Το σεντόνι - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Δεν ήταν το κρεβάτι που έτριζε. Ούτε η υγρασία που μύριζε διάχυτα στο δωμάτιο. Ήταν που είχε χάσει τη γη κάτω απ΄το πόδια· δεν ήταν και λίγο να ανοίγεις τα μάτια και να΄ναι όλα σκοτεινά. Τις πρώτες μέρες, με βία έμενε ξύπνιος. Ηρεμιστικά, εξετάσεις, χέρια να τον ψαχουλεύουν και εκείνη η αποστειρωμένη μυρωδιά. Πονούσε και το σώμα του ναι, δεν ένιωθε τίποτα κάτω απ΄τη μέση. Ένα συνεχόμενο σκοτάδι, για λίγο ξύπνιος και για πολύ κοιμισμένος, το όνειρο, οι σκέψεις και η ίδια η πραγματικότητα είχαν αλλάξει σε μια στιγμή. Για χρόνια βρισκόταν στο φως. Όχι στα φλας. Στα πρωτοσέλιδα. Εκείνα τα όμορφα χαρτιά των εφημερίδων. Ο Βίκτορ Μπερνό. Ο πρώτος διηγηματογράφος που είχε κερδίσει την προσοχή κριτικών και αναγνωστών. Λόγος κοφτερός και μεστός. Αντάξιος των κλασικών. Τα κείμενά του συνέπαιρναν με την απλότητα και το βάθος τους. Δημοκράτης και αγωνιστής. Τα κείμενά του στα σχολειά, στις πλατείες, στα εργατικά και αστικά σαλόνια. Κάποτε τον χαρακτήρισαν πρεσβευτή της δημοκρατίας, της ελευθερίας. Δεν ήταν λίγο. Είχε σκεφτεί εκείνο το βράδυ της παρουσίασης του τελευταίου του βιβλίου, πως χρειάζεται να αποσυρθεί για λίγο. Όχι γιατί είχαν στερέψει οι ιδέες. Μα γιατί οι υψηλές ιδέες χρειάζονται και απομόνωση. Σιωπή που θα γίνει χρυσός, αν δουλευτεί προσεκτικά. Έτσι, σκεφτόταν. Όμως τώρα η ζωή του έπαιζε ένα αλλόκοτο παιχνίδι. Ένα κερί που εξάπλωσε τη φωτιά στο σπίτι. Ήταν πολλά τα προσανάμματα, βιβλία, χαρτιά, μολύβια και αφίσες. Αυτό το καταλάβαινε. Δεν θυμόταν όμως τίποτε. Κι αυτό τον τρόμαζε περισσότερο και από τη νέα συνθήκη της τυφλότητας.

Τις τελευταίες μέρες, αν ήταν μέρες, ένιωθε ένα συναίσθημα ξένο, ένα συναίσθημα που του ΄φερνε ανακατωσούρα στο στομάχι. Ήταν και τα ρημάδια τα χάπια, κατέβαζε μια χούφτα από δαύτα τρεις φορές τη μέρα. Η φωνή της νοσοκόμας ψυχρή, αγχωτική. Κυρίως μονολεκτικά απαντούσε στις λιγοστές του ερωτήσεις. Πριν λίγες μέρες είχε ζητήσει να μιλήσει με τον γιατρό. Ο γιατρός είχε μια μυρωδιά αποκρουστική, κάτι μεταξύ αίματος και καπνού. Κύριε Μπερνό, πρέπει να συνεργαστείτε, παρακολουθούμε την κατάστασή σας με τρομερή σχολαστικότητα, τον καθησύχαζε, μα η μυρωδιά μυρωδιά, του προξενούσε ανασφάλεια και φόβο. Έπειτα ήταν και οι ατέλειωτες ώρες ύπνου και ονείρων που τον είχαν εξαντλήσει. Παρελάμβαναν εικόνες από τις ιστορίες. Ήρωες και ιδέες πιάνανε ψιλή κουβέντα μαζί του σχεδόν κάθε βράδυ. Θυμόταν και παλιά που μιλούσε με τις ώρες με τα κείμενά του και τους πρωταγωνιστές του. Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει κάποτε, απ΄τις ελάχιστες φορές που είχε μιλήσει δημόσια, είχε ομολογήσει πως οι ιστορίες έρχονται και τον βρίσκουν. Ανοίγω το παράθυρο και κάθονται μαζί μου στον καναπέ. Ο καναπές του. Δεν είχε τη δύναμη να ρωτήσει για το σπίτι. Το φανταζόταν ένα βουνό από στάχτη και καμμένες σελίδες. Αυτή η εικόνα του προκαλούσε μια περίεργη ανακούφιση. Πώς θα΄ταν να ξεκινούσε απ΄την αρχή; Τώρα πια οι αισθήσεις του ήταν στ΄αλήθεια οξυμμένες. Για πρώτη φορά παρατηρούσε τις δυνατότητες της όσφρησης και της ακοής. Μόνο να καταλάβαινε.

Το βράδυ εκείνο, είχαν περάσει πια δυο μήνες από την παραμονή του στο νοσοκομείο του Περτς, αποφάσισε να παρατολμήσει. Σαν άκουσε τα ελαφρά βήματα στον διάδρομο, κατάλαβε πως ήταν εκείνη η άλλη νοσοκόμα, με την γλυκιά φωνή. Είχε μέρες να φανεί. Ήταν η μόνη που περίμενε με κάποια αγωνία να συναναστραφεί. Το βήμα, η φωνή, το μαλακό δέρμα των χεριών της του δημιουργούσαν μια αίσθηση ασφάλειας. Κράτησε τα μάτια κλειστά και υποκρίθηκε πως ροχαλίζει ελαφρά. Εκείνη τον άγγιξε απαλά στον ώμο, κύριε είναι η ώρα να πιείτε τα χάπια σας. Εκείνος, δεν ανταποκρίθηκε, ελπίζοντας πως το όμορφο κορίτσι, έτσι το φανταζόταν, θα ήταν πιο ανεκτικό για απόψε. Έτσι κι έγινε. Άκουσε τα μικρά βήματα να απομακρύνονται και την πόρτα να κλείνει ελαφρά. Και το κλειδί να κλειδώνει διπλά. Άλλος ένας ήχος που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αποκωδικοποιήσει. Μα ναι, τον κλείδωναν! Πώς μπορούσε να μην το έχει συνειδητοποιήσει ως τώρα;

Η νύχτα είχε τους δικούς της ήχους. Τους δικούς του ήχους. Και ο Μπερνό είχε καιρό να νιώσει πως έχει τη δύναμη να υπάρχει σε μία, ας πούμε, κατάσταση που μπορεί με μια κάποια διαύγεια να αντιληφθεί. Κατέβηκε απ΄το κρεβάτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, τα πόδια του δεν είχαν πολλή δύναμη και έτσι έκρινε καλύτερο να γονατίσει και να περπατήσει στο δωμάτιο. Σύρθηκε σχεδόν σε όλη την περίμετρο του δωματίου σαν παιδί που μπουσουλάει. Το πάτωμα παγωμένο, μάλλον μάρμαρο. Λίγα έπιπλα άγγιξε πέρα απ΄το κρεβάτι του. Ένα μικρό κομοδίνο με ένα συρτάρι, μια φθαρμένη καρέκλα, μπόρεσε να ψηλαφίσει. Δεν βρήκε πουθενά παράθυρο, τουλάχιστον όχι στο ύψος που μπορούσε να φτάσει. Μα από κάπου ακουγόταν ο αέρας. Ίσως ήταν ψηλά. Βρήκε τουλάχιστον το καλοριφέρ. Οι σωλήνες ήταν μισοσβησμένοι πια. Τους αγκάλιασε. Χρειαζόταν λίγη ζεστασιά. Χρειαζόταν κάποιον να του εξηγήσει. Έκλαψε πολύ. Τα δάκρυα έκαναν το μυαλό να καθαρίσει. Τουλάχιστον έμενε ξύπνιος. Είχε πια καταλάβει πως τα χάπια τον κρατάνε σε καταστολή. Είχε αποφασίσει να μην τα ξαναπάρει. Στον τοίχο πίσω απ΄το κρεβάτι του είχε γδάρει λίγο τον σοβά και δημιουργήσε μια τρύπα. Εκεί θα τα έκρυβε.

Πέρασαν μέρες και νύχτες αϋπνίας. Δεν ένιωθε όμως κουρασμένος. Το αντίθετο. Ένιωθε πλήρως συντονισμένος. Το κόλπο με τα χάπια δούλευε καλά ως τώρα και το θέατρο της υπνηλίας, είχαν καταφέρει να ξεγελάσουν τις νοσοκόμες που περνούσαν τρεις φορές τη μέρα για να ελέγξουν την κατάστασή του. Δεν ήταν σπουδαίο, μα ήταν ικανό να τον ταράξει. Ένας υπόκωφος ήχος, μεταλλικός και ρυθμικός δονούσε τα τελευταία βράδια τους σωλήνες του καλοριφέρ. Ήταν συνήθως γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα, αν το ρολογάκι που του έλεγε την ώρα, συνέχιζε να λειτουργεί με ακρίβεια, ήταν η ώρα που κούρνιαζε στο καλοριφέρ για να νιώσει λίγη θαλπωρή. Τέσσερις με πέντε συνήθως θα αποκοιμιόταν. Εκείνο το βράδυ όμως, οι ήχοι που ανέβαιναν και δονούσαν τον σωλήνα ήταν πιο έντονοι. Ήταν σήματα μορς!

Θυμήθηκε πριν 20 χρόνια περίπου στα 18 του. Τα αγωνιστικά του χρόνια. Για μια δεκαετία κοντά έζησε στο υπόγειο του Χους, μαζί με τους άλλους. Προκηρύξεις, πειρατικό ραδιόφωνο, μικρές απόπειρες σωτηρίας. Πέρασαν δέκα χρόνια για να αποκατασταθεί η δημοκρατία. Ο Δημοκρατικός Αγώνας, που ήταν στην κυβέρνηση από τότε, του είχε προτείνει και σε πολλούς άλλους επαναστάτες της εποχής να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση. Μα όχι. Κανείς. Ούτε στο κόμμα γραφτήκανε ποτέ. Ο καθένας χάραξε την πορεία του. Στα 32 του ο Μπερνό είχε πια καθιερωθεί στο συγγραφικό ορίζοντα. Μα κουβαλούσε και το φορτίο της επανάστασης μαζί. Αυτό δίνει πάντα μια αίγλη. Οι κριτικοί βέβαια πάντα αναρωτιόντουσαν γιατί δεν προχωράει στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Ο Μπερνό δεν είχε απάντηση. Υποψιαζόταν πως οι πικρές ιστορίες πρέπει να κρατάνε λίγο.

Άπλωσε τις δονήσεις στο μυαλό του και διάβασε τα ρυθμικά σήματα που ανέβαιναν από τον σωλήνα του καλοριφέρ, που είχε αρχίσει πια να παγώνει. ΣΕ 5 ΜΕΡΕΣ_ΜΑΡΓΚΩ_ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΛΥΤΑ_ΕΞΩ_ ΟΒΕΡ, ανέβαινε ο ήχος από κάτω. ΜΠΕΡΝΟ_ΞΕΠΟΥΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ_ΕΙΜΑΣΤΕ_ΜΟΝΟΙ. Αμφέβαλλε πολύ για αυτά που άκουσε, μα κάτι μέσα του ένιωθε πως τον καθοδηγεί σωστά. Ποιος ξεπουλήθηκε; Ποιοι φασίστες; Ακαριαία πήγε να χτυπήσει τον σωλήνα για να απαντήσει, μα κάτι μέσα του τον κράτησε. Ο Μπερνό ξεπουλήθηκε. Αυτή η φράση ηχούσε ξανά και ξανά. Ποια ήταν η Μαρκγώ; Μήπως το κορίτσι με τη γλυκιά φωνή; Είχε πέντε μέρες μόνο. Και πέντε νύχτες. Έπρεπε να δράσει. Χρειαζόταν την γραφομηχανή του. Τα δάχτυλα ήξεραν τον δρόμο των γραμμάτων, δεν θα΄ταν εμπόδιο ότι δεν βλέπει. Μα πώς;

Το επόμενο πρωί επιβεβαίωσε τις υποψίες του. Από το χαμηλόφωνο τρανζιστοράκι του φύλακα, έξω από την πόρτα του. Είχε πέσει η κυβέρνηση και χρησιμοποίησαν το όνομα και τα έργα του προπαγανδιστικά. Δεν είχε πολύ χρόνο. Μόνο τέσσερις μέρες. Δυστυχώς, όπως περίμενε, απαγορευόταν να του δώσουν χαρτί και μολύβι, πόσο μάλλον γραφομηχανή. Δεν τον πείραζε. Είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Μόνο να ξανασυναντούσε την Μαργκώ. Τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιούσε.

Ήξερε πως η Μαργκώ έχει βάρδια κάθε τρεις μέρες. Κι έτσι το βράδυ την περίμενε με αγωνία. Τα ελαφρά βήματα οδηγήθηκαν όπως πάντα με διακριτικότητα προς το κρεβάτι του. Τον χάιδεψε στο μέτωπο. Τα χάπια σας κύριε. Ο Μπερνό της ζήτησε να χαμηλώσει το αυτί της και να τον ακούσει προσεκτικά. Δεν ξεπουλήθηκα, Μαργκώ. Εκείνη, του φίλησε τα χέρια. Ένιωθε και τα δικά της δάκρυα τώρα να στάζουν στο χέρι του. Ακούσατε το σήμα, ήμουν σίγουρη! Αλλοίωσαν τις λέξεις σας, τους τελευταίους μήνες το πρόσωπό σας, κύριε Μπερνό, φιγουράρει σε όλους τους δρόμους με τη φράση «ΑΚΟΛΟΥΘΩ ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΗΝ ΝΕΑ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΜΟΡΑΛ». Έτσι λεγόταν η νέα ακροδεξιά κυβέρνηση. Κάποιοι σας μισούν, κάποιοι όμως έχουν πειστεί από εσάς και υποστηρίζουν τη νέα κατάσταση, εξηγούσε η Μαργκώ ψιθυριστά. Ο Μπερνό της χαμογέλασε. Θα περάσεις και για τα δικά μου άπλυτα τότε, σε δύο ημέρες, έτσι; Η Μαργκό έγνεψε καταφατικά. Και κάτι ακόμη. Θα μου βρεις ένα καθρεφτάκι;

Σε τέσσερις μέρες η πόλη φλεγόταν. Οι επαναστάτες είχαν βάλει φωτιές και είχαν πείσει τον κόσμο να βγει στη μεγάλη πλατεία. Το φορτηγό έφτανε με τους φυλακισμένους από το νοσοκομείο Περτς και οι κάδοι με τα άπλυτα ήταν βαριοί. Όταν άνοιξαν και τον τελευταίο, δεν βρήκαν τον Μπερνό. Η Μαργκώ τον είχε βρει το προηγούμενο βράδυ νεκρό στο κρεβάτι του. Πάνω στο σεντόνι αίματα και θραύσματα. Ένα πελώριο σεντόνι γραμμένο με το αίμα του. Το νέο του μυθιστόρημα. Το τύλιξε στα άπλυτα μαζί με τους άλλους. Τώρα ανέμιζε στη μεγάλη πλατεία. Σε λίγο κάποιος θα το διάβαζε δυνατά και θα ακουγόταν σε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος:

«Οι υψηλές ιδέες γράφονται με αίμα. Να, που κυριολεκτώ. Αυτή η ιστορία δεν είναι δική μου. Πρωταγωνιστές είστε όλοι εσείς. Εγώ μονάχα, ξέρω πως αξίζει να πεθαίνεις για να γράφεις ιστορίες. Όπως αξίζει να πεθαίνεις για την δημοκρατία».

Της Κατερίνας Νανούρη






Αναρτήθηκε από: