Δημοσιεύτηκε
Ξαναθυμήθηκα την ομηρική Νέκυια πριν μερικές μέρες, με αφορμή την αποδημία του Χρόνη Μπότσογλου και τον κύκλο με πορτρέτα αγαπημένων του προσώπων. Ρίγησα με τη μαθηματική ακρίβεια της γλώσσας, γιατί νέκυς δεν είναι ακριβώς ο νεκρός, το άψυχο σώμα αλλά αυτός που περικλείει τη δρώσα μνήμη που επικαλούνται οι ζωντανοί. Κατεβαίνει λοιπόν ο Οδυσσέας στον Άδη να μάθει από τον Τειρεσία για το γυρισμό του στην Ιθάκη. Πιάνει κουβέντα με τη μάνα του, τους συμπολεμιστές του και τον ηδονικό Ελπήνορα. Ο νόστος πιο δυνατός από τον θάνατο.
Τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά προχθές καθώς συγυρίζω. Ψυχοσάββατο γράφει το ημερολόγιο. Ξεσκονίζω κάτι ξεχασμένα dvd και το μάτι μου πέφτει στο Underground του Κουστουρίτσα. Τι ήταν τελικά εκείνο το κελάρι όπου έκλεισαν τους συμπατριώτες τους οι πρωταγωνιστές; Η πλατωνική σπηλιά όπου οι άνθρωποι-δεσμώτες τρέφονται με τις αυταπάτες τους; Το ντουλάπι της Ιστορίας όπου κάποιοι θέλουν να καταχωνιάσουν τους πολέμους, ενώ εκείνοι επιμένουν και συνεχίζονται; Η τελευταία σκηνή με μια μικρή νησίδα που αποκολλάται -συμβολική του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας- ήταν η Νέκυια ενός κράτους.
Τώρα η Νέκυια μετακόμισε στα καταφύγια της Μαριούπολης, στους δρόμους του Κιέβου, στο λιμάνι της Οδησσού. Δεν υπάρχουν πια οι εκκωφαντικές μουσικές του Μπρέγκοβιτς, μόνο μια Χιροσίμα συναισθημάτων. Την άκρα του τάφου σιωπή διακόπτουν οι βομβαρδισμοί. Πού και πού ακούγεται η φωνή της μάνας του Οδυσσέα: «Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ᾽ αυτό το ζοφερό σκοτάδι; Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας. Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά». «Μάνα, έρχομαι από τη χώρα των Λωτοφάγων. Οι άνθρωποι έφαγαν λωτούς και ξέχασαν πως πόλεμος πάει να πει θάνατος και φρίκη. Πόνος και καταστροφή».