Δημοσιεύτηκε
Τραπεζάκια έξω λοιπόν και η κανονικότητα, έστω και λειψή, επέστρεψε μέσα από ένα φρέντο, μια μακαρονάδα, ένα ποτό σε γυάλινο και όχι σε πλαστικό ποτήρι. Μελαγχολική αντίθεση στα χαμογελαστά πρόσωπα που ξεχύθηκαν στα εστιατόρια και τα καφέ, ένα λιτό σημείωμα καρφιτσωμένο στην πόρτα ενός από τα πιο παλιά μαγέρικα της Αθήνας, κάπου στη Λιοσίων: «1923-2021. Τέλειωσαν όλα. Σας ευχαριστούμε». Ενα από τα πολλά μαγαζιά που άντεξαν επί περίπου 100 χρόνια πολέμους και μνημόνια αλλά υπέκυψαν στον αδηφάγο κορονοϊό. Μαζί του χάθηκε και μια κιβωτός από μνήμες όπως αυτές ανακαλούνται στη «Λωξάντρα» ή την «Πολίτικη κουζίνα».
Γιατί από το ξελιγωμένο βλέμμα της Εύας που λιμπίζεται το μήλο μέχρι τα ομηρικά δείπνα, τα αρχαία συμπόσια και τα λουκούλλεια ρωμαϊκά γεύματα η τροφή υπήρξε τρυφή και πιστοποιητικό κοινωνικής ευωχίας. Μια απόλαυση την οποία ήρθε να λογοκρίνει ο χριστιανισμός στο όνομα μιας σωτηριολογικής εσχατολογίας. Στην καρδιά ωστόσο της Αναγέννησης κυκλοφορεί ο «Γαργαντούας» του Ραμπελέ που επαναφέρει πανηγυρικά το γαστριμαργικό όργιο, χωρίς ίχνος ενοχής απ’ αυτήν που συσσώρευσε ο Μεσαίωνας στην ανθρώπινη επιθυμία. Ο ήρωας τρώει ακατάπαυστα και υπό το πρίσμα της κρασοκανάτας ασκεί κριτική στις κοντόθωρες αντιλήψεις, σαρκάζει την παρακμή της φεουδαρχίας μέσα από τερψιλαρύγγια εδέσματα που γκρεμίζουν τον παλιό κόσμο των βλοσυρών και αγέλαστων χριστιανών. Το ιδεολογικό του ισοδύναμο θα βρεθεί αρκετούς αιώνες αργότερα στην ταινία «Το μεγάλο φαγοπότι», όπου η ακραία βουλιμία και ο ξέφρενος διονυσιασμός λειτουργούν ως αλληγορία για τη σήψη και τα αδιέξοδα της μπουρζουαζίας.
Στο μεταξύ, όσο οι πληβείοι χορταίνουν με σκέτο ψωμί και όχι παντεσπάνι οι αστοί καλοπερνάνε, ειδικά στα γαλλικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα του Φλομπέρ, του Μπαλζάκ και του Ζολά. «Πουρές σπαραγγιών, κρεπινέτ από κουνελάκι με τρούφες και νιόκι με παρμεζάνα, κιλότο ζαρκαδιού αλ’ ανγκλέζ, κυπρίνος του Ρήνου αλά Σαμπόρ, κονσομέ αλά Ντελινιάκ». Εδώ η γλωσσική χλιδή και η ρητορική του εσθίειν συναγωνίζονται τις γκουρμέ δημιουργίες. Ο μοντερνισμός του 20ού αιώνα, κυρίως με τον Τζόις και τον Μπέκετ, θα αφαιρέσει τα ψιμύθια που ντιντίνιζαν ψεύτικα μες στην υπερβολή τους, όπως το μπακίρι, και θα καταφύγει περισσότερο στην ειρωνεία και την γκροτέσκα διακωμώδηση.
Στην εποχή βέβαια της παγκοσμιοποίησης δεν χρειάζεται να ταξιδέψει κανείς στην Ιταλία για να παραγγείλει μια πίτσα, στο Μεξικό για τάκος ή στην Ιαπωνία για να δοκιμάσει σούσι. Εντούτοις, όσο κι αν οι κατσαρόλες και τα τηγάνια κοχλάζουν σε πιτσιλισμένους πάγκους ή ενορχηστρώνονται σε ρυθμούς τηλεοπτικών εκπομπών, οι τοπικές κουζίνες παραμένουν στοιχείο εθνικής ταυτότητας που σμιλεύτηκε με την παράδοση και την ιδιομορφία κάθε χώρας.
Τις ελληνικές νοστιμιές εν προκειμένω αναζητά αυτές τις μέρες ο διάσημος σεφ Γκόρντον Ράμσεϊ που έφαγε κόκορα με χειροποίητες χυλοπίτες στο λιμάνι των Χανίων και θα διαφημίσει τα νησιά και τις σπεσιαλιτέ τους καλύτερα από τα ξενέρωτα σποτάκια του ΕΟΤ. Ενόψει πάντως και της τουριστικής περιόδου, μικρή σημασία έχει αν Ελληνες και ξένοι απολαύσουν μια απλή χωριάτικη ή κιμά γαρίδας παρά θίν’ αλός. Το σημαντικό είναι ότι ουρανίσκοι και στομάχια θα πάλλονται ξανά στον σφυγμό ενός ηδονικού βιμπράτο, με τις μάσκες αφημένες στην καρέκλα.