εξελίχθηκε στα αριστοκρατικά σαλόνια και αναπόφευκτα παραπέμπει σε μια "ανώτερη" από την λαϊκή μουσική και αυτό ήταν κάτι που ο Στραβίνσκι κατάργησε χρησιμοποιώντας λαϊκά μοτίβα και καινούρια διαφορετική ενορχήστρωση.

Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε καταργώντας ακριβώς αυτά τα σύνορα μεταξύ συμφωνικής και λαϊκής μουσικής και ενώνοντας τα δύο αυτά είδη.

" Η αλήθεια είναι ότι στην εικοσαετία 40 - 60 σπούδασα στα Ωδεία Αθηνών και Παρισίων μουσική σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, αφιερώθηκα αποκλειστικά στη συμφωνική μουσική, ενώ σε συνέχεια στην εικοσαετία 58-78 αφιερώθηκα στη σύνθεση και διεύθυνση της έντεχνης λαϊκής μουσικής. (...) Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο δραστηριότητες δεν υπάρχουν σύνορα. Και το πιο μεγάλο καλλιτεχνικό μου όνειρο ήταν και είναι το δημιουργικό πάντρεμα ανάμεσα στη συμφωνική και τη λαϊκή μας μουσική. Νομίζω προς την κατεύθυνση αυτή αφιέρωσα ένα μεγάλο κομμάτι του έργου μου "

(απόσπασμα από το άρθρο του Μ. Θεοδωράκη" Λαός και συμφωνική μουσική "Ριζοσπάστης 23/7/1978)

Η ζωντανή λαϊκή παράδοση, τα λαϊκά μουσικά όργανα, οι δυνατές λεβέντικες, λαϊκές φωνές που τραγούδησαν τα τραγούδια του ήταν μέρος αυτής της αντίληψης για την λαϊκότητα και το εθνικό χρώμα της μουσικής.

"Ο "αριστοκρατισμός" απαιτεί" συγκράτηση"" ψυχρότητα", εγκεφαλισμό. (...) Έτσι φτάσαμε στα Ωδεία σε μια τέλεια εγκεφαλική σύλληψη της μελωδικής φράσης και προπαντός του ρυθμού. Σε μια πλήρη αφυδάτωση και αποξήρανση. Το αίμα του ρυθμού, που είναι βασικά ο λαϊκός χορός, στραγγίχτηκε. Το αίμα της μελωδίας, που είναι βασικά το λαϊκό τραγούδι, αφαιρέθηκε. Έτσι οι μελωδίες και οι ρυθμοί αποξηραμένοι και αποστεωμένοι, γίνονται μαύρα στίγματα επάνω στο άσπρο χαρτί. Νότες άψυχες μέσα στο πεντάγραμμο. Αυτή η αντίληψη σημαδεύει βαθιά τόσο την ερμηνεία όσο και τη σύνθεση της μουσικής. Δεν θα ήταν καμιά πρωτοτυπία αν έλεγα ότι όλο το μουσικό υλικό μέσα σε όλα τα καταξιωμένα μουσικά έργα έχει τις ρίζες του μέσα στη ζωντανή λαϊκή παράδοση. Μέσα σε κάθε μεγάλη Συμφωνία, Κοντσέρτο, Συμφωνικό Ποίημα όλοι οι ρυθμοί ξεκινούν από κάποιο λαϊκό χορό. Από κει και πέρα αναπτύσσονται, όμως ο βασικός αρμός παραμένει το χορευτικό μοτίβο. Δηλαδή η ζωντανή και όχι εγκεφαλική βάση πάνω στην οποία πατάει ο σύνθετης. Το ίδιο και η μελωδία "(απόσπασμα από το άρθρο του Μ. Θεοδωράκη" Λαός και συμφωνική μουσική " Ριζοσπάστης 23/7/1978)

Ο μουσικός δρόμος του Μ. Θεοδωράκη, αυτός ο απόλυτα αναγνωρίσιμος, με τους ρυθμούς της βυζαντινής και δημοτικής λαϊκής μουσικής συνδυάστηκε με την δυτικοευρωπαϊκή τεχνική σύνθεση, αλλά και την ποίηση που συγκίνησε και τραγουδήθηκε από όλο τον λαό, όπως ακριβώς επιδίωκε  και επιθυμούσε ο Μ. Θεοδωράκης. Η μουσική του αγαπήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη μουσική ίσως γιατί η Ελλάδα που έβγαινε μέσα από τον αιματηρό εμφύλιο και τη δικτατορία, αλλά και η Κύπρος μετά από το προδοτικό πραξικόπημα και την ταπεινωτική ήττα του πολέμου είχαν βρει στην μουσική και στους στίχους των τραγουδιών του την ταυτότητά τους. Ο λαός μέσα στα χρώματα, στους ήχους της μουσικής του και μέσα στους στίχους των τραγουδιών του αναγνώριζε τον ίδιο τον εαυτό του. Το γιγάντιο παράστημά του, ο πληθωρικός του λόγος, οι καινοτόμες ιδέες του και η βαθιά λαϊκή μουσική του καθόρισαν αυτό που ο Γιάννης Ρίτσος ονόμασε Ρωμιοσύνη.

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.