ΤΕΦΤΕΡΙΑ - του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

-Μα καλά, είναι δυνατόν να έχουν περάσει σχεδόν δυο βδομάδες και να μην τον έχουν βρει; Σίγουρα ξέρουν πού είναι και μας το κρύβουν.

-Σιγά τη συνομωσία… Εγώ σου λέω ότι έχει φύγει με την γκόμενα. Αφού παράτησε και το αυτοκίνητο λίγα μέτρα πιο  πέρα από το σπίτι της. Χάνεται άνθρωπος στη Δημητρακάκη;

Οι συζητήσεις στο αεροπλάνο έδιναν κι έπαιρναν.  Ο αστυνόμος Βαλεοντής είχε στήσει αυτί για να αρπάξει καμιά κουβέντα, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, δεν άκουσε παρά μόνο κοινοτυπίες. Έτσι και αλλιώς στα Χανιά άλλη συζήτηση δεν είχαν από την εξαφάνιση του Απόστολου Παχιά. Ο Παχιάς, πασίγνωστος και ισχυρός πολιτευτής της πόλης, είχε διατελέσει πολλές φορές βουλευτής αλλά και υπουργός Εσωτερικών. Εδώ και 12 μέρες όμως δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Από τότε που η οικογένειά του ειδοποίησε τις αρχές, κινήθηκε γη και ουρανός αλλά μάταια.

Ο Ευτύχης Βαλεοντής άλλωστε γι’ αυτό βρισκόταν στην πρωινή πτήση Αθήνα – Χανιά. Η ηγεσία της αστυνομίας, βλέποντας ότι η υπόθεση δεν πήγαινε καλά, έστελνε τον Ευτύχη να κάνει τη δική του έρευνα. Έμπειρος αξιωματικός της ασφάλειας πια, πέρα από την εμπειρία του είχε ένα πλεονέκτημα: μεγαλωμένος στην Αθήνα είχε καταγωγή από τα Χανιά από την πλευρά της Σελινιώτισσας μάνας του. Το μαρτυρούσε το μικρό του όνομα, το επίθετό του όμως, από τον Σαμιώτη πατέρα του, του επέτρεπε να περνιέται για ξενομπάτης και να μην κινεί υποψίες. Την πόλη όμως την ήξερε αρκετά καλά από παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια που πέρασε στις θειάδες. Αργότερα έφερε και δυο-τρεις γκόμενες για διακοπές στις Σούγιες και στα Λαφονήσια, να μην τα πολυλογούμε την πόλη την ήξερε και μπορούσε να κινηθεί άνετα.

Ο ταξιτζής που τον πήρε από το αεροδρόμιο φλυαρούσε ακατάσχετα (για τι άλλο;) για την εξαφάνιση του Παχιά:

-Από πού είστε κύριε;

-Από Αθήνα.

-Και τι σας φέρνει φθινοπωριάτικα στα Χανιά;

-Κάτι κληρονομικές υποθέσεις. Εφορία, κτηματολόγια,  τέτοια.

-Μπελάδες δηλαδή. Εδώ πάλι έχουμε άλλους μπελάδες, ψάχνουμε τον Παχιά. Τα ακούσατε στις τηλεοράσεις, ε;

-Ναι, κάτι άκουσα. Βουλευτής είναι;

-Ήταν. Δυνατό στέλεχος. Η αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα τον έφερε σε δυσμένεια και στις τελευταίες εκλογές δεν έβαλε υποψηφιότητα. Ο Παχιάς όμως είναι δύναμη. Όλοι θεωρούν ότι περιμένει την επόμενη ευκαιρία. Είναι γάτα με πέταλα, άμα δεν έχει τινάξει τα πέταλα, ε; Ο ταξιτζής γέλασε μόνος του με το άγαρμπο αστείο του.

-Και τι πιστεύετε εσείς; Ο Ευτύχης ρώτησε σχεδόν εθιμοτυπικά.

-Τι να σας πω, κύριε… Άλλοι λένε ότι τον έχουν απαγάγει για λύτρα, άλλοι ότι τον φάγανε αναρχικοί, ο καθένας το δικό του. Μέχρι και ότι έφυγε με την γκόμενα είπανε. Χάος!

Όταν το ταξί έφτασε στο ξενοδοχείο, ο Ευτύχης δεν είχε γίνει πιο σοφός από την ανάλυση του ταρίφα. Αυτά τα ήξερε έτσι κι αλλιώς. Διάλεξε το ξενοδοχείο Ίριδα. Σε απόσταση περπατήματος από το κέντρο, πολύ κοντά στο σημείο όπου είδανε τον Παχιά τελευταία φορά, με καλή θέα στη θάλασσα, άνετο πάρκινγκ και προπαντός ησυχία. Από τη ρεσεψιόν ζήτησε να του φέρουν ένα ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο και να του στείλουν καφέ στο δωμάτιο. Οι θερμοκρασίες στην Κρήτη ήταν ακόμη αρκετά φιλικές και απόλαυσε τον καφέ του στο μπαλκόνι. Στα αριστερά του το Κουμ-Καπί, στα δεξιά του η Χαλέπα και το Ακρωτήρι, η θέα ήταν άπαιχτη, καμιά σχέση με το Γαλάτσι όπου μεγάλωσε. Η αλήθεια είναι ότι είχε σκυλοβαρεθεί στην υπηρεσία. Αν δεν ήταν η διατροφή που έπρεπε να δίνει στην πρώην γυναίκα του και στον φοιτητή γιο του, θα τα είχε παρατήσει από καιρό. Έχοντας πάρει μέρος σε δύσκολες επιχειρήσεις με ναρκωτικά και λαθρεμπόριο, η αναζήτηση του Παχιά στα Χανιά τού φαινόταν διακοπές-δώρο από την υπηρεσία.

Κατά τις 10 το πρωί άρχισε φυσικά το ψάξιμο από το Αστυνομικό μέγαρο. Το έκοψε με τα πόδια για να ξεμουδιάσει αλλά και να ξαναθυμηθεί την πόλη. Ήταν λιγότερο από μισή ώρα δρόμος ως τον Κουμπέ. Βρήκε τους συναδέλφους σε αναβρασμό. Μια καραβιά πρόσφυγες ξεβράστηκε στην Παλιόχωρα και τώρα προσπαθούσαν να τους βολέψουν όπως-όπως στο γυμναστήριο της Παλιάς Ηλεκτρικής.

Ο Διοικητής τον υποδέχτηκε βαρύθυμος. Η ίδια η παρουσία του Βαλεοντή ήταν μια ευθεία αμφισβήτηση των ικανοτήτων του. «Τον έξυπνο ήρθε να μας παραστήσει ο κωλοαθηναίος;», σκεφτόταν. Φρόντισε όμως να αποδώσει τη ζοχάδα του στους πρόσφυγες για να μην εκτεθεί:

-Με συγχωρείς συνάδελφε, έχουμε την σοβαρή υπόθεση με τον Παχιά, έχουμε και τους λαθρομετανάστες. Βρήκαν την ώρα οι Πακιστανοί!

-Σομαλοί είναι, κύριε διοικητά! Σχολίασε η νεαρή συνάδελφος που εκείνη την ώρα έφερνε τους γαλλικούς καφέδες.

-Και πού ξέρεις εσύ, ρε Βούλα, ότι δεν είναι Πακιστανοί;

-Μα, είναι μαύροι, κύριε διοικητά…

-Μαύροι, άσπροι, στ’ αρχίδια μου. Να κάτσουν εκεί που κάθονται, τι στο διάολο γυρεύουν όλοι στην Ελλάδα, καλά δε τα λέω συνάδελφε… Βαλεοντής είπαμε, έτσι;

Ο διοικητής Σταμελάκης ήταν κλασική περίπτωση Χανιώτη που με τις κατάλληλες γνωριμίες ανήλθε στην ιεραρχία και στην μισθολογική κλίμακα. Είχε την φήμη όμως ανθρώπου πρακτικού και έξυπνου. Δεν κουκούλωνε πολλά, δεν ξεσκάλιζε πολλά. Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση δηλαδή. Δεν επιβιώνεις αλλιώς σε ένα τέτοιο πόστο στην Κρήτη.  Όταν η πόρτα έκλεισε και έμειναν μόνοι, ο Ευτύχης προσπέρασε τις γκρίνιες για τους Σομαλούς και ζήτησε να μάθει πού βρισκόταν η υπόθεση:

-Έχουμε αποκλείσει κύριε διοικητά την περίπτωση της απαγωγής; Να πω την αλήθεια θα φαινόταν και το πιο πιθανό. Γίνονται αυτά. Θυμάστε βέβαια την υπόθεση Ζερβού…

-Η σκέψη μας συνάδελφε αρχικά πήγε εκεί. Όμως πέρασαν πολλές μέρες και οι υποτιθέμενοι απαγωγείς δεν ήρθαν σε επαφή με την οικογένεια. Είναι απίθανο κάποιος να θέλει λύτρα και να μην τα ζητάει επί 12 μέρες. Αν υποθέσουμε ότι χρειάστηκαν κάποιο χρόνο για να τον κρύψουν με ασφάλεια, σε τόσες μέρες θα είχαν φτάσει στο …Βλαδιβοστόκ. Για την ακρίβεια κοντέψαμε να φτάσουμε κι εκεί…

-Τι εννοείτε;

-Θα έχετε ακούσει βέβαια ότι ο Παχιάς διατηρούσε σχέση με μια Ρωσίδα. Ξέρετε τώρα. Το αυτοκίνητό του βρέθηκε παρκαρισμένο στην οδό Δημητρακάκη όπου αυτή κατοικεί. Η πρώτη σκέψη ήταν ότι το ‘σκασε για ένα διήμερο με την γκόμενα. Μάλλον γι’ αυτό και η οικογένεια δεν ειδοποίησε από την πρώτη μέρα ότι αναζητάει τον Αποστόλη. Ξέρετε ότι στην επαρχία όλοι ξέρουν, αλλά κάνουν ότι δεν ξέρουν. Η σύζυγος ήξερε βέβαια ότι ο Παχιάς είχε παράλληλη σχέση. Αλλά αυτά συμβαίνουν και επέλεξε να μην διαλύσει την οικογένειά της. Ο Παχιάς, πολυάσχολος μηχανικός και πολιτευτής, πολλές φορές ξημεροβραδιαζόταν έξω από το σπίτι. Πέρασαν λοιπόν πάνω από 48 ώρες για να ειδοποιηθούμε από την οικογένεια.

-Και πού κολλάει το …Βλαδιβοστόκ;

-Πουθενά. Εννοώ ότι ψάξαμε την κοπέλα παντού για να την ρωτήσουμε, αλλά ήταν κι αυτή άφαντη. Σκεφτήκαμε μήπως η ίδια είχε σχεδιάσει την απαγωγή και τον είχαν στη Ρωσία ή κάπου αλλού στο εξωτερικό. Τελικά την βρήκαμε, όχι βέβαια στο Βλαδιβοστόκ, αλλά στην μικρή πόλη από όπου κατάγεται. Είχε πάει στη μάνα της και είχε βγει από την Ελλάδα πέντε μέρες πριν ο Παχιάς εξαφανιστεί. Την φέραμε εδώ σχεδόν με το ζόρι και την ανακρίναμε εξονυχιστικά. Από τις συνομιλίες της στο κινητό φαίνεται ότι δεν είχε μιλήσει καθόλου με τον Παχιά από την ώρα που εξαφανίστηκε. Οι προηγούμενες συνομιλίες της με τον Παχιά ήταν γλυκόλογα και σάχλες από αυτές που λένε οι ερωτευμένοι. Η κοπέλα είχε ισχυρό άλλοθι και δε βγάλαμε άκρη. Τώρα την υποχρεώσαμε να μείνει σπίτι με το κινητό της ανοιχτό, το οποίο βέβαια παρακολουθούμε. Αλλά τίποτε. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι όλα αυτά περί γκόμενας δεν είναι ανακοινώσιμα στον Τύπο. Τα ξέρει όλη η πόλη βέβαια, αλλά κρατάμε τα προσχήματα για να μην εκθέτουμε την οικογένεια.

-Παίζει η υπόθεση της τρομοκρατίας;

-Την εξετάζουμε. Υπάρχει βέβαια η ομάδα της κατάληψης PANDIERA ROSA που έχει ανοίξει  προηγούμενα με τον Παχιά.

-Τι είδους προηγούμενα, δηλαδή;

-Κοίτα συνάδελφε, στο παρελθόν ο Παχιάς ήταν υπουργός Εσωτερικών. Με την ιδιότητά του αυτή επόπτευε εμάς, την αστυνομία δηλαδή. Έπεσε λίγο ξύλο σε μερικές πορείες, έγιναν μερικές προσαγωγές και τα αίματα άναψαν. Ήταν επόμενο να έρθει σε σύγκρουση με τα αναρχόπουλα. Έβγαλαν μάλιστα και μια απειλητική προκήρυξη. Να, αυτή...

Ο Βαλεοντής διάβασε διαγώνια την προκήρυξη. Λίγη ανάλυση για την οικονομική συγκυρία και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, λόγοι υπερασπιστικοί για τους «συντρόφους που είναι όμηροι του κράτους», μερικοί λεονταρισμοί για το «κίνημα που δεν λυγάει» και στο τέλος μια ενδιαφέρουσα αν και ασαφής απειλητική αποστροφή: «Δωσίλογε Παχιά, να το ξέρεις, εμείς δεν τελειώσαμε. Μάζεψε τους μπασκίνες σου γιατί θα μας βρεις μπροστά σου».

Η προκήρυξη θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αν δεν ήταν τόσο παλιά. Είχε συνταχθεί πριν από έξι χρόνια. Στο μεταξύ είχαν μεσολαβήσει άλλοι υπουργοί, άλλες πορείες, άλλες προσαγωγές, η κόντρα έμοιαζε μπαγιάτικη. Παρόλα αυτά ο Βαλεοντής δίπλωσε τη προκήρυξη, την έβαλε στη μέσα τσέπη του μπουφάν του και συνέχισε:

-Και γιατί τον λένε «δωσίλογο»;

-Παλιές ιστορίες. Ο πατέρας του λένε ότι ήταν συνεργάτης και πληροφοριοδότης των Γερμανών. Εγώ δεν τα πιστεύω. Ο ίδιος ο Αποστόλης ο Παχιάς ήταν αγέννητος τότε, γεννήθηκε το ‘48. Τι δωσίλογος και κουραφέξαλα. Μαλακίες των αναρχικών. 

-Διάβασα στον Τύπο ότι ο τελευταίος με τον οποίο είχε μιλήσει ήταν ένας συνεργάτης του στο γραφείο.

-Ναι, τον ανακρίναμε δυο και τρεις φορές. Υπεράνω πάσης υποψίας, είναι άλλωστε  ανιψιός του.

-Τέλος πάντων από ό,τι βλέπω τα έχετε κάνει όλα στην εντέλεια. Δε βλέπω τίποτε που δεν έχει γίνει σωστά. Να σας αφήσω για την ώρα γιατί έχετε και φούρια με τους μετανάστες. Για να μην σας ζαλίσω με περιττές ερωτήσεις, απλώς δώστε μου τις καταθέσεις στην αστυνομία και τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων για να τα μελετήσω με την ησυχία μου.

Ο Βαλεοντής φρόντισε να κολακεύσει λίγο τον Σταμελάκη για να διορθώσει κάπως τον πληγωμένο του εγωισμό. Ήθελε σε κάθε περίπτωση, αν δεν τον είχε σύμμαχο, τουλάχιστον να μην τον έχει αντίπαλο.

Επέστρεψε κατηφορίζοντας την Νεάρχου. Τα πλατιά της πεζοδρόμια και η ομορφιά της του επέτρεπαν να περπατάει αμέριμνος και να τακτοποιεί τις σκέψεις του…

-Γεια σου, ρε Ευτύχη! Μίλα μας και μη μας αγαπάς!

Ο Ευτύχης αλαφιάστηκε. Ποιος ήταν αυτός που τον γνώριζε και του μιλούσε με τέτοια οικειότητα; Στο απέναντι πεζοδρόμιο, είδε έναν συνομήλικό του να τον χαιρετάει γελαστός. Στεκόταν έξω από τα γραφεία της Ενωμένης Αριστεράς (εδώ ήταν πάντα;) και τώρα διέσχιζε τον δρόμο για να τον συναντήσει. Ανακουφίστηκε όταν αναγνώρισε τον παιδικό του φίλο, τον Κυριάκο. Έμενε στην ίδια γειτονιά με την θεία του την Ροδούλα και πέρασαν μαζί κάποια καλοκαίρια να κάνουν μπάνια στη «Χονολουλού» και να τρώνε παγωτά στο Λιμάνι.

-Έλα ρε Κυριάκο, μετά από τόσα χρόνια ήμουν σίγουρος ότι κανείς δε θα με θυμάται στην πόλη. Ίδιος έμεινες, ρε θηρίο!

Ο Ευτύχης ψευδόταν από ευγένεια. Ο Κυριάκος είχε ασπρίσει κανονικά και τρόμαξε να τον γνωρίσει. Τα περιττά του κιλά όμως ήταν λίγα  και ο χρόνος τού είχε φερθεί ευμενώς. 

-Χρόνια έχω να σε δω Ευτύχη. Τι κάνεις στη ζωή σου; Πώς από δω;

-Φίλε, παντρεύτηκα, έκανα ένα γιο και χώρισα. Ακόμη δε βρέθηκε δεύτερη τρελή να με παντρευτεί. Κατά τα άλλα έχω κάτι χωραφάκια της μάνας μου και ήρθα να τα ξεμπερδέψω.

Αφού ο Κυριάκος δεν ήξερε ότι ήταν μπάτσος δεν χρειαζόταν να του το πει, ειδικά σε αυτό το ταξίδι.

-Καλά ξεμπερδέματα τότε! Έλα να σε κεράσω μια τσικουδιά.

Ο Κυριάκος τού έδειξε τα γραφεία της Ενωμένης Αριστεράς. Ο Βαλεοντής σκέφτηκε ότι δε θα ήταν φρόνιμο να τραταρίζεται μέσα στα γραφεία ενός κόμματος.

-Μη μου πεις ότι είσαι μέλος; Ακόμα τραβιέσαι;

-Από φοιτητής στα κόμματα και στις οργανώσεις. Δεύτερο σπίτι μου. Θα μπεις μέσα;

-Όχι ρε Κυριάκο, βιάζομαι. Προτιμώ να πιούμε μια μπίρα το βράδυ.

-Ωραία, σου προτείνω να την πιούμε στην PANDIERA ROSA. Είναι κατάληψη στη Χαλέπα και κάνουν καφενείο ρεφενέ. Έχει ωραία θέα, καλή μουσική και θα μου βγει πιο φτηνό το κέρασμά μου, αστειεύτηκε γελώντας.

Ο Ευτύχης αιφνιδιάστηκε. Το τελευταίο που περίμενε ήταν να πάει αυτός, ένας ασφαλίτης, καλεσμένος στην κατάληψη. Αποφάσισε να μην αφήσει  την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Στο κάτω-κάτω εδώ ελάχιστοι τον ήξεραν και αυτοί οι λίγοι δεν γνώριζαν ότι ήταν αστυνόμος. Θα έριχνε μια ματιά και θα τα έλεγε και με τον παλιόφιλο. Αντάλλαξαν τηλέφωνα και έδωσαν ραντεβού για τις δέκα το βράδυ. Στην πλατεία Δικαστηρίων πήρε ένα σάντουιτς, καπνό και τα Χανιώτικα Νέα και επέστρεψε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση.

Στο δωμάτιό του μελέτησε τα έγγραφα, χωρίς να βρει κάτι αξιόλογο. Το αυτοκίνητο βρέθηκε στην Δημητρακάκη κλειδωμένο και χωρίς ίχνη διάρρηξης. Ήταν «καθαρό», τα αποτυπώματα που βρέθηκαν ήταν του ίδιου του Παχιά και της οικογένειάς του. «Καθαρό» ήταν και το πιστόλι που βρέθηκε στο ντουλαπάκι. Ο Παχιάς είχε νόμιμη άδεια οπλοφορίας, δεν ήταν και κανένας τυχαίος. Το ενδιαφέρον είναι ότι βρέθηκε μέσα και το κινητό του. Μάλλον πάρκαρε για να πάει κάπου κοντά και για λίγο. Οι συνομιλίες ξεψαχνίστηκαν σε βάθος μηνών. Τίποτε το ύποπτο ή το αξιόλογο. Συνήθεις διευθετήσεις, ρουσφέτια, εξυπηρετήσεις και διάφορα τέτοια που στους έμπειρους πολιτευτές είναι ψωμοτύρι. Τα υπόλοιπα «ευρήματα» ήταν άνευ σημασίας. Οι αθεόφοβοι της σήμανσης κατέγραψαν ακόμη και μια μπουμπουνιέρα, ποιος ξέρει από ποιον γάμο. Ο Παχιάς δεν έχανε γάμο, βάφτιση ή μνημόσυνο σε όλο τον νομό. Κατά τα άλλα την προσοχή του τράβηξε ένα ασφαλιστήριο ζωής. Ο Παχιάς είχε ασφάλεια ζωής όπου ως δικαιούχοι εμφανίζονταν –φυσιολογικά- η γυναίκα του και οι θυγατέρες του.

Η κατάθεση του ανιψιού που τον είδε τελευταίος δεν παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον. Ο ανιψιός του ήταν νέος πολιτικός μηχανικός που κρατούσε το γραφείο του θείου του. Ουσιαστικά αυτός έβγαζε όλη την λάντζα και ο πολυάσχολος Παχιάς απλώς υπέγραφε. Όταν χρειαζόταν βέβαια έβαζε το χέρι του και την επιρροή του να ξεκαθαρίσει ακίνητα στην εφορία και στην πολεοδομία. Στην Κρήτη άλλωστε ξέρουν όλοι από «λάδι». Και μόνο αυτό δεν άφηνε ποτέ το γραφείο χωρίς πελάτες. Ο Παχιάς είχε πει στον ανιψιό του ότι θα περνούσε από τον γιατρό του να πάρει τα αποτελέσματα των εξετάσεων που είχε κάνει. Ο καρδιολόγος Μαρελάκης είχε το ιατρείο του στην Ηρώων Πολυτεχνείου και αυτό δικαιολογούσε ένα παρκάρισμα στην οδό Δημητρακάκη. Σύμφωνα με την κατάθεση όμως του γιατρού ο Παχιάς δεν πέρασε εκείνη την ημέρα από το ιατρείο.

Τελικά πήρε τα Χανιώτικα Νέα και ξάπλωσε. Στην υπόθεση της εξαφάνισης, αν και είχαν περάσει αρκετές μέρες, η εφημερίδα αφιέρωνε αρκετές σελίδες. Συνεντεύξεις από συγγενείς και φίλους, φωτογραφίες από την πολιτική του καριέρα, λίγες δηλώσεις από παράγοντες της αυτοδιοίκησης και πολλά και διάφορα. Τον πήρε ο μεσημεριανός ύπνος με τα γυαλιά στη μύτη και την εφημερίδα να πέφτει στο στήθος.

Το απογευματάκι έκανε ένα ντους και βγήκε –πάλι ποδαράτος, τελικά το ενοικιαστικό αυτοκίνητο το χρειαζόταν ελάχιστα – να επισκεφτεί τον γιατρό του Παχιά, τον Μαρελάκη. Μπήκε σε έναν προθάλαμο γεμάτο κόσμο, ο Μαρελάκης ήταν φίρμα, έμπειρος καρδιολόγος, αφοσιωμένος και ευσυνείδητος. Χρειάστηκε να δείξει στη γραμματέα του την υπηρεσιακή του ταυτότητα για μπει εμβόλιμος στα ραντεβού και να απασχολήσει για 10-15 λεπτά τον γιατρό:

-Γιατρέ, συγνώμη για την ενόχληση, ερευνώ εκ μέρους του αρχηγείου της αστυνομίας την υπόθεση του κου Παχιά…

-Παρακαλώ, η υπόθεση του κου Παχιά με απασχολεί και μένα. Είμαι στη διάθεσή σας.

-Είστε προσωπικοί φίλοι με τον κο Παχιά;

-Φίλοι στενοί όχι, θα ήταν υπερβολή αν το έλεγα. Καλοί γνωστοί ναι. Πολυάσχολοι και οι δυο δεν βρήκαμε χρόνο για παρέα. Καλούσαμε βέβαια ο ένας τον άλλον στις χαρές μας, ο κος Παχιάς δεν παρέλειπε καμία κοινωνική υποχρέωση.

-Τον κουράρετε χρόνια; Την τελευταία φορά που μίλησε σε άνθρωπο είπε ότι θα σας επισκεφτεί. Ήρθε;

-Όχι, δεν ήρθε. Και αυτό δεν αποτελεί δυστυχώς έκπληξη. Ο Παχιάς είναι απείθαρχος ασθενής. Έχει τα προβλήματά του και πρέπει να κάνει τακτικές εξετάσεις. Ούτε συνεπής ήταν όμως στις επισκέψεις του, ούτε ακολουθούσε τις οδηγίες μου. Για να το πούμε απλά κάνει του κεφαλιού του.

-Πριν από 12 μέρες είχατε ραντεβού;

-Όχι, εγώ τον είχα καλέσει επιτακτικά να έρθει το ταχύτερο και χωρίς ραντεβού. Οι τελευταίες εξετάσεις του ήταν ανησυχητικές και έπρεπε να διερευνήσουμε καλύτερα την κατάσταση. Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να κάνει στεφανιογραφία. Αυτό με κάνει πιο ανήσυχο γύρω από την εξαφάνισή του.

Ο Ευτύχης βγήκε από το ιατρείο με περισσότερες απορίες από όσες είχε πριν. Η κατάσταση της υγείας του μάλλον μεγάλωνε τον κύκλο των υποθέσεων παρά τον στένευε. Σκεφτόταν ότι υπήρχε μια έστω και μικρή πιθανότητα να είχε ένα άσχημο επεισόδιο. Αλλά και πάλι, δε θα τον έβρισκε κάποιος, έστω και αργά;

Η διερεύνηση δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από την άλλη η αλήθεια ήταν ότι δεν καιγόταν και για την τύχη του Παχιά. Είχε κόψει πολλά χιλιόμετρα στο οργανωμένο έγκλημα και αυτή η υπόθεση ήταν βαρετή και ανούσια. Χέστηκε για τον Παχιά. Στο φινάλε στα 55 του χρόνια ένσημα κολλούσε. Αν μπορούσε θα είχε φύγει ήδη από την υπηρεσία.

Αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα και να πεταχτεί ως την οδό Σπάρτης στο Κουμ-Καπί, διακόσια μέτρα πιο πέρα. Όφειλε μια επίσκεψη στην αδελφή της μάνας του, τη Ροδούλα. Φτάνοντας, η μονοκατοικία με το χαρακτηριστικό ροζουλί χρώμα του φάνηκε πιο μικρή από ό,τι τη θυμόταν. Φυσιολογικό ήταν, είχε να επισκεφτεί τη θεία στο σπίτι της πάνω από 30 χρόνια. Στα Χανιά πάλι ήρθε στο μεταξύ 4-5 φορές για διακοπές, αλλά οι παρέες και οι γύρες με τα κορίτσια δεν άφησαν χρόνο και μυαλό για τη θεία. Στο μεταξύ βέβαια την είχε δει στην Αθήνα σε επισκέψεις, γάμους, βαφτίσια και κηδείες. Όμως από τότε που η μάνα του έγινε μακαρίτισσα πριν από μια δεκαετία, περιορίστηκαν κι αυτά.

Έβγαλε μια φωτογραφία το σπίτι με το κινητό του, έτσι για να δείξει στο γιο του πού πέρασε κάποιες καλοκαιρινές διακοπές. Χτύπησε με επιφύλαξη, ούτε ένα τηλέφωνο δεν είχε κάνει. Μετά από λίγο ακούστηκαν παντόφλες να σέρνονται και η πόρτα άνοιξε μια παλάμη. Πίσω από την αλυσίδα του σύρτη ασφαλείας τον κοιτούσε καχύποπτα μια άγνωστη γηραιά κυρία.

-Συγνώμη, ζητώ την κα Ροδούλα… Εδώ δε μένει;

-Εσείς ποιος είστε;

-Ο ανιψιός της, ο Ευτύχης. Αν μπορεί, θέλω μόνο να την επισκεφτώ.

-Περιμένετε λίγο.

Η πόρτα έκλεισε και πάλι και πέρασαν ένα-δυο λεπτά  πριν ακουστούν πάλι παντόφλες να σέρνονται, με άλλο ρυθμό αυτή τη φορά. Η πόρτα όμως άνοιξε διάπλατα και φάνηκε η θεία Ροδούλα. Αγκαλιές και φιλιά. «Αμάν αγόρι μου, χρόνια και ζαμάνια κάναμε. Πάνε πόσα χρόνια που δε σε είδα. Γέρασα πια εγώ, άσπρισες κι εσύ. Πέρνα μέσα!»

Η Ροδούλα ήταν όπως περίπου την ήξερε. Κρατιόταν καλά. Γρήγορα βγήκαν οι καφέδες και έγιναν οι συστάσεις:

-Να σου συστήσω τη Ζαμπία. Είμαστε συγκάτοικοι. Από τότε που έχασα τον θείο σου από καρκίνο τα έβγαζα δύσκολα πέρα. Παιδιά δε μας έδωσε ο Θεός, βρεθήκαμε και με τη Ζαμπία κοντοχωριανές, τώρα μοιραζόμαστε τους λογαριασμούς μας και τους καημούς μας.

-Μπράβο ρε θεία, μια χαρά. Και τι κοινούς καημούς έχετε;

-Ο πόλεμος παιδί μου. Στον πόλεμο χάσαμε και οι δυο τους πατεράδες μας. Ξέρεις ότι εγώ κι η μάνα σου μείναμε ορφανά από μικρές. Φτώχεια και δυστυχία. Η μάνα σου μεγαλύτερη, σώθηκε με την παντρειά και έφυγε στην Αθήνα. Εγώ κι η γιαγιά σου, ο Θεός να τη συγχωρέσει, όταν οι Γερμανοί κάψαν το χωριό, ήρθαμε και βρήκαμε αυτό το καλύβι στο Κουμ-Καπί και το κάναμε σπίτι. 

-Έτσι κι εγώ, μπήκε στη μέση η Ζαμπία. Στον πόλεμο έχασα τον πατέρα μου, τον φάγαν οι αναθεματισμένοι. Μείναμε στους πέντε δρόμους. Το χωριό ερήμωσε. Σε κάποιο μνημόσυνο πριν από λίγα χρόνια βρήκα τη θεία σου, με βρήκε κι αυτή, τα βρήκαμε που λένε, και τώρα συγκατοικούμε.

Η Ζαμπία και η θεία μπήκανε στην κουζίνα για να βάλουν το τηγάνι με τα καλτσούνια. Ο Ευτύχης τις ακολούθησε, «ας πιούμε τις τσικουδιές στην κουζίνα, να μιλάμε, δεν είμαι ξένος». Από την κουζίνα ένα πορτάκι έβγαινε στην πίσω αυλή. Βγήκε να καπνίσει. Είδε μικρά 3-4 μουρέλα, φρεσκοφυτεμένα.

-Θεία, φύτεψες ελιές;

-Ξέρω, παιδί μου, θα ρωτάς τι τα θέλω τα μουρελάκια στα γεράματα, λάδι θα βγάλω; Αλλά να, έτσι να μου θυμίζει το χωριό και τα μικράτα μου. Τώρα μου ‘ρθε, τώρα τα φύτεψα.

Όταν τα καλτσούνια ψήθηκαν, μπήκε στη μέση κι η τσικουδιά με τρία ποτήρια: «θα πιούμε κι εμείς να σου κάνουμε παρέα». Αμέσως άρχισε η «ανάκριση»:

-Πώς και ήρθες στα Χανιά; Τι σε φέρνει εδώ;

-Ήρθα θεία να ξεκαθαρίσω κάτι περιουσιακά της μακαρίτισσας της μάνας μου. Κτηματολόγια, ΕΝΦΙΑ και τέτοια.

Δεν ήθελε να φανερωθεί ως ασφαλίτης, θα τον τρέλαιναν στις ερωτήσεις. Το βλέμμα του όμως έπεσε στην τοπική εφημερίδα που ήταν στο τραπέζι της κουζίνας. Το ραντάρ της θείας το έπιασε: 

-Τι κοιτάς;

-Ε, να, για τον Παχιά. Τα διαβάζετε κι εσείς. Τον ξέρατε;

Οι φιλενάδες κοιτάχτηκαν ένα δευτερόλεπτο, απάντησε η Ζαμπία:

-Ποιος δεν τον ήξερε παιδί μου. Αυτόν όποια πέτρα κι αν σήκωνες τον έβρισκες.

Η θεία έβαλε ακόμη ένα γύρο στα τσικουδοπότηρα, οι φιλενάδες τα έτσουζαν. Ο Ευτύχης τις άφησε με υποσχέσεις:

-Αν μπορέσω θα περάσω πάλι αύριο-μεθαύριο, αναλόγως τις δουλειές μου.

Έφυγε κατά τις 8 και κάτι μήπως προλάβει να περάσει από την ασφαλιστική του Παχιά. Τους πρόλαβε στο κλείσιμο: «Ο Παχιάς ήταν ασφαλισμένος χρόνια. Ασφαλισμένη είχε όλη την οικογένεια. Το συμβόλαιο ήταν αρκετά μεγάλο. Όχι, την κα Παχιά δεν τη βλέπαμε ποτέ, ήρθε μόνο όταν κάναμε τα συμβόλαια για να υπογράψει. Ούτε μας τηλεφωνούσε ποτέ». Ο Βαλεοντής το προτιμούσε έτσι. Αν ρωτούσε την οικογένεια για τα ασφαλιστήρια θα τους εξόργιζε, δεν τα ρωτάνε αυτά τα πράγματα.

Βγαίνοντας από το ασφαλιστικό γραφείο έκανε ένα πρώτο ενημερωτικό τηλεφώνημα στον ανώτατο αξιωματικό με τον οποίο μιλούσε απευθείας στην Αθήνα. Τον ενημέρωσε για τις κινήσεις της πρώτης μέρας. Αμέσως μετά τηλεφώνησε στον Κυριάκο «για το μπιράκι που λέγαμε» στην κατάληψη. Έδωσαν ραντεβού έξω από την Ίριδα και έφυγαν με τα πόδια. Η κατάληψη στεγαζόταν σε ένα από τα εγκαταλειμμένα ταμπακαριά στο φρύδι της ακτής στη Χαλέπα, ένα τσιγάρο δρόμος από το ξενοδοχείο. Η θέα ήταν μαγευτική και το ψιλόβροχο δεν ήταν αρκετό  να τους χαλάσει τη διάθεση. Στο δρόμο τα λέγανε για παιδικές σκανταλιές και χοντροκομμένες αγορίστικες φάρσες. Θυμόταν τα παλιά και το διασκέδαζαν. 

Στην κατάληψη πέτυχαν στο τέλος της μια φοιτητική ποιητική βραδιά. Φοιτηταρία αλλά και κόσμος μεγάλος, αναρχία σαρανταβάλε. Λόγω της ποιητικής βραδιάς και του καφενείου υπήρχε και αρκετός κόσμος της πόλης «προοδευτικοί» που λένε. Ο Κυριάκος έμοιαζε σαν το ψάρι στο νερό.  Μοιράστηκε κι ένα φλύαρο κείμενο που κατήγγειλε την στοχοποίηση της συλλογικότητας με αφορμή την εξαφάνιση του Παχιά: «Οι μπάτσοι ας ψάξουν αλλού να τον βρούνε και να μην ασχολούνται με την PANDIERA ROSA». Ο Βαλεοντής σκέφτηκε ότι δεν είχαν κι άδικο. Στην κατάληψη υπήρχε κόσμος και εμπειρία για να τα βάλει με ένα λόχο χρυσαυγίτες στο δρόμο. Αλλά ως εκεί. Δεν τους είχε ικανούς για απαγωγές και φόνους. Είχε δει πάμπολλους πραγματικά επικίνδυνους κακοποιούς και εδώ δεν υπήρχε ούτε η μυρωδιά του οργανωμένου εγκλήματος ή της τρομοκρατίας. Η προκήρυξη όμως άνοιξε το θέμα στον Κυριάκο:

-Ρε το καθίκι τον Παχιά. Τα ήθελε και τα ‘παθε. Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί, που λένε.

-Δηλαδή;

-Τι δηλαδή; Δεν τον ξέρεις τον Παχιά; Κομπίνες, τοκογλυφίες, έλεγχος στον κόσμο της νύχτας, με τέτοια και με τέτοια έκανε λεφτά και αύξανε την επιρροή του. Τώρα θα τον φάγανε τίποτε δικοί του και η αστυνομία ζητάει τα ρέστα από τον κόσμο των κινημάτων. Έλεος, ρε φίλε!

-Η αλήθεια είναι Κυριάκο ότι εγώ στην ουσία είμαι Αθηναίος και δεν ξέρω πρόσωπα και πράγματα στα Χανιά.

-Πλάκα μας κάνεις, ρε Ευτύχη; Δεν ξέρεις τι κουμάσι είναι ο Παχιάς; Εσύ ειδικά έχεις παραπάνω λόγους να θέλεις να τον δεις δέκα μέτρα κάτω από τη γη.

Ο Ευτύχης ένιωθε πια λίγο άβολα. Ίσως ο Κυριάκος ήξερε ότι είναι μπάτσος και τώρα έριχνε άδεια να πιάσει γεμάτα. Δεν μπορούσε όμως παρά να συνεχίσει να ρωτάει:

-Καθόλου δεν κάνω πλάκα. Πού κολλάω εγώ; Τι σχέση έχω με τον Παχιά;

-Ευτύχη, κοιμάσαι όρθιος. Καλά, δεν ξέρεις την ιστορία της οικογένειάς σου στα Χανιά;

-Ξέρω, πώς δεν ξέρω. Η μάνα μου καταγόταν από το Σέλινο. Τον παππού μου τον σκότωσαν οι Γερμανοί και μετά αυτή παντρεύτηκε και έφυγε στην Αθήνα. 

-Εντάξει, οι Γερμανοί. Ποιος όμως κατέδωσε τον παππού σου ότι ήταν ΕΑΜίτης; Ποιος ήταν αυτός που οδήγησε τους Γερμανούς να βρουν τον ασύρματο; Δεν σου είπε τίποτε η μάνα  σου γι’ αυτά;

Ο Βαλεοντής αισθανόταν πια σαν ηλίθιος, αλλά η άγνοιά του ήταν πραγματική. Η μάνα του ποτέ δεν είχε μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα. Ο πατέρας του ήταν ένας φανατικός Πασόκος που τον διευκόλυνε να μπει στην Αστυνομία, αλλά ως εκεί. Η πολιτική και η ιστορία σπάνια απασχολούσαν το οικογενειακό τραπέζι. Ζήτησε να μάθει περισσότερα:

-Ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Υπήρχε καταδότης;

-Άκου λοιπόν να μαθαίνεις. Ο πατέρας του Παχιά ήταν περιώνυμος συνεργάτης των Γερμανών. Ήταν με τους λεγόμενους Σουμπερίτες, ένα είδος οργανωμένων προδοτών, μόνο που τότε λεγόταν Πασταδάκης. Έφαγε πολύ κόσμο. Ανάμεσά τους και τον παππού σου. Η οικογένειά σου λόγω ΕΑΜ κυνηγήθηκε ανελέητα και αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και σκόρπισε. Η μάνα σου λόγω του γάμου όπως λες βρέθηκε στην Αθήνα. Ο Πασταδάκης γλίτωσε την εκτέλεση και την εποχή του εμφυλίου βγήκε λάδι από τα δικαστήρια δωσιλόγων. Ο υιός μεγαλώνοντας άλλαξε το όνομά του σε Παχιάς και έκανε την καριέρα που γνωρίζεις. Επιβεβαιώνοντας την κληρονομιά του πατέρα του, την «εμπλούτισε» με τοκολυφίες και έλεγχο σε νυχτερινά μαγαζιά.

-Κι εσύ πού τα ξέρεις Κυριάκο; ψέλλισε ο Ευτύχης.

-Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι ιστορίες τείνουν να ξεχαστούν. Στο κόμμα όμως έχω μιλήσει με πολλούς αγωνιστές που τα έζησαν και τα θυμούνται.

Ο Βαλεοντής είχε μείνει άναυδος και δυσκολευόταν να το κρύψει. Από τη μια ένιωθε βλάκας που δεν ήξερε τίποτε, από την άλλη του φαινόταν σχεδόν μεταφυσική σύμπτωση να ψάχνει τώρα τον γιο του Πασταδάκη. Το βράδυ συνεχίστηκε με λίγα ακόμη μαθήματα τοπικής ιστορίας και πολλά ακόμη μπουκάλια τοπικής μπίρας. Επέστρεψαν πάλι πίσω με τις αναμνήσεις από τα προεφηβικά καλοκαίρια.

Την άλλη μέρα ο Βαλεοντής ξύπνησε με την ησυχία του. Τρώγοντας ένα γενναίο πρωινό σκέφτηκε ότι η κλωστή που συνέδεε την οικογένειά του με τον Παχιά ήταν πολύ αδύναμη για να τροποποιήσει τα πλάνα του. Στο κάτω-κάτω δουλειά του ήταν να ψάξει τον εξαφανισθέντα. Όπως και να ‘χε ο ίδιος ο Παχιάς –καλά τα έλεγε ο Σταμελάκης- ήταν αγέννητος τότε. Σκέφτηκε ότι μια επίσκεψη στην οικογένεια στην παρούσα φάση θα ήταν άχρηστη. Η σύζυγος δε θα του εκμυστηρευόταν κάτι που δεν είχε ήδη πει στον Σταμελάκη. Επιπλέον το σπίτι αυτές τις μέρες είναι γεμάτο κόσμο και αστυνομικούς.  Μια επίσκεψη εκεί θα τον δυσκόλευε περισσότερο.

Αποφάσισε να πεταχτεί ως την Δημητρακάκη να δει την Ρωσίδα. Χτύπησε το κουδούνι και συστήθηκε αμέσως με την υπηρεσιακή του ταυτότητα. Βρήκε μια καλοβαλμένη σαραντάρα τρομοκρατημένη για τα καλά. Ξεκίνησε μιλώντας περί ανέμων και υδάτων απλώς και μόνο για να χαλαρώσει λίγο η γυναίκα. Την ρωτούσε γενικά πράγματα «πόσα χρόνια είσαι στην Ελλάδα», «έχεις άλλη οικογένεια» κ.τ.λ. Ενδιάμεσα έβαζε τα κλάματα και τον διαβεβαίωνε σε όλους τους τόνους ότι «αλήθεια λέω, δεν ξέρω τίποτε». Τα ελληνικά της ήταν πολύ καλά, ακόμη και η αναμενόμενη  σλαβική προφορά είχε υποχωρήσει πολύ. Χρειάστηκε να περάσει το πρώτο μισάωρο της κουβέντας για να σταματήσει να κλαίει και ο Ευτύχης μπήκε σε ερωτήσεις που είχαν πιο άμεση σχέση με τον Απόστολο Παχιά:

-Πόσα χρόνια έχετε σχέση;

-Έξι χρόνια. Τον γνώρισα σε ένα μαγαζί στον Πλατανιά, ήμουν γκαρσόνα.

-Τα πηγαίνατε καλά;

-Πολύ καλά. Ήξερα βέβαια ότι έχει οικογένεια, ότι ήταν πολιτικός. Δεν περίμενα ότι θα τα παρατούσε όλα για μένα. Δεν με πείραζε όμως. Με φρόντιζε και με βοηθούσε σε όλα. Μου έβγαλε ελληνική ταυτότητα. Σταμάτησα να δουλεύω στα μαγαζιά και με ασφάλισε ως εργαζόμενη στο γραφείο του.  Ο Απόστολος ήταν κύριος απέναντί μου.

-Πριν φύγεις για τη Ρωσία, -πήγες να δεις τη μητέρα σου έτσι δεν είναι;- σου είπε κάτι που τον ανησυχούσε, κάτι περίεργο;

-Μπα, πιο πολύ συζητούσαμε για το σπίτι.

-Το σπίτι;

-Ναι, θα μου έπαιρνε ένα μικρό σπίτι εδώ κοντά για να σταματήσω να είμαι στο  νοίκι. Μου το είχε δείξει κιόλας.

-Εδώ κοντά είπες;

-Ναι, ένα κόκκινο σπίτι στον πίσω δρόμο, μια μονοκατοικία.

-Ποιος είναι ο πίσω δρόμος;

-Η Σπάρτης. Είναι ένα  μικρό σπίτι στην Σπάρτης. Μου είπε ότι όπου να ‘ναι θα άδειαζε. Αυτός είναι μηχανικός και θα μου το έκανε καινούριο. Το εννοούσε, μου είχε δείξει και τα σχέδια.

Ο Βαλεοντής έμεινε για λίγο σκεπτικός. «Κόκκινο σπίτι στην Σπάρτης;» Σκάλισε λίγο το κινητό του και έδειξε στη γυναίκα μια φωτογραφία.

-Αυτό είναι το σπίτι;

Η κοπέλα έμεινε με το στόμα μισάνοιχτο.

-Ναι, αυτό είναι, πού το ξέρετε;

-Η αστυνομία τα ξέρει όλα… Εσύ να μην μιλήσεις ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα σε άλλον. Καταλαβαίνεις, θα γίνει μεγαλύτερο σκάνδαλο.

Έμεινε ακόμη ένα δεκάλεπτο με ανούσιες ερωτήσεις για να αποφορτίσει τη συζήτηση. Βγαίνοντας κατηφόρισε αμέσως προς το σπίτι της θείας Ροδούλας. Σταμάτησε στο ψιλικατζίδικο του κάθετου δρόμου. Μπήκε και ζήτησε καπνό, φίλτρα, χαρτάκια και δυο χυμούς να κρατάει στην θεία, χθες είχε πάει με άδεια χέρια. Στο μεταξύ πήρε και τα Χανιώτικα Νέα και χάζεψε το πρωτοσέλιδο με την φωτογραφία του Παχιά. Έπιασε αμέσως κουβέντα:

-Βρε μυστήριο με τον Παχιά. Εσείς τον γνωρίζατε;

-Προσωπικά όχι. Τον έβλεπα βέβαια πού και πού, τριγύριζε στη γειτονιά.

-Εδώ στο Κουμ-Καπί;

-Ναι, 3-4 φορές τον είδα να μπαίνει στο στενό. Πότε μόνος, πότε με παρέα.

-Παρέα;

-Ε, ναι, παρέα. Άντρες είμαστε, καταλαβαινόμαστε, είπε ο ψιλικατζής και γέλασε πονηρά δίνοντας τα ρέστα.

-Αλίμονο φίλε, ευχαριστώ!

Βρήκε τη Ροδούλα και την Ζαμπία με τα ξεσκονόπανα στα χέρια: «Καλώς το αγόρι μας. Κάτσε να πιούμε καφέ, αλλά να κάτσεις και για φαγητό αυτή τη φορά». Ο Ευτύχης συμφώνησε. Ζήτησε να πιει «νες καφέ με γάλα».

-Δεν έχουμε αγόρι μου, εμείς δεν τα πίνουμε αυτά. Θα πεταχτώ στο ψιλικατζίδικο να πάρω.

Η Ζαμπία προθυμοποιήθηκε βγάζοντας την ποδιά από τη μέση της: «Άσε Ροδούλα, θα πάω εγώ. Εσύ κάτσε να δεις τον ανιψιό σου. Θα πάω ως το σούπερ μάρκετ στα Δικαστήρια να πάρω και κανένα κοτόπουλο να φάμε όλοι μαζί το μεσημέρι».

Μόλις ο Ευτύχης έμεινε μόνος με την θεία του, μπήκε στο θέμα χωρίς καθυστέρηση:

-Θεία Ροδούλα, αλήθεια είναι ότι τον παππού τον κατέδωσε ο πατέρας του Παχιά;

Η Ροδούλα γυρίζει το κεφάλι  και σαστίζει. Το μπρίκι πήγε να της πέσει από το καμινέτο.

-Ποιος σου τα είπε αυτά Ευτύχη, η μάνα σου;

-Αυτά θεία τα ξέρουν όλα τα Χανιά. Αλήθεια είναι, έτσι;

-Αλήθεια είναι παιδί μου. Και τον πατέρα μου κατέδωσε και τον πατέρα της Ζαμπίας και πολύ κόσμο. Αυτά μας ένωσαν με την Ζαμπία.

-Και τι γύρευε ο Παχιάς στο σπίτι σας θεία; Τι σας ζητούσε; 

Η θεία κατεβάζει το μπρίκι και σβήνει το καμινέτο. Κάτωχρη κάθεται στην καρέκλα.

-Το σπίτι μου ζητούσε, το σπίτι μου, Ευτύχη.

-Και τι δουλειά είχε με το σπίτι σου, θεία;

-Ξέρεις Ευτύχη ότι ο θείος, ο άντρας μου, ταλαιπωρήθηκε χρόνια από τον καρκίνο. Ακτινοβολίες, χημειοθεραπείες, εισιτήρια, κλινικές. Χωρίς να του πω τίποτε ζήτησα δανεικά από τον Παχιά. Οι τράπεζες δεν έδιναν όσο δάνειο χρειαζόμουν, μια κουτσή σύνταξη είχα. Έβαλα υποθήκη το σπίτι.

Τη Ροδούλα την παίρνουν πια τα κλάματα.

-Και φαντάζομαι, θεία, ότι τα πανωτόκια γιγάντωσαν το ποσόν.

-Το τριπλασίασαν γρήγορα. Άρχισε να με πιέζει. Μου το ζητούσε κοψοχρονιά. Με εκβίαζε ότι θα έκανε καταγγελία στην πολεοδομία, το μισό σπίτι αυθαίρετο είναι, ξέρεις τώρα πώς χτιζόταν αυτά την εποχή εκείνη. Είχε βέβαια τις πληροφορίες του από μέσα.

-Θεία, την μέρα που εξαφανίστηκε ήρθε σπίτι σας, ε;

Η θεία σηκώνει το βλέμμα, τον κοιτάζει και μετά ξεσπάει σε αναφιλητά.

-Εσένα στείλανε παιδί μου να τον ψάχνεις; Ναι, ήρθε εδώ. Μας απείλησε, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. Λογοφέραμε άγρια. Η Ζαμπία, πιο θαρραλέα, τον είπε σουμπερίτη, γερμανοτσολιά, τοκογλύφο και ό,τι άλλο θες. Αυτός άφρισε, έγινε έξαλλος. Εδώ ήμασταν στην κουζίνα.

-Πες τα όλα θεία, τώρα, πριν έρθει η Ζαμπία, μίλα σε μένα και σε κανέναν άλλο.

Η φωνή της γίνεται σταθερότερη:

-Ξαφνικά τον έπιασε κρίση. Έπιασε το στήθος του, έπεσε στα γόνατα και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Στην αρχή τα χάσαμε. Κοιταχτήκαμε και δεν χρειάστηκαν άλλα λόγια. Η Ζαμπία πήρε μια σκαλίδα και του την έφερε στο κεφάλι. Πες ότι το κάναμε κι οι δυο μας… Δεν το μετανιώνω, τ’ ακούς; Και στη φυλακή να σαπίσω, εγώ ξαλάφρωσα, ξεπένθησα, πώς το λένε…

Η θεία Ροδούλα έπιασε το κεφάλι της και σκυφτή έκλαιγε με αναφιλητά. Ο Ευτύχης δεν είχε πια άλλη απορία από το πού ήταν το πτώμα. Έριξε μια ματιά στο αυλιδάκι με τις φρεσκοφυτεμένες ελιές και η απορία του λύθηκε. Διέταξε με ύφος αυστηρό τη θεία να μην μιλάει όσο αυτός τηλεφωνεί. Πήρε στο κινητό του τον αξιωματικό της αστυνομίας με τον οποίον μιλούσε στην Αθήνα. Έβαλε ανοιχτή ακρόαση:

-Αρχηγέ, είμαι ο Βαλεοντής από Χανιά.

-Τι γίνεται, ρε Βαλεοντή; Βρήκες τίποτε ενδιαφέρον; Ο υπουργός με έχει τρελάνει!

-Δυστυχώς όχι αρχηγέ. Οι συνάδελφοι εδώ φαίνεται ότι τα έχουν κάνει όλα σωστά. Θα μιλήσω ακόμη με 4-5 ανθρώπους, αλλά δε βλέπω φως.

-Μα τι στο διάολο έγινε ο Παχιάς, μου λες;

-Ξέρω γω αρχηγέ; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε!

Ο Βαλεοντής έκλεισε το τηλέφωνο κλείνοντας και το μάτι στη θεία Ροδούλα:

-Θεία, τα τεφτέρια έκλεισαν και όλα είναι καλά καμωμένα. Βάλε να πιούμε τώρα μια τσικουδιά….

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου