Δημοσιεύτηκε
«Αρέσω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αρέσω. Αλλιώς δε θα με τραβολογούσαν τόσοι γαμπροί. Όλοι με θέλουν. Η αλήθεια είναι ότι ούτ’ εγώ ξέρω τι ακριβώς μου βρίσκουν. Ίσως το προικώο οικόπεδο που έχω «σε ύψωμα με ανεμπόδιστη θέα προς τη θάλασσα». Αυτή ήταν η μεγάλη μου τύχη και η ατυχία μαζί. Γιατί «τύχες» είχα πολλές. Πολλοί με ζήτησαν κι ακόμη με ζητούν. Αλλά κανείς δε με ρώτησε.
Στην αρχή μπαινόβγαιναν δικαστές με καπέλα και φέσια. Σοβαροί κύριοι, μορφωμένοι. Είχα και νιάτα, ωραία εποχή. Μετά ήρθαν τα καλύτερα. Είχα τύχη πριγκιπική. Ήρθε ο πρίγκιπας, με ζήτησε, με πήρε. Έτσι κάνουν οι πρίγκιπες, ό,τι θέλουν το παίρνουν. Όχι δηλαδή ότι μου κακοπήγε, με τον πρίγκιπα πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια. Πρίγκιπας αυτός; Πριγκιπέσσα κι εγώ.
Τα χειρότερα ήρθαν μετά, όταν το σπιτικό μου γέμισε μπότες. Γερμανοί μπαινόβγαιναν ο ένας μετά τον άλλο. Με βάφτισαν Κομαντατούρ. Φωνές, διαταγές, αυταρχισμοί. Και οι γύρω να με κοιτάνε με μίσος και απαξίωση. Και δεν είχαν άδικο. Το βράδυ έμενα ξάγρυπνη από τα ουρλιαχτά των βασανισμένων. Κόλαση!
Πέρασε όμως κι αυτό. Έπεσα πάλι σε χέρια στρατιωτικών, αλλά αυτή τη φορά ήταν Έλληνες. Σουλουπώθηκα κάπως, ανυψώθηκε το ηθικό μου.
Έπειτα με ζήτησαν σοβαροί και μορφωμένοι άνθρωποι, καθηγητές πανεπιστημίου. Αλλά κακά τα ψέματα, τα χρόνια περνάνε. Δεν κρύβονται. Ούτε αυτοί ξέρουν γιατί με πήρανε. Αναποφάσιστοι.
Ώσπου έγινε το θαύμα! Με τα χάλια μου και στην ηλικία μου άρχισαν οι επισκέψεις της νεολαίας. Γέμισε το “είναι μου” νιάτα. Οι μπογιές μου έπεφταν από τους τοίχους αλλά «η μπογιά μου ακόμη περνούσε». Τώρα τι μου βρίσκανε, ο Θεός κι η ψυχή τους.
Ζήλεψαν πάντως οι στολές και μια βραδιά οι αστυνόμοι τα κάνανε ρημαδιό. Άδειασα από νιάτα, ερήμωσα. «Τέρμα πια το “Ρόζα”, μου είπαν. Τι πουτανίστικο όνομα είναι αυτό στην ηλικία σου;» Με προξένεψαν πάλι σε ξένο, έναν πλούσιο ξενοδόχο. Θα ξανάνιωνα, λέει, θα γέμιζε πάλι το σαλόνι μου με καθωσπρέπει κόσμο.
Εμένα πάντως μου έλειπαν τα γλέντια, οι μπίρες, οι μουσικές. Θέλετε να με πείτε τσούλα; Πείτε με. Εγώ πάντως όταν επέστρεψε η νεολαία, το χάρηκα. Πάλι “Ρόζα”. Όμως παιδιά, με το μαλακό, ε; Γιατί, κακά τα ψέματα, τα χρονάκια μου τα ‘χω».