Δημοσιεύτηκε
Απομεσήμερο πια και η Λιάκαινα λαγοκοιμόταν στο καφενείο. Πιο πριν οι χωριανοί, ντυμένοι τα σχολιανά τους έπιναν τον καφέ τους μετά τη λειτουργία. Μετά τραβήχτηκαν όλοι στα σπίτια τους. Ένα πιάτο φαί ακόμη το είχαν. Στον πόλεμο σφαίρα δεν έπεσε στη Δομνίστα, αλλά το χωριό ντύθηκε στα μαύρα. Δέκα χωριανοί αφήσαν τα κόκαλά τους στην Πίνδο.
Στην αρχή η Λιάκαινα νόμισε ότι το άκουσε στον μεσημεριανό της ύπνο, καθώς κοιμόταν πάνω στο χέρι της στο τραπέζι. Κάτι σαν σουρσίματα, κάτι σαν πέταλα. Όταν αποξύπνησε ξεδιάλυνε ότι πράγματι τ’ άκουγε. Ο θόρυβος σίμωσε. Ήταν πέταλα αλόγων, όχι ένα και δύο, ίσως και μια ντουζίνα.
- Ξύπνα Μπάμπη! Ιταλοί! Ξύπνα να δούμε τι θέλουν.
Ο Μπάμπης ο Λιάκος, χρόνια καφετζής του χωριού, ήταν μαθημένος στον ύπνο του λαγού. Σηκώθηκε και για λίγο αφουγκράστηκε. Αμίλητος έβαλε τα παπούτσια του και πέρασε την τσατσάρα δυο-τρεις φορές από τα μαλλιά του.
- Κάτσε γυναίκα, θα βγω εγώ. Και Ιταλοί να ‘ναι και Γερμανοί και Εγγλέζοι, όποιοι και να ‘ναι, καφέ θα θέλουν.
Πριν αποσώσουν την κουβέντα ακούστηκε τραγούδι: «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά…». Παράξενα πράγματα. Ο Μπάμπης βγήκε έξω. Η Λιάκαινα παραφύλαγε. Ιούνης πια και ακόμη και στην ορεινή Δομνίστα, την τριγυρισμένη από ελάτια, τα παραθύρια ήταν ανοιχτά.
Σε λίγο μια δεκαπενταριά καβαλαραίοι ξεπέζεψαν στην πλατεία. Ζητήσαν να μιλήσουν στον πρόεδρο και τον παπά. Η καμπάνα χτύπησε κι ο κόσμος μαζεύτηκε.
Ένας κοντός, μουσάτος μίλησε στους άντρες του χωριού. Η Λιάκαινα τέντωσε τον λαιμό και τ’ αυτιά αλλά δεν ξεδιάλυνε τι έλεγε. Κάποτε ο Μπάμπης μπήκε πάλι στον καφενέ, πήρε κάμποσα ποτήρια, πήρε και το μπουκάλι το τσίπουρο και βγήκε έξω.
Μισή ώρα μετά η πλατεία άδειασε από άλογα, μούσια και μουστάκια. Ο Μπάμπης μπήκε πάλι μέσα, αλλαγμένος θαρρείς.
- Θα μιλήσεις χριστιανέ μου, ξέσπασε η Λιάκαινα, ποιος ήταν ο καβαλάρης και τι γύρευε; Θα μου πεις;
- Άρη, τονε λένε, γυναίκα, Άρη! είπε ο Μπάμπης κι άναψε τσιγάρο.
Η Λιάκαινα δεν κατάλαβε πολλά. Της φάνηκε όμως ότι ο καφενές, εκτός από τον καπνό του Λιάκου, μύρισε και λευτεριά.
Σημ: Ο Άρης Βελουχιώτης στις 7 Ιουνίου του 1942 μπαίνει στη Δομνίστα Ευρυτανίας επικεφαλής ενός μικρού ένοπλου τμήματος και μιλάει στους χωρικούς. Είναι η πρώτη δημόσια εμφάνιση του ΕΛΑΣ, η αρχή του ένοπλου αγώνα. Ο Λιάκος ήταν πράγματι ο καφετζής του χωριού. Η Λιάκαινα και οι αντιδράσεις της είναι προϊόντα μυθοπλασίας.