Δημοσιεύτηκε
Η Ματίλδη πήρε να διαβάσει ένα βιβλίο για να απολαύσει τη σαββατιάτικη ραστώνη. Η θάλασσα δε φαινόταν από το στενό της, αλλά το δροσερό αγέρι του προχωρημένου Μάη έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και έστελνε την αλμύρα της. Ταυτόχρονα έβαλε δίπλα της δυο–τρία παξιμάδια μαζί με αλατσοελιές για να κατευνάσει τη λιγούρα. Στα δεκατρία της χρόνια πεινούσε διαρκώς, το στομάχι πλήρωνε την καλπάζουσα εφηβεία της. Δεν ήταν εύκολο όμως να συγκεντρωθεί καθώς από το ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν ένα σούσουρο, φανερή αντίθεση στη βουβαμάρα των ημερών. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο πατέρας αλαφιασμένος:
-Ματίλδη, σήκω αμέσως και ετοίμασε μια βαλίτσα με τα πιο απαραίτητα ρούχα σου. Τώρα, αμέσως, χωρίς καμία καθυστέρηση.
- Γιατί πατέρα; Πού θα πάμε;
- Ταξίδι Ματίλδη, είπε ο πατέρας κι έκλεισε αμέσως την πόρτα.
Σε λίγες μέρες έφτασε στο ίδιο δωμάτιο ο Σάμι. Στο λιμάνι επικρατούσε ακόμη η πρωινή ησυχία, και λίγοι μόνο μαγαζάτορες της Παλιάς Πόλης είχαν ανοίξει τα μαγαζιά τους, μήπως τους πέσει τουρίστας από πρωινή πτήση ή από το καράβι που έπιανε Σούδα τα χαράματα. Καραβίσιος ήταν κι ο Σάμι. Είχε την μάλλον κοινότοπη ιδέα να έρθει για διακοπές το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούνη, πριν κλείσουν τα σχολεία και τα Χανιά πήξουν. Μάταιος κόπος. Τα λεφούσια των τουριστών είχαν ήδη πλημμυρίσει τον τόπο. Το πώς βρήκε αυτό το RBNB στο Παλιό Λιμάνι οφείλεται μάλλον στις χαμηλές του απαιτήσεις, έτσι κι αλλιώς μόνος ταξίδευε, λίγη χαλάρωση ήθελε. Η επιλογή των Χανίων ήταν κλασική τουριστική επιλογή και ελάχιστη σχέση είχε με την καταγωγή του παππού του. Ήξερε ότι η οικογένειά του βαστάει από την Κρήτη, αλλά εδώ και δεκαετίες κανένας συγγενής του δε ζούσε πια εδώ.
Βρήκε το κλειδί στην πόρτα και ανέβηκε. Ρίχνοντας μια ματιά στο δωμάτιο κατάλαβε το γιατί στις δέκα Ιουνίου βρήκε δωμάτιο στην καρδιά του Παλιού Λιμανιού. Η επίπλωση παμπάλαια και λιτή. Η τουαλέτα έξω από την κάμαρα. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να καθαρίσουν. Στο τραπέζι υπήρχαν ακόμη παξιμάδια κι ελιές και ένα ανοιχτό βιβλίο από τον προηγούμενο ενοικιαστή. Είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με κάποια κυρία Σάρα, αλλά τώρα δεν απαντούσε.
Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε μια έφηβη. Του έριξε μια ματιά γεμάτη απορία και τον ρώτησε:
-Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ; Ο Σάμι. Εσύ ποια είσαι; Πώς μπήκες εδώ μέσα;
-Πώς μπήκα; Τι θα πει «πώς μπήκα». Εδώ είναι το σπίτι μου. Ματίλδη με λένε.
Η Ματίλδη έπιασε να συγυρίζει. Ανασήκωσε το πιάτο με τις ελιές και καθάρισε τα ψίχουλα. Έκλεισε το ανοιχτό βιβλίο και άρχισε να στρώνει το κρεβάτι με τα παλιομοδίτικα αλλά καθαρά στρωσίδια. Είχε μεγάλη οικειότητα με τον χώρο, ήταν σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Για την ακρίβεια ήταν σαν να είχε μόλις βγει από το νερό. Τα μαλλιά της ήταν ακόμη βρεγμένα, είχε αλμύρα γύρω από τα μάτια. Αυτό δεν ήταν περίεργο, πολλοί έριχναν μια πρωινή βουτιά, το περίεργο ήταν ότι ακόμη και τα ρούχα της ήταν νωπά.
«Ή έπεσε με το φουστάνι ή το έβαλε πριν σκουπιστεί», σκέφτηκε ο Σάμι.
-Και από πού είσαι Σάμι; η Ματίλδη είχε όρεξη για κουβέντα.
-Από Αθήνα.
-Με το καράβι ήρθες;
-Ναι, ήμουνα στο «Έλυρος».
-Κι εγώ μόλις ήρθα, ήμουν στο «Ταναΐς».
-Υπάρχει καράβι «Ταναΐς»;
-Υπάρχει, πώς δεν υπάρχει. Πρώτη φορά στα Χανιά;
-Πρώτη. Ο παππούς μου ήταν Κρητικός, αλλά έφυγε δεκαετίες πριν.
Η Ματίλδη τον κοίταξε εξεταστικά.
- «Σάμι» είπες; Μη μου πεις ότι σε λένε Τρέβεζα;
Ο Σάμι μισάνοιξε το στόμα διστακτικός:
- Ναι, ο Σάμι ο Τρέβεζας είμαι.
-Καλέ, ο εγγονός του Σαμουήλ είσαι; Φτυστός ο παππούς σου! Τι «δεκαετίες» μου λες. Εμένα μου φαίνεται ότι φύγατε πριν από δυο-τρία χρόνια. Απέναντι έμενε ο παππούς σου. Σκουφών 9 εμείς, Σκουφών 6 εσείς. Φύγατε όταν περίπου χάσαμε την αδελφή μου τη Σουλτάνα.
- Ωχ, είχες αδελφή που πέθανε; Λυπάμαι!
- Γι’ αυτό ήρθα πάλι. Με έστειλαν οι γονείς μου να δω τον τάφο της Σουλτάνας μας, να τον περιποιηθώ, να τον καθαρίσω, να αφήσω λίγα λουλούδια.
- Και πότε πέθανε η αδελφή σου;
- Το 1942, δύο χρόνια πριν φύγουμε.
Ο Σάμι ήδη αισθανόταν κούραση και ζάλη. Το βαπόρι φαίνεται πως τον είχε ανακατέψει. Άφησε τα πράγματά του όπως ήταν και πήρε μόνο το πορτοφόλι και το κινητό του, χωρίς σήμα από ώρα. Η Ματίλδη είχε αρχίσει να τρώει ό,τι είχε απομείνει από τα παξιμάδια και τις ελιές.
Βγήκε στην Οβριακή γειτονιά της πόλης, έτσι την λένε ακόμη. Είχε ήδη πολύ κόσμο, αλλά κανέναν τουρίστα. Όλοι ντόπιοι, όλοι με τα καλά τους. Ήταν Σάββατο και κανένας δεν δούλευε στη γειτονιά. Η συναγωγή είχε μισοαδειάσει. Περνώντας από κάποιο δίπατο σπίτι άκουσε πιάνο. Όλοι τους ήταν ακόμη εδώ. Ακόμη.
Η 27η Ιανουαρίου έχει ορισθεί Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος και Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος
Σημειώσεις:
Το μεγαλύτερο μέρος της εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης χάθηκε στο ναυάγιο του «Ταναΐς». Στις 7 Ιουνίου του 1944 οι Γερμανοί επιβίβασαν στο Ταναΐς 350 Εβραίους της Κρήτης μαζί με άλλους 250 Έλληνες και Ιταλούς αιχμαλώτους. Στόχος ήταν η μεταφορά τους στα στρατόπεδα εξόντωσης. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το πλοίο τορπιλίστηκε και χάθηκαν άπαντες.
Τα στοιχεία για την εβραΐκή κοινότητα των Χανίων συλλέχθηκαν από το αφιέρωμα «Οι Εβραίοι της Κρήτης» του ιστορικού Ευθύμη Λεκάκη που δημοσιεύτηκε στις 23 Αυγούστου του 2018 στα Χανιώτικα Νέα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα:
- Η Σαλφατή Ματίλδη γεννήθηκε το 1931 στα Χανιά και διέμενε στην οδό Σκουφών 9. Πιθανότητα χάθηκε στο ναυάγιο του Ταναΐς στις 9 Ιουνίου του 1944.
- Η Σαλφατή Σάρα, μάλλον μητέρα της Ματίλδης, γεννήθηκε το 1896. Πιθανότητα χάθηκε στο ναυάγιο του Ταναΐς στις 9 Ιουνίου του 1944.
- Η Σαλφατή Σουλτάνα, μάλλον αδελφή της Ματίλδης, γεννήθηκε το 1926 και πέθανε μέσα στην κατοχή το 1942. Ο τάφος της δεν βανδαλίστηκε από τους Γερμανούς όπως όλοι οι άλλοι εβραϊκοί τάφοι, πιθανότατα επειδή το μικρό της όνομα δεν παρέπεμπε με βεβαιότητα σε Εβραία και ήταν γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες. Σωζόταν μέχρι πρότινος στη Νέα Χώρα Χανίων.
- Ο Τρέβεζας Σαμουήλ, γεννήθηκε το 1921. Με καταγωγή από τη Ζάκυνθο έμενε στην οδό Σκουφών 6 στα Χανιά. Κατόρθωσε να διαφύγει στην Αθήνα και εκεί κρυπτόμενος επέζησε.