Δημοσιεύτηκε
Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, οι πιθανότητες επαναλοίμωξης από τον κορονοϊό των ανθρώπων που έχουν εμβολιαστεί πλήρως, αυξάνονται έξι μήνες μετά την τελευταία δόση του εμβολίου και αυτό συμβαίνει επειδή τα διαθέσιμα εμβόλια κατά της νόσου COVID-19 δεν είναι 100% αποτελεσματικά, ούτε και ασκούν την ίδια προστασία σε όλες τις ηλικίες και σε όλα τα άτομα που εμβολιάζονται. Παρότι δεν αμφισβητείται η επιβεβαιωμένη προστατευτική δράση των εμβολίων, δεν διαθέτουμε, για την ώρα, μια σαφή επιστημονική απάντηση στο ερώτημα πόσο χρόνο διαρκεί η προστασία των εμβολιασμένων ατόμων.
Το γεγονός αυτό δικαιολογεί τη δυσπιστία απέναντι στα εμβόλια αντι-COVID και νομιμοποιεί τις ακραίες αντιδράσεις των αντιεμβολιαστών; Οπως θα δούμε, η άκριτη ταύτιση της επιστήμης με την εξουσία μάς αποκαλύπτει τη μεγάλη δυσκολία των σύγχρονων κοινωνιών να κατανοήσουν -πόσο δε μάλλον να υιοθετήσουν- την επιστημονική μέθοδο σκέψης, που επιτρέπει τη σαφή διάκριση μεταξύ «επιστημονικού» και «ψευδοεπιστημονικού» λόγου σχετικά με την αναγκαιότητα ή όχι εμβολιασμού κατά του κορονοϊού.
Οι ρίζες της δυσπιστίας στις εμβολιαστικές πρακτικές κατά της πανδημίας
Oι αντιεμβολιαστές σε όλο τον πλανήτη είναι μια μεγάλη και αρκετά ετερογενής κοινωνικά ομάδα ατόμων, το κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η βαθύτατη δυσπιστία τους απέναντι στις κυβερνήσεις και στους επιστημονικούς θεσμούς που ρητά ή υπόρρητα έχουν επιβάλει τις μαζικές εμβολιαστικές πρακτικές ως το βασικό μέτρο υγειονομικής προστασίας κατά της πανδημίας του κορονοϊού. Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, πολλοί αντιεμβολιαστές συσπειρώθηκαν σε μαζικά δυναμικά κινήματα τα οποία μάχονται τόσο κατά της υποχρεωτικής επιβολής των εμβολιασμών όσο και κατά της κοινωνικής, εργασιακής, οικονομικής περιθωριοποίησης όσων αρνούνται να υποκύψουν στον εμβολιαστικό εκβιασμό.
Κατά κάποιο τρόπο, τα νέα αντιεμβολιαστικά κινήματα αυτοανακηρύχθηκαν σε υπέρμαχους και αυτόκλητους υπερασπιστές του δικαιώματος κάθε πολίτη να επιλέγει ελεύθερα και χωρίς κοινωνικές επιπτώσεις το αν επιθυμεί ο ίδιος, η ίδια και τα ανήλικα παιδιά τους να εμβολιαστούν. Υπό αυτή τη μάλλον επίπλαστη και εσκεμμένα ασαφή «ελευθεριακή» έννοια, η κοινωνική δράση των αντιεμβολιαστικών κινημάτων εμφανίζεται ως «αντιεξουσιαστική» ή, τουλάχιστον, ως απείθαρχη και εχθρική σε ό,τι επιλέγεται από τους αρμόδιους θεσμούς και επιβάλλεται από τη νόμιμη εξουσία ως εμβολιαστική διαχείριση της νέας πανδημικής κρίσης.
Οσο για την ελληνική εκδοχή των αντιεμβολιαστικών κινημάτων, είναι ένα σουρεαλιστικό κολάζ από ακροδεξιούς, φανατικούς ορθόδοξους και αντιεπιστημονικούς σκοταδιστές, που εμφανίστηκε δυναμικά το δεύτερο καλοκαίρι της πανδημίας με πολλές διαδηλώσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Κοζάνη και Ηράκλειο.
Με πανό, θρησκευτικές εικόνες και σταυρούς στα χέρια οι συγκεκριμένοι Ελληνες αντιεμβολιαστές -χωρίς να φοράνε μάσκες και κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο- πραγματοποίησαν πορείες για να βροντοφωνάξουν τα «πρωτότυπα» συνθήματά τους κατά του εμβολιασμού, όπως «Ελευθερία ή θάνατος», «Κάτω η υγειονομική χούντα» κ.ά., ενώ οι διαδηλώσεις τους διανθίστηκαν από θρησκευτικούς ψαλμούς και τον Εθνικό Υμνο.
Πάντως, αν εξαιρέσει κανείς τις ανεγκέφαλες «βαλκανικές» εκδοχές του παγκόσμιου αντιεμβολιαστικού κινήματος, οφείλει να αναγνωρίσει ότι το διεθνές κίνημα κατά των εμβολιασμών αντι-COVID προέκυψε από τη βαθύτερη δυσπιστία πολλών ανθρώπων απέναντι στην επιστημονική αυθεντία και από την, εν πολλοίς, δικαιολογημένη ανησυχία και τους φόβους τους για τις αδιαφανείς εφαρμογές της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης. Μαζικές και κοντόθωρα ιδιοτελείς εφαρμογές της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης, οι οποίες, όντας κοινωνικά ανεξέλεγκτες, πολύ συχνά αποδεικνύονται επισφαλείς και, μακροπρόθεσμα, επιβλαβείς.
Για να περιοριστούμε στις βιοϊατρικές επιστήμες, αρκεί να αναλογιστεί κανείς τη γοητεία που ασκούν στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες, τον 21ο αιώνα, οι εναλλακτικές θεραπευτικές πρακτικές και πόσο δημοφιλής είναι η λεγόμενη «Συμπληρωματική και Εναλλακτική Ιατρική» ή «CAM» (Complementary and Alternative Medicine).
Η διαρκώς αυξανόμενη στη Δύση μόδα υιοθέτησης των συμπληρωματικών και εναλλακτικών θεραπευτικών πρακτικών δεν οφείλεται αποκλειστικά στην παγκοσμιοποίηση, η οποία σχεδόν επιβάλλει την προσφυγή σε κάποιες CAM, αλλά και στα εγγενή επιστημονικά όρια και τις πρακτικές αδυναμίες της παραδοσιακής ιατρικής, για την οποία, ασφαλώς, δεν ισχύει αξιωματικά το θεμελιακό αξίωμα της εναλλακτικής ιατρικής «ό,τι είναι φυσικό είναι ασφαλές» ή ότι μια θεραπεία «είναι πάντα καλή, αν είναι φυσική».
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι, λοιπόν, το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός απ’ όσους ή όσες εμπιστεύονται μόνο τις θεραπείες της εναλλακτικής ιατρικής εντάσσεται αυτομάτως στο κίνημα των αντιεμβολιαστών. Εξάλλου, κάποιοι γνωστοί ομοιοπαθητικοί και εναλλακτικοί γιατροί στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ πρωταγωνιστούν στις δράσεις των αντιεμβολιαστών, όπως π.χ. ο διάσημος Αμερικανός οστεοπαθητικός και επιχειρηματίας στο διαδίκτυο Τζόζεφ Μερκόλα (Joseph Mercola).
Σκοταδιστικές ιδεοληψίες των ανένδοτων αντιεμβολιαστών
Η συνήθης αλλά άκριτη ταύτιση της επιστήμης με την εξουσία μάς αποκαλύπτει τη μεγάλη δυσχέρεια των σύγχρονων κοινωνιών να κατανοήσουν -πόσο δε μάλλον να υιοθετήσουν- τον επιστημονικό τρόπο σκέψης και επομένως να αποδεχτούν τα εγγενή ιστορικά και ανυπέρβλητα γνωσιολογικά όρια όλων των επιστημονικών πρακτικών που υιοθετούνται και εφαρμόζονται καθημερινά.
Αυτό με τη σειρά του έχει συνέπεια ότι τόσο οι άνθρωποι που δεν είναι ειδικοί επιστήμονες όσο και οι περισσότεροι πολιτικοί δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις αλλά και τα εγγενή όρια κάθε συγκεκριμένης επιστημονικής εφαρμογής, με αποτέλεσμα να συγχέουν συστηματικά την επιστήμη με τους επιστήμονες και τις πολιτικές λύσεις που τελικά υιοθετούν οι κυβερνήσεις με τις εναλλακτικές επιστημονικές «λύσεις» που τους προτείνουν οι επιστημονικοί τους σύμβουλοι!
Αυτός ο επιστημονικός αναλφαβητισμός γεννά επιστημονική δυσανεξία, η οποία οφείλεται στο ότι η νεωτερική και η σύγχρονη επιστημονική περιπέτεια αναδύθηκαν ιστορικά μέσα από τη συστηματική αποδόμηση και απόρριψη κάθε θρησκευτικής, κυβερνητικής και βέβαια γνωστικής «αυθεντίας». Και αυτή ακριβώς η διαρκής αποδόμηση ήταν -και εξακολουθεί να είναι- η προϋπόθεση για την ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης και των εφαρμογών της.
Πράγματι, κάθε επιστημονική άποψη αξιολογείται, δηλαδή επιβεβαιώνεται (πρόσκαιρα) ή διαψεύδεται (οριστικά), μέσω αποκλειστικά λογικών επιχειρημάτων και διυποκειμενικά ελέγξιμων δεδομένων.
Αυτό συνεπάγεται ότι, στο πλαίσιο της επιστημονικής κοινότητας μια ορισμένη ιστορική εποχή, οι προτάσεις ή και οι λύσεις που διατυπώνονται δεν γίνονται αυτομάτως αποδεκτές, ούτε και εξαρτώνται από το ποιος ή ποια επιστήμονας τις υποστηρίζει. Σε κάθε επιστημονική κοινότητα που σέβεται τον εαυτό της, ένας νέος ερευνητής μπορεί κάλλιστα να αμφισβητήσει τις επικρατούσες και μέχρι τότε καλά τεκμηριωμένες απόψεις μιας «αυθεντίας» και αυτή η ανατροπή, αργά ή γρήγορα, θεωρείται επιστημονική πρόοδος!
Συνεπώς, ό,τι συνήθως περιγράφεται ως «επιστήμη», δηλαδή η επιστημονική σκέψη και μέθοδος, βασίζεται στην τεκμηριωμένη αμφισβήτηση των ευρέως αποδεκτών επιστημονικών απόψεων και συνεπώς αντιτίθεται, εκ φύσεως, στη λογική της μιας υπέρτατης αλήθειας και της απόλυτης αυθεντίας.
Πρόκειται αναμφίβολα για μια πολύ άβολη, απαιτητική μεθοδολογικά και άρα δύσπεπτη κοινωνικά στρατηγική αναζήτησης «λύσεων» στα προβλήματά μας, η οποία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υιοθετηθεί από τους πολιτικούς ή να εφαρμοστεί αυτούσια στις καθημερινές κοινωνικές πρακτικές μας.
Κατανοούμε λοιπόν γιατί στη διαχείριση της τρέχουσας πανδημίας, ο τυπικά «ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος» και αντιεπιστημονικός τρόπος σκέψης τείνει να μας παραπλανά: προαιώνιες γνωστικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, εσφαλμένες ψευδαισθήσεις και δυσεξάλειπτες εμμονές παντοδυναμίας, η υπερβολική καχυποψία για ό,τι δεν κατανοούμε και δεν ελέγχουμε, δημιουργούν από κοινού ένα εκρηκτικό αντιεπιστημονικό κοκτέιλ.
Και το χειρότερο, μας οδηγούν στο να μην αναγνωρίζουμε αυτό που θα έπρεπε να θεωρείται προφανές και αυταπόδεικτο για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης με τις λιγότερες δυνατές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Κοντολογίς, την ανάγκη ενίσχυσης, με κάθε έλλογο τρόπο, του ανοσιακού μας συστήματος και την προστασία του οργανισμού μας και των άλλων από τις ιικές λοιμώξεις.
Σε αυτή τη φάση του τέταρτου κύματος της πανδημίας του κορονοϊού, τα δύο πιο κρίσιμα ερωτήματα είναι: Χρειάζεται όντως να εμβολιαστεί πάνω από το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού για να σταματήσει η πανδημία κι αν ναι, οι ήδη εμβολιασμένοι θα πρέπει να υποβληθούν και σε μια τρίτη ενισχυτική δόση για να παραμείνουν ασφαλείς;
Τα εμβόλια κατά του κορονοϊού ως εργαλείο της νέας βιοεξουσίας
Αν επιλέξουμε τη στρατηγική της φυσικής ανοσία της αγέλης, δηλαδή το να μην καταφύγουμε σε μαζικούς εμβολιασμούς, τότε η πιθανότητα να εξαλειφθεί κάποτε ο κορονοϊός είναι ελάχιστη, επομένως η επιλογή του εμβολιασμού φαίνεται πως είναι αναγκαστική.
Οσο για την ανάγκη ενισχυτικών δόσεων και αυτές είναι συχνά αναπόφευκτες, δεδομένου ότι τα περισσότερα εμβόλια, με την πάροδο του χρόνου, χάνουν μέρος της αποτελεσματικότητάς τους στο να προστατεύουν τους εμβολιασμένους από τις βακτηριακές ή ιικές λοιμώξεις. Εξάλλου, η καταφυγή σε έναν ή περισσότερους «υπενθυμιστικούς» εμβολιασμούς αποτελεί μια πάγια και αποδεδειγμένα αποτελεσματική ιατρική πρακτική.
Για τους αντιεμβολιαστές, εν τούτοις, όλα αυτά ακούγονται σαν παιδικά παραμύθια που διοχετεύονται σκοπίμως και επιτήδεια από τα ΜΜΕ, που υπηρετούν κάποια σκοτεινά οικονομικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας. Ο κάθε άλλο παρά αδικαιολόγητος σκεπτικισμός τους και η αντιεξουσιαστική καχυποψία τους δεν συνάδουν, ωστόσο, με τα γεγονότα που εδώ και δύο χρόνια βιώνουμε καθημερινά: όπως ο παγκοσμίως καταγεγραμμένος θάνατος 5.778.760 ανθρώπων (κυρίως ανεμβολίαστων, αλλά και πολλών εμβολιασμένων), καθώς και το γεγονός ότι μέχρι σήμερα (27.11.21) έχουν ήδη μολυνθεί από τον κορονοϊό πάνω από 260 εκατομμύρια άνθρωποι.
Για να μη μιλήσουμε για το τέταρτο και πολύ πιο επιθετικό κύμα της πανδημίας και τις νέες και δυνητικά πιο απειλητικές παραλλαγές του κορονοϊού, που έχουν οδηγήσει τα υγειονομικά συστήματα των περισσότερων αναπτυγμένων χωρών να λειτουργούν οριακά, αν δεν βρίσκονται ήδη στο χείλος της κατάρρευσης, όπως στον τόπο μας.
Αραγε, όλα αυτά τα στοιχεία είναι απλώς ειδησεογραφικά μυθεύματα, επιτήδεια μαγειρεμένες και μαζικά διοχετευμένες πληροφορίες μιας πλανητικής συνωμοσίας, χωρίς καμία πραγματική πληροφοριακή αξία; Εφόσον αυτό υποστηρίζουν οι συνωμοσιολόγοι αντιεμβολιαστές, τότε οφείλουν να το τεκμηριώσουν με κάποια πιο εύλογα επιχειρήματα και όχι απλώς με την επιδεικτική περιφρόνησή τους για αυτά τα εμβολιαστικά παιχνίδια της πλανητικής εξουσίας.
Διότι αν έχουν δίκιο εκείνοι οι αντιεμβολιαστές που υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας πλανητικών διαστάσεων «πανδημικής συνωμοσίας», τότε αναμφίβολα βρισκόμαστε απέναντι σε ένα ιδιαίτερα δυσοίωνο, σκοταδιστικό και συνωμοτικό σενάριο.
Πρόκειται για μια σχεδόν θεολογικών διαστάσεων δεισιδαιμονία, που διατείνεται ότι σήμερα έχουν διαμορφωθεί οι αναγκαίες οικονομικοπολιτικές συνθήκες για την εμφάνιση και την επιβολή μιας μοναδικής και παντοδύναμης βιοεξουσίας, η οποία επειδή στηρίζεται στα «μαγικά» εργαλεία της τεχνοεπιστήμης είναι, υποτίθεται, σε θέση να ελέγχει τα πάντα: συνειδητά και εκ προθέσεως αυτή δημιούργησε τον κορονοϊό, ώστε να διαχειρίζεται κατά βούληση την πορεία της πανδημίας, δηλαδή το μέλλον της ανθρώπινης ζωής σε έναν οικολογικά κατεστραμμένο πλανήτη.
Μολονότι δεν έχουμε αυταπάτες για τον κυνισμό όσων ασκούν την εξουσία, ούτε και τρέφουμε ελπίδες για τις «ανιδιοτελείς» πρακτικές τους, δεν είναι καθόλου προφανής ή, έστω, εύλογη η δυνατότητα ύπαρξης μιας τέτοιας τεχνοεπιστημονικής παντοδυναμίας, που υποτίθεται ότι στηρίζει αυτό το «μονοθεϊστικό» μοντέλο πλανητικού ελέγχου και άσκησης της εξουσίας. Ομως για τα πρωτόγνωρα βιοπολιτικά προβλήματα της διαχείρισης της πανδημίας θα πούμε πολύ περισσότερα στο επόμενο άρθρο.
Πηγή: efsyn.gr