Δημοσιεύτηκε
Ο Μάρκος Βαμβακάρης θεωρείται ένας, αν όχι ο σπουδαιότερος Έλληνας μουσικός του ρεμπέτικου τραγουδιού. Καθιέρωσε μάλιστα την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες.
Τα ηχογραφημένα τραγούδια του υπερβαίνουν τα 200, ενώ στην πλειοψηφία τους ηχογραφήθηκαν σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ του 1933 και του 1956.
Γεννήθηκε στη Σύρο στις 10 Μαΐου 1905, ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας του, ακολούθησαν 5 ακόμα παιδιά.
Δεν ολοκλήρωσε το σχολείο καθώς οι γονείς του ήταν αγρότες και δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια. Από μικρός έκανε διάφορες δουλειές όπως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια.
Σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο με προορισμό τον Πειραιά δουλεύοντας σε διάφορα πόστα. Αποφασίζει να μάθει μπουζούκι και ξεκινά να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».
Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι ερμηνεύοντάς το ο ίδιος.
Το 1935 έγραψε και ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή», το οποίο έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του. Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία μαζεύτηκε για να τον ακούσει 50.000 κόσμος, στην πλατεία του Λευκού Πύργου.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ερμηνεύει τραγούδια δικά του και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο ελληνοϊταλικό έπος («Γειά σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο» κ.ά.).
Το 1942 παντρεύεται για δεύτερη φορά, την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.
Το 1942 παντρεύεται για δεύτερη φορά, την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.
Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Οι δισκογραφικές εταιρίες δεν τον ήθελαν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία.
Το 1960, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα και το 1960 σηματοδοτεί τη «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Το 1960, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα και το 1960 σηματοδοτεί τη «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών.
ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ...
– Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχτηκε ατυχέστατος στο γάμο του με τη Ζιγκοάλα. Τον απατούσε με τον κουμπάρο τους, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπάει.
– Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης με την πρώτη του σύζυγο, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του (Ρόκος), ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν κατοχυρωθεί στο όνομα φίλων του, όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη (ή Φωτίδα), του Μ. Μάτσα.
– Αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε την δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός αυτός ήρθη το 1966)
– Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη άρχισε να λειτουργεί το 1995.
– Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης με την πρώτη του σύζυγο, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του (Ρόκος), ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν κατοχυρωθεί στο όνομα φίλων του, όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη (ή Φωτίδα), του Μ. Μάτσα.
– Αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε την δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός αυτός ήρθη το 1966)
– Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη άρχισε να λειτουργεί το 1995.