Δημοσιεύτηκε
Σε όλο αυτό το μετακινούμενο εμπορικό θίασο, είχαν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Εκείνες, ντυμένες με πολύχρωμα φαρδιά ρούχα, με μαντήλι ριγμένο στους ώμους· τα παιδιά, γυμνά, ξυπόλητα και βρώμικα!
Τα απογεύματα εμφανίζονταν σε ομάδες και ζητούσαν από τους ντόπιους τρόφιμα και ρούχα. Οι πόρτες των σπιτιών μας, όμως, ήταν ερμητικά κλειστές.
Τις διώχναμε, με περισσή απέχθεια, μακριά, για να μη «μας κλέψουν»!
Ήταν, για εμάς το συνώνυμο της κλεψιάς!
Εκείνη, ποτέ δεν ξεκουραζόταν τα μεσημέρια. Ήτανε έξω και έκανε δουλειές. Πολλές φορές την έβλεπα να τις φωνάζει. Άνοιγε την πόρτα τού φράχτη και μιλούσε μαζί τους. Τους έδινε πράγματα, φαΐ ή γλυκά στα παιδιά. Οι γυναίκες την ευχαριστούσαν, τη γέμιζαν με ευχές και απομακρύνονταν με τα παιδιά τους τραγουδώντας και χορεύοντας.
Χορός – αντίδωρο για την ανέλπιστη προσφορά.
Μια μέρα, την είδε η μάνα της.
-Τι κάνεις;
– Δεν βλέπεις; Συζητάω!
-Τα κάνουν όλα ψέματα! Δεν καταλαβαίνεις; Να μας κλέψουν θέλουν.
Οι καταυλισμοί έφτιαχναν μεικτές ομάδες που εργάζονταν στον κάμπο. Η παραγωγή μεγάλη, τα ντόπια χέρια λιγοστά. Οι παραγωγοί, όμως, δεν τους προτιμούσαν. Μόνο όταν δεν υπήρχαν ντόπια «χέρια» κατέληγαν σε αυτούς.
-Μακριά από αυτούς! Ή θα σε κλέψουν, ή θα μαλώνουν μεταξύ τους!
Την εποχή εκείνη συνηθιζόταν οι εργάτες να τρώνε κάθε μεσημέρι με έξοδα του παραγωγού. Λόγω της σχέσης του με αυτούς -ήταν συντοπίτες-, το φαγητό επιβαλλόταν να ήταν καλό. Ήταν και ζήτημα γοήτρου. Αν κανείς τολμούσε να μην προσφέρει «καλό» φαγητό, την άλλη μέρα τον συζητούσε όλο το χωριό
Όταν, όμως, οι εργάτες προέρχονταν από τους καταυλισμούς, έφτανε λίγο ψωμί με τυρί, ή, το πολύ… καμιά κονσέρβα!
Πάντα βοηθούσε τη μητέρα της στην ετοιμασία του φαγητού των εργατών.
Άρχισαν να μαλώνουν.
Ψωμί με τυρί;
Ναι!
Την είδα να ντύνεται και να φεύγει. Όταν γύρισε, κρατούσε δύο – τρεις σακούλες. Κλείστηκε στην κουζίνα, μόνη της, πάνω από μία ώρα. Η μυρωδιά τού φαγητού προκάλεσε το αδύναμο, αλλά επίμονο, μουρμουρητό διαμαρτυρίας τής μητέρας της.
Βγήκε έξω, με πήρε από το χέρι για να πάμε στο χωράφι.
Οι δυο γυναίκες δεν αντάλλαξαν ούτε μια ματιά.
Οι άνθρωποι σταμάτησαν τη δουλειά και μαζεύτηκαν, σε κύκλο, να φάνε. Έβγαλε το φαγητό και όταν το άνοιξε, ησυχία απλώθηκε στη θέα του. Κανείς δεν μιλούσε. Μόνο ένας ηλικιωμένος τη ρώτησε:
Το φαγητό είναι για μας;
Εσείς δεν δουλεύετε εδώ;
Έκοψε τελετουργικά το ψωμί και μοίρασε σε όλους ψάρια.
Δεν ακουγόταν τίποτα σ’ εκείνο το κύκλο των εργατών. Οι άνθρωποι έτρωγαν συγκρατημένα και την παρατηρούσαν προσπαθώντας να καταλάβουν.
Κάθε μεσημέρι με έπαιρνε από το χέρι και τους πηγαίναμε φαγητό.
Ήταν η δεύτερη μέρα που δεν τους βλέπαμε στο χωριό. Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν.
-Ξεκουμπίστηκαν!
-Επιτέλους!
-Να γλιτώσουμε!
-Ναι, αλλά τι θα γίνει με τις δουλειές;
Μόνο εκείνη γελούσε και μου έλεγε:
-Εδώ είναι. Τους είδα. Κάτι ετοιμάζουν.
Ο καταυλισμός ήταν ανάστατος. Ένας συγχωριανός είπε ότι του ζήτησαν να τους νοικιάσει ένα μεγάλο χωράφι για 5-6 ημέρες.
-Τους τό ‘δωσα! Πλήρωσαν καλά.
Σε πολύ λίγο χρόνο το χωράφι είχε γίνει εργοτάξιο. Ένα τεράστιο τετράγωνο οριοθετούταν από ξύλινες κατασκευές. Εντός του στρώθηκαν με άσπρα τραπεζομάντηλα εκατοντάδες τραπέζια. Πάνω στα τραπέζια υπήρχαν λουλούδια, πολλά και όμορφα. Στην αρχή τού χωραφιού δέσποζε μία μεγάλη εξέδρα. Στο κέντρο της υπήρχαν δύο μεγάλες πολυθρόνες.
Γάμος! Και τι γάμος! Ο «βασιλιάς» τους παντρεύει τον γιο του!
-Ντύσου να πάμε να δούμε. Έλα, μη καθυστερείς!
Έβαλα τα καλά μου, με χτένισε και φύγαμε.
-Άσε το παιδί. Να πας μόνη σου! Στο τέλος ξέρεις τι θα γίνει.
Σχεδόν, όλο το χωριό «πήγαινε» στον γάμο. Απρόσκλητο. Πήγαινε να «χαζέψει», «να περάσει την ώρα του».
Φτάσαμε από τους πρώτους, Κάποιοι άντρες μάς κρατούσαν έξω από το οριοθετημένο τετράγωνο.
-Μπορείτε να βλέπετε, όχι να μπείτε.
Έφταναν ως οικογένειες. Έλεγαν το όνομά τους στην είσοδο και η κοπέλα τους έδινε ένα χαρτάκι μ’ έναν αριθμό επάνω. Ο κάθε αριθμός αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένο τραπέζι. Πρέπει να υπήρχαν περίπου 500-600 άνθρωποι εντός εκείνου του περίεργου, υπαίθριου μαγαζιού. Εμείς, οι ντόπιοι, παρατηρούσαμε εκτός του τετραγώνου αποσβολωμένοι την ανέλπιστη οργάνωσή τους.
Είχαν καθίσει όλοι στο τραπέζι τους. Τα φαγητά σερβιρίζονταν με ταχύτητα και τάξη. Μετά από λίγη ώρα, απλώθηκε σιωπή. Κάποιος στην εξέδρα πήρε το μικρόφωνο και ανήγγειλε τον «βασιλιά». Ο ηλικιωμένος κύριος, εν μέσω χειροκροτημάτων, σηκώθηκε και ευχαρίστησε τον κόσμο. Το ζευγάρι ανέβηκε στην εξέδρα και κάθισε στις δύο πολυθρόνες. Μία – μία οικογένεια πλησίαζε στην εξέδρα και άφηνε το δώρο της.
Μόλις ολοκληρώθηκε και αυτή η διαδικασία ήρθε η ορχήστρα. Οι πιο διάσημοι μουσικοί και τραγουδιστές τής φυλής τους ήταν εκεί. Όλοι!
Έβλεπα τα πρόσωπα των συγχωριανών μου. Έκπληκτοι, δεν πίστευαν όσα εξελίσσονταν μπροστά τους. Αυτά τα ξύλινα σύνορα είχαν αντιστρέψει τους ρόλους. Ήμασταν, από την άλλη πλευρά, όρθιοι να τους χαζεύουμε. Εμείς, τώρα, ήμασταν οι «άλλοι», εκείνοι που δεν επιτρεπόταν να μπούμε στον δικό τους κόσμο.
Μόνο εκείνη γελούσε. Ήταν όμορφη στο χαμόγελό της. Η πραγματικότητα την επιβεβαίωνε και εκείνη το απολάμβανε.
Πριν αρχίσει η μουσική είδα κάποιον να πλησιάζει τον «βασιλιά» και να μας δείχνει! Για την ακρίβεια έδειχνε εκείνη.
Μας πλησίασαν δύο άντρες και μάς είπαν να τους ακολουθήσουμε Με πήρε από το χέρι και διαβήκαμε τα ξύλινα σύνορα. Βρισκόμασταν εμπρός του. Σηκώθηκε, πήρε το μικρόφωνο και της είπε:
-Σ’ ευχαριστούμε.
Πήρε το χέρι της και την έβαλε να καθίσει δίπλα του.
Και φάνταζε ακόμα πιο όμορφη η «βασίλισσα» της καρδιάς μου. Κι όταν σηκώθηκε να χορέψει, σηκώθηκαν όλοι και χτυπούσαν παλαμάκια σ’ έναν άνθρωπο που έγινε ο άνθρωπός τους.
Και όταν τελείωσαν όλα, με πήρε από το χέρι και μού είπε:
-Πάρε βαθιές ανάσες, αγόρι μου, μύρισε τη νύχτα και τη γη, άκου το αεράκι, δες τ’ αστέρια και το φεγγάρι.
Ζήσε, αγάπη μου, ως άνθρωπος, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Του ιστορικού Ρόδη Λοχαΐτη