Δημοσιεύτηκε
Τώρα μπορώ να το πω: είμαι από τους μακροβιότερους Χανιώτες. Γεννήθηκα το μακρινό 1927. Ενενηντάρισα πια. Μακρινό βέβαια το 1927 για σας τους νεότερους. Εμένα μου φαίνεται σα χθες. Περνούν τα χρόνια… Περνούν από πάνω μας. Σε μένα τουλάχιστον φαίνεται. Κάνει μπαμ με την πρώτη ματιά. Η φθορά του χρόνου.
Όλα αυτά τα χρόνια μένω στο κέντρο. Χωρίς να αλλάξω τόπο κατοικίας, άλλαξα τρεις φορές διεύθυνση. Τρεις φορές είδα να αλλάζουν τις πινακίδες μπροστά στα μάτια μου. Αρχικά έμενα σε βασιλική οδό: Οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου Β΄. Μεγαλεία! Ήταν της μόδας οι βασιλιάδες τότε. Οι μισοί Έλληνες ορκίζονταν στο όνομά τους και οι άλλοι μισοί τους αναθεμάτιζαν από το πρωί ως το βράδυ. Στα Χανιά βέβαια ποτέ δεν τους είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Θες το δημοκρατικό φρόνημα που λένε, θες η Βενιζελική παράδοση, πάντως ο θεσμός της Βασιλείας δε φτούρησε ποτέ. Έτσι το 1938, παιδάκι ήμουν ακόμη, οι Χανιώτες ξεσηκώθηκαν να ρίξουν τη δικτατορία του Μεταξά. Πέρασε το οργισμένο πλήθος από το δρόμο και ξέσπασε στις πινακίδες. Ξήλωσαν τον Βασιλέα και μετονόμασαν τον δρόμο σε «οδό Δημοκρατίας». Το κίνημα απέτυχε και τα βαφτίσια αναβλήθηκαν για 36 χρόνια. Λίγα χρόνια μετά στην μετέπειτα οδό Δημοκρατίας σουλατσάριζαν οι μπότες της βέρμαχτ και της γκεστάπο. Ιεροσυλία! Περνούσαν μπροστά στα μάτια μου οι αγέρωχοι κατακτητές, περνούσαν οι δωσίλογοι συνεργάτες τους, περνούσε κι ο ταπεινωμένος λαός. Στο τέλος είδα να περνούν θριαμβικές και οι πομπές της απελευθέρωσης μετά τον Μάη του ’45. Αντάρτες που κατέβηκαν από τα βουνά, νιάτα που ξεχύθηκαν γελώντας από τα σχολειά τους, πολιτικοί που κόμπαζαν ως νικητές σε μια μάχη που δεν έδωσαν ποτέ.
Δε βαριέσαι. Έτσι και αλλιώς η χαρά κράτησε λίγο, το αίμα θα χυνόταν ξανά. Όχι όμως μπροστά στα μάτια μου. Ενώ ο εμφύλιος μαινόταν στα βουνά, στο κέντρο της πόλης η «καλή κοινωνία» των Χανίων έβρισκε τα γνωστά της βήματα. Καφέ στον Κήπο, ορχήστρες ελαφράς μουσικής, Κινηματογράφος. Α, ο κινηματογράφος! Μεγάλο χόμπι! Έχω δει στη ζωή μου πάμπολλα έργα! Κωμωδίες, ερωτικά δράματα, γουέστερν, τίποτε δεν έχανα! Σε μεγάλη ηλικία πια συνήθισα και τα κουλτουριάρικα, έμαθα τον Φελίνι και τον Κιαροστάμι. Όλα μ’ αρέσουν. Κακώς λένε ότι κάποιος δε μαθαίνει πια άμα γεράσει. Προσαρμόστηκα κι εγώ στα γούστα της εποχής.
Τι λέγαμε; Για την εποχή του εμφυλίου. Ναι, την ώρα που τα κεφάλια των ηττημένων ανταρτών εκτίθονταν στον Κλαδισό, οι Χανιώτες –μαζί κι εγώ- παρακολουθούσαμε τα πρώτα μεταπολεμικά «Βενιζέλεια» στο Εθνικό Στάδιο. Εκείνη τη μέρα είδα με τα μάτια μου τον Σοφοκλή Βενιζέλο πρωθυπουργό, τον Μητσοτάκη νέο βουλευτή, τον Γύπαρη μεγάλο και τρανό Διοικητή της φρουράς! Εμβατήρια από την μπάντα του στρατού, ο όρκος του αθλητή, δεκάρικοι λόγοι από πολιτικούς, αλαλαγμοί του πλήθους. Ενθουσιασμός και μεγαλεία εν μέσω ερειπίων. Έτσι ήταν πάντα η πατριδοκαπηλεία: Αντίδοτο στη συλλογική θλίψη, παυσίπονο για πάσα κοινωνική αδικία, ένα ωραίο χαλί που κρύβει από κάτω τα σκουπίδια.
Ας μην είμαι άδικος όμως. Ο αθλητισμός είναι πάντα ωραίος! Ακόμη και τώρα χαζεύω με τις ώρες τους Χανιώτες, μικρούς και μεγάλους που τρέχουν στα κουλουάρ, πηδούν στα σκάμματα, ρίχνουν δίσκους. Μου αρέσει και το τένις. Περνώ ώρες ολόκληρες να χαζεύω αγώνες και προπονήσεις στην Αντισφαίριση. Θα μου πεις τι τα θες εσύ τώρα τα αθλητικά στην ηλικία σου; Δεν τα βαρέθηκες; Ε, όχι, δεν τα βαρέθηκα. Στο κάτω-κάτω κι η μοναξιά δεν αντέχεται. Άλλωστε δεν έχω πια και πολλές επισκέψεις. Σπίτι μου έρχονται πια μόνο οι γιατροί που με κουράρουν. Στην αρχή ήταν μόνο κάποιες αρρυθμίες. Τώρα πια έρχονται στιγμές που νιώθω να σταματούν τα πάντα. Χάνω εντελώς την αίσθηση του χρόνου. Νιώθω άχρηστος.
Όταν ήμουν βέβαια νεότερος μαγνήτιζα τα βλέμματα. Δεν υπήρχε κοπέλα να μην με κοιτάζει. Καμάρωνα, δεν το κρύβω. Ξεχώριζα στη μικρή μας πόλη. Τώρα ζαρώνω. Μου το λέγανε, αλλά δεν το πίστευα. Το διαπιστώνω όμως μέρα τη μέρα. Τα νιάτα ψηλώνουν γύρω μου, κλέβουν την παράσταση. Κι αν κάποιο βλέμμα πέσει πάνω μου πιο πολύ οίκτο προκαλώ παρά θαυμασμό. Για την κατάντια μου.
Μου αρέσει πάντως που η γειτονιά είναι πολύβουη. Τουρίστες δεν έρχονται συχνά, αλλά οι Χανιώτες περνούν συνέχεια από μπροστά μου. Βιαστικοί. Φροντιστήρια, γιατροί, αθλητισμός, ψώνια στα μαγαζιά. Και να σου πω κάτι; Δε θα το πιστέψεις, αλλά εγώ τους ξέρω όλους. Αν εξαιρέσεις τους ξενομπάτες που τώρα τους γνωρίζω, τους Χανιώτες τους ξέρω όλους. Τους ξέρω από μικρούς. Από τότε που φορούσαν κοντά παντελόνια και έκαναν παρελάσεις. Γιατί, ας το πάρει το ποτάμι, δεν έχω χάσει καμιά παρέλαση. Δεκαετίες τώρα δεν έχω χάσει ούτε μία παρέλαση. Τις έχω δει όλες. Και να πω την αλήθεια ακόμη συγκινούμαι. Κι ας έχω τη φήμη ότι η καρδιά μου είναι από πέτρα. Συγκινούμαι ακόμη με τα νηπιαγωγεία που περνούν σε κλίμα χαβαλέ, με τα χορευτικά που ντύνουν μικρούς και μεγάλους βρακοφόρους και μαντιλοφορούσες, με τους προσκόπους που καμαρώνουν σαν καρικατούρες δασολόγων-κομάντος, με τα βαριεστημένα αγήματα του στρατού. Πιο πολύ όμως μου αρέσουν οι μπάντες, οι φιλαρμονικές, τα εμβατήρια. Γελάω βέβαια με τους κορδωμένους τύπους της εξέδρας των επισήμων. Ο δρόμος κάνει ένα μικρό άνοιγμα στο ύψος της οδού Κοραή και εκεί στήνεται κάθε φορά η εξέδρα. Κάθε φορά περισπούδαστοι οι άρχοντες του τόπου, κάθε φορά με το ίδιο ύφος. Υπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι, νομάρχες, διοικητές του στρατού. Έχω δει εκατοντάδες από δαύτους. Θεωρούν τους εαυτούς τους αιώνιους, αλλά εγώ, ο γέρος, ξέρω πως πάντα αλλάζουν. Ο καιρός έχει γυρίσματα.
Όταν λοιπόν βλέπω τους συμπολίτες μου να καμώνονται τους σπουδαίους, κρυφογελώ. Βλέπω μερικά τρανταχτά ονόματα της οικονομικής ζωής να οδηγούν ακριβά αυτοκίνητα με αγέρωχο ύφος. Εγώ όμως τους θυμάμαι να κατουριούνται πάνω τους, γιατί τους κυνήγησε μια πάπια στον Κήπο.
Βλέπω προσηνείς τίμιους οικογενειάρχες να περπατούν αγκαζέ με την συμβία τους. Αλλά εγώ τους έχω πετύχει να περνούν μεσάνυχτα με την γκόμενα στο κάθισμα του συνοδηγού.
Έχω ακούσει καυχησιάρηδες ερωτύλους να διατυμπανίζουν τις επιτυχίες τους στο ωραίο φύλο. Μόνον εγώ όμως τους έχω δει να τρώνε χυλόπιτες στα γεμάτα σπυριά εφηβικά πρόσωπά τους.
Τους ξέρω τους Χανιώτες. Πολλές φορές έχουν την αυταπάτη πως το καφενείο του Κήπου είναι έρημο, πως μπορούν να πουν ό,τι θέλουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Εγώ όμως έχω ακούσει πολιτικούς να κλείνουν συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Έχω δει εργολάβους να δωροδοκούν με μίζες. Έχω πιάσει βλέμματα παράνομων εραστών να διασταυρώνονται πάνω από τους συζύγους τους. Έχω δει μπούτια να χουφτώνονται μέσα στο σκοτάδι του Κινηματογράφου. Ξέρω ακόμη και ποιοι κλέβουν στο τάβλι. Ξέρω πολλά. Αλλά δεν είπα ποτέ τίποτε. Ίσως γιατί, χρόνια ριζωμένος στο κέντρο της πόλης, την σέβομαι. Θεωρώ τον εαυτό μου πια ένα είδος …μνημείου. Έμαθα να μετρώ τον χρόνο της, να ζω με τον ρυθμό της. Και αυτό τον ρυθμό τον κρατώ, δεν θέλω να τον διαταράξω. Είμαι μέρος αυτού του ρυθμού. Αγαπώ την τάξη και την αταξία της. Συνήθισα πια. Μου αρέσει να βλέπω τον πρώτο οδοκαθαριστή να πιάνει νυσταλέα τη σκούπα και να κουτουλιέται με τον τελευταίο ξενύχτη που γυρίζει μισομέθυστος.
Γι’ αυτό και απολαμβάνω ακόμη ό,τι μου δίνει αυτή η πόλη. Άλλωστε ποιος άλλος στην ηλικία μου έχει το προνόμιο να απολαμβάνει τα νιάτα που σχολούν από τα σχολεία της οδού Κοραή; Ποιος έχει την τύχη να απολαμβάνει συναυλίες στα Αντιρατσιστικά φεστιβάλ; Ποιος μπορεί να δει ποδοσφαιρικά ματς και αγώνες τένις, χωρίς να το κουνήσει ρούπι; Μόνον εγώ. Το σώμα μου γέρασε, το βλέμμα μου όμως δεν έχει κουραστεί. Δεν μου αρέσει να κάθομαι και να μετρώ μόνο τις ώρες…
Πού και πού βέβαια θυμώνω κι εγώ. Όπως τότε που, πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια η Δημοτική αρχή αποφάσισε να αλλάξει και πάλι το όνομα του δρόμου μου. Η Δημοκρατία έπεσε λίγη μπροστά στον άρτι αναπαυθέντα τότε Αντρίκο και κάτω από την μούρη μου άρχισαν πάλι να αλλάζουν ταμπέλες: «Οδός Ανδρέα Παπανδρέου». Ακόμα να το συνηθίσω. Αλλά και πάλι δεν μίλησα… Έδωσα τόπο στην οργή, το αποδέχτηκα.
Αυτή τη σιωπή μου ο Δήμος πρόσφατα αποφάσισε να την επιβραβεύσει με μια γενναία αμοιβή. Το Δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να με αποκαταστήσει: Να γίνουν μελέτες και να εξευρεθούν κονδύλια για να συντηρηθεί το …Ρολόι του Κήπου. Λένε πως θα ξανανιώσω. Προς το παρόν βέβαια με έχουν φυλακίσει σε αντιαισθητικές σκαλωσιές. Μου έχουν υποσχεθεί όμως ότι θα ζήσω μια δεύτερη νιότη. Αλήθεια σου το λέω, αν και είμαι ...Ρολόι, δε βλέπω την ώρα.
Σημ: Το κείμενο έχει πρώτη δημοσίευση στο 2ο τεύχος του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού των εκδόσεων Ραδάμανθυς.