Δημοσιεύτηκε
φωτο: Η Μάνα στην όμορφη αυλή της..
Είναι κάποιες στιγμές που τα λόγια είναι μόνο μνήμες. Τη θυμάμαι τυλιγμένη μέσα στα μαύρα φουστάνια. Κι όμως πόσο φως σκορπούσε εκείνο το μαύρο χρώμα όταν άνοιγε την αγκαλιά της, όταν μου ‘λεγε με ύφος στρατηγού «φάε γιατί αδυνάτισες» όταν έτριβε με σύρμα χοντρό τις κατσαρόλες, όταν άπλωνε στο σκοινί τα πλυμένα ρούχα.
Πώς τα κατάφερες, ρε μάνα έτσι αθόρυβα να φύγεις για να μη μας κουράσεις.. Πώς τα κατάφερες, ρε μάνα, τώρα που είναι άνοιξη να σκορπίσεις τέτοια παγωνιά στην ψυχή μου. Πώς τα κατάφερες οι ευχές που μου ‘δινες και τα καλοστρατίσματα να γίνουν φυλαχτά και συνάμα ραγισματιές εντός μου. Ηξερες να με παρασέρνεις στα καθημερινά και τα ασήμαντα και τώρα νιώθω πως πρέπει να τιμωρηθώ για τη σιωπή μου. Για τις λέξεις που δεν ξεστόμισα, που σφίγγονταν πίσω απ’ τα δόντια και τώρα πνίγουν το λαιμό μου και δεν μπορώ να βγάλω άχνα.
Γι’ αυτό κι αφήνω τον Πιραντέλο να σου ψιθυρίσει τα λόγια που θα ‘θελα να σου ‘χω πει εγώ: «Ω ναι μαμά! Θα μπορούσα ακόμα και να μην ξέρω ότι πέθανες και να σε φαντάζομαι ζωντανή, εκεί, καθισμένη στην πολυθρόνα σου ή απασχολημένη με κάποια δουλειά του σπιτιού. Αλλά εγώ κλαίω για άλλο μαμά. Κλαίω γιατί εσύ, δεν μπορείς πια να με σκέφτεσαι! Όταν στεκόσουν καθισμένη εκεί, στη γωνία σου, έλεγα: “Εάν εκείνη με σκέφτεται από μακριά, είμαι ζωντανός για κείνην”. Κι αυτό με στήριζε, με παρηγορούσε. Τώρα που πέθανες, εσύ δεν μπορείς πια να με σκέφτεσαι όπως σε σκέφτομαι εγώ, δεν μπορείς πια να με νιώσεις όπως σε νιώθω εγώ! Κι ακριβώς γι’ αυτό, μαμά, όσοι πιστεύουν πως είναι ζωντανοί νομίζουν πως θρηνούν τους νεκρούς τους, κι απεναντίας, θρηνούν το δικό τους θάνατο, τη δική τους πραγματικότητα που δεν υπάρχει πια στη συνείδηση εκείνων που έφυγαν».
Κατάλαβες, φαντάζομαι, πόσο δίκιο έχει ο Ελύτης :«Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει, που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.»
Καλό Παράδεισο, Μάνα. Καλό ταξίδι, Μάνα, καλό ταξίδι…
Δυο χρόνια χωρίς τη μάνα, μα η αυλή της ολάνθιστος μπαξές..