Δημοσιεύτηκε
Την 24η Ιανουαρίου 2012 πεθαίνει ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος. Το παρακάτω κείμενο (γραμμένο στα πλαίσια αφιερώματος των εκδόσεων Ραδάμανθυς) εμπνέεται από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, την «Αναπαράσταση».
ΜΟΝΟΔΕΝΤΡΙ
1972
Για τον Τζώρτζη Φάση, τον Γιαννιώτη μεγαλέμπορο, οι συνταγματάρχες ήταν «δώρο Θεού», δώρο που άνοιγε δουλειές για τους πιστούς της «εθνοσωτηρίου» όπως αυτός. Το Σαββατόβραδο ήταν η ώρα του για να πάρει τους δρόμους και τα καφενεία για παρτίδες ‘Θανάση’ και δημόσιες σχέσεις.
Το Δεσποινιώ έπρεπε λοιπόν να περιμένει να ξεπορτίσει το αφεντικό της και μετά να πιάσει κι αυτή να λούζεται για να πάει αύριο Κυριακή στον Άι-Νικόλα “της Αγοράς”. Είχε πάρει και άδεια από τη Φάσαινα να επισκεφτεί τ’ αδέλφια της στο ορφανοτροφείο του “Γεωργίου Σταύρου”. Κάθε δεύτερη Κυριακή, τέσσερα χρόνια τώρα, έβλεπε τα δυο αδέλφια στο μοναδικό επισκεπτήριο, σκάρτο μισάωρο. Όχι πως δεν τους έφτανε δηλαδή, άλλωστε τι να πουν; Για τη μάνα –ποια μάνα τώρα;- κουβέντα. Για τον πατέρα, πάει αυτός, τίποτα. Λίγα λόγια λοιπόν και καλά. «Πώς πάει το σχολειό; Σας ταΐζουν καλά; Είστε ποδεμένοι;». Κι οι απαντήσεις μονολεκτικές. Μόνο βλέμματα και τριψίματα στο ρούχο της μεγάλης αδελφής, μόνος ήλιος στο σκοτεινό και σιωπηλό σύμπαν. Μαύρος ήλιος δηλαδή, τέσσερα χρόνια παραδουλεύτρα στο αρχοντικό του Φάση που “προσφέρθηκε” να την φιλοξενήσει. Από τα δεκατρία της χωρίς σχολειό, χωρίς φίλες, χωρίς οικογένεια και με το φονικό να την τραβάει από το μανίκι σε κάθε βήμα. Ο πατέρας στο χώμα κι η μάνα στη φυλακή. Ούτε αρχή ούτε τέλος.
Ο Φάσης ακόμη και μόνος του να ήταν φασαρία έκανε. Έπινε τον καφέ του με ηχηρές ρουφηξιές, τηλεφωνούσε συνέχεια. Κάποια στιγμή φώναξε:
- Δέσπω! Έλα που σε θέλω λίγο!
- Έρχομαι, κυρ-Τζώρτζη.
Η Δέσποινα στάθηκε μπροστά του σε κάποια απόσταση. Δεν έπαψε ποτέ να της προκαλεί φόβο.
- Είναι εδώ η κυρά σου;
- Όχι, κυρ-Τζώρτζη, πήγε στον εσπερινό.
- Κάτσε στην άλλη καρέκλα.
Η παρακόρη παραξενεύτηκε, δεν συνήθιζε ο Φάσης να την καλεί ομοτράπεζη.
- Άκου Δέσπω, ξέρεις ότι σε προστάτευσα στο σπιτικό μου, όταν έγινε το φονικό. Πέρασαν τα χρόνια όμως, έγινες γυναίκα πια…
Η προστασία του Φάση περιοριζόταν σε ένα πιάτο φαί και ένα ζεστό κρεβάτι. Τόσο ζεστό που εδώ και χρόνο το μοιραζόταν μαζί της, όποτε μπορούσε. Από τότε που η Δέσποινα έκανε καμπύλες και στρογγύλεψε, ο Φάσης δεν έχανε ευκαιρία να την κουτουπώνει. Αυτό το «έγινες γυναίκα πια» αυτός το ήξερε από πρώτο χέρι.
Το κορίτσι έμεινε σιωπηλό.
- Όπως καταλαβαίνεις δεν μπορείς να μείνεις για πάντα εδώ. Έχεις γίνει γυναίκα της παντρειάς. Ξέρεις, έχεις ένα τυχερό και δε θέλω να στο κόψω. Σε είδε και σε ζητάει ο Αποστόλης ο Χαρίσης. Ξέρεις, αυτός που μας φέρνει τα αβγά. Είναι Ζαγορίσιος, αλλά μένει στην Κατσικά. Θα κατηφορίσει στην Αθήνα για δουλειά, του έχω βρει εγώ μια με μισθό. Θέλει όμως να αποκατασταθεί πρώτα. Σε περνάει καμπόσα χρόνια, αλλά σήμερα 36 χρονώ δεν τον λες και γέρο. Α, και μεταξύ μας, δε σκοτίζεται για το ζήτημα της παρθενίας.
Ο Φάσης τα είχε όλα κανονισμένα. Η Δέσπω θα έφευγε από τα Γιάννενα να σταματήσει το σούσουρο. Ο Χαρίσης, φτωχοδιάβολος και αυτός, αντάλλαξε το «ζήτημα της παρθενίας» με ένα μισθό νυχτοφύλακα σε εργοστάσιο.
- Τ’ αδέρφια μου; Τι θα γίνει με τ’ αδέλφια μου;
- Αυτά θα τελειώσουν πρώτα την «Κατωτέρα Τεχνική» του ορφανοτροφείου και μετά βλέπουμε. Τ’ αδέλφια σου θα παντρευτείς; Ίσως στην Αθήνα βρεις τρόπο αργότερα να τα βοηθήσεις. Δέχεσαι;
Η Δέσποινα δέχτηκε. Κατά το πρώτον δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Κατά δεύτερον θα παντρευόταν και Εσκιμώο για να φύγει από το σπιτικό του “φιλάνθρωπου” Φάση. Έφυγε με τον Χαρίση, έκλεισε για πάντα τα παλιά τεφτέρια, δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτά.
……………………………………………………………………………………………………………………………
2023
Οι πασχαλινοί επισκέπτες είχαν φύγει από το Μονοδέντρι στα Ζαγοροχώρια εδώ και δυο μέρες, και δεν ήταν λίγοι. Ο οικοτουρισμός, ο αγροτουρισμός, λέξεις άγνωστες πριν από λίγες δεκαετίες, ανέλαβαν να δώσουν πάλι ζωή στα ρημαγμένα από τον εμφύλιο και την μετανάστευση Ζαγόρια. Η κρίση και η πανδημία άρχισαν σιγά-σιγά να γίνεται παρελθόν και ξεμύτιζαν πια και κάμποσοι Έλληνες για τριήμερα και τετραήμερα, χώρια οι παραλήδες, αυτοί ποτέ δεν σταμάτησαν να εξορμούν σε βουνά, ξενώνες και ταβέρνες.
Το ζευγάρι που είχε τον ξενώνα ήταν κατάκοποι, αλλά ευχαριστημένοι. Αθηναίοι βασικά, αλλά βρήκαν ένα καλό πρόγραμμα, λίγο δάνειο, λίγη υπερτιμολόγηση και τα πράγματα πήγαν καλά. «Μέγας χορηγός» του βέβαια κι ο μακαρίτης ο παππούς. Με καταγωγή από το Μονοδέντρι, βρέθηκε κληρονόμος μιας μικρής έκτασης στην άκρη του χωριού. Όσο ζούσε, ο παππούς αδιαφορούσε για το οικόπεδο («μια γαϊδουροκυλίστρα βράχια, τι να τα κάνεις;»), αλλά μετά αποδείχθηκε χρυσοφόρο με την επέλαση του τουρισμού. Ο Περικλής, ο ιδιοκτήτης της πανσιόν, όταν έκλεισε την ταβέρνα του στο Χαϊδάρι («ας όψεται η Τρόικα», έλεγε), έδειξε πνεύμα μαχητή και ευελιξία. Τότε θυμήθηκε τη μακρινή καταγωγή της γυναίκας του:
- Ρε Γωγώ, υπάρχει ακόμη το οικόπεδο του μπαμπά σου στο Πολυδέντρι;
- “Μονοδέντρι” το λένε.
- Όπως και να το λένε, υπάρχει;
- Ε, θα υπάρχει, δεν πιστεύω να πέταξε.
Κι ο Περικλής δεν άφησε την ευκαιρία να πετάξει. Έβαλε μάλιστα γιο και κόρη, φοιτητές και οι δυο, να διαφημίσουν τον ξενώνα στο διαδίκτυο. Site, facebook, online booking, travel guides και δε συμμαζεύεται. Η ουσία είναι ότι η δουλειά τώρα πάει καλά και σιγά-σιγά ξεχρεώνουν.
Τώρα μάλιστα στις διακοπές του Πάσχα έγινε «γενική επιστράτευση». Έφεραν και τα δυο τους παιδιά να βοηθήσουν με την ταβέρνα και τα πρωινά για να γλιτώνουν μεροκάματα. Έφεραν και την γιαγιά μαζί, τι να κάθεται να κάνει μόνη στο Χαϊδάρι; Η γιαγιά μάλιστα, κοτσονάτη 70άρα, αποδείχθηκε μεγάλη βοήθεια. Καθάριζε πατάτες, άνοιγε φύλλο για τις πίτες, γέμιζε πιπεριές και ντομάτες, έκοβε σαλάτες, «παλιά μου τέχνη κόσκινο». Το ‘θελε κι η ίδια, πώς να περάσει η ώρα της;
Το απομεσήμερο πλάκωσαν κι οι Καναδοί. Τον μισό ξενώνα τον είχε κλείσει ένα καναδικό συνεργείο της τηλεόρασης. Όταν ήρθαν, καμιά ντουζίνα νοματαίοι, γέμισε η μικρή reception πράγματα. Δεν έφταναν οι βαλίτσες και οι σάκοι, έπρεπε να βολευτούν κάμερες, προβολείς, μικροφωνικές και χίλια κλαπατσίμπαλα. Χαράς Ευαγγέλια!
Οι Καναδοί αποδείχθηκαν εύθυμοι τύποι και βολικοί πελάτες. Θα έμεναν μια βδομάδα. Όλη την ημέρα έκαναν γυρίσματα στο χωριό και στα γύρω λαγκάδια. Το βράδυ τα «έτσουζαν» με κρασί και μπύρα μπροστά στο τζάκι. Από τη δεύτερη μέρα έμαθαν και το τσίπουρο. Φυσικά κόλλησαν μαζί τους και οι φοιτητές. Αυτοσχέδιοι μεταφραστές, έπιαναν κουβέντες περί ανέμων και υδάτων. Ρωτούσαν οι Καναδοί (άλλο το ούζο, άλλο το τσίπουρο; ξέρετε συρτάκι;), ρωτούσαν και τ’ αδέλφια (τι γυρίζετε; πότε θα παιχτεί; να δω πώς φαίνομαι από την κάμερα;). Γρήγορα οι ξένοι έμαθαν να σιγοτραγουδούν “mori kontoula lemonia me ta polla lemonia…”. Το διασκέδαζαν όλοι.
Μια μέρα, μετά το πρωινό, όλη η οικογένεια καθόταν στο χώρο της ταβέρνας. Ο πατέρας στρώθηκε με τα τιμολόγια και το κομπιουτεράκι, η Γωγώ καθάριζε φασολάκια, η γιαγιά σκούπιζε μαχαιροπήρουνα, οι φοιτητές φλυαρούσαν με τα κινητά στο χέρι.
- Και τι γυρίζουν τελικά οι Καναδοί; η μάνα είχε όρεξη για κουβέντα.
- Ντοκιμαντέρ, για τον Τεό.
- «Τεό»; Ποιος είναι αυτός, κανάς ομογενής χωριανός; Ευεργέτης;
- Τι ευεργέτης, ρε μάνα! «Τεό» λένε οι ξένοι τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον σκηνοθέτη.
- Α, τον κουλτουριάρη; Ο Περικλής σήκωσε το κεφάλι από τους λογαριασμούς.
- Ναι, κάνουν ντοκιμαντέρ για την «Αναπαράσταση». Είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία και γυρίστηκε στο χωριό. Μάλλον του ετοιμάζουν αφιέρωμα.
- Και πού τον ξέρουν οι Καναδοί τον Αγγελόπουλο;
- Όλος ο κόσμος τον ξέρει, ρε μαμά. Η «Αναπαράσταση» θεωρείται αριστούργημα.
- Και τι υπόθεση έχει;
- Ένα φονικό που έγινε το 1968 στη Θεσπρωτία. Μια μάνα με τρία παιδιά, ένα κορίτσι και δυο αγόρια, δολοφόνησε τον άντρα της μόλις γύρισε από τη Γερμανία. Η γυναίκα τα είχε με έναν αγροφύλακα και τον δολοφόνησαν μαζί. Κάτι σαν σατανικό ζεύγος.
- Αστυνομικό δηλαδή. Τα αστυνομικά τα βαριέμαι.
- Αμάν, ρε μάνα! Για τέχνη μιλάμε. Ακόμη κι η γιαγιά περισσότερα θα καταλάβαινε…
Τα βλέμματα ασυναίσθητα στράφηκαν στη γιαγιά, αλλά η γιαγιά είχε ήδη παρατήσει την πετσέτα και τα σκουπίσματα και έφευγε για το δωμάτιό της.
Το βράδυ ξανά οι φοιτητές παρέα με τους Καναδούς στο τζάκι.
Ο Περικλής μες στα νεύρα:
- Σηκωθείτε πουλάκια μου να βάλετε κανένα χεράκι. Όλα τα ‘χα, έχω τώρα και τις παραξενιές της πεθεράς μου.
- Τι σου φταίει, ρε πατέρα, η γιαγιά;
- Θέλει καλά και σώνει να γυρίσει αύριο στην Αθήνα. Πρωί-πρωί πρέπει να την τρέχω στα ΚΤΕΛ στα Γιάννενα. Και η μάνα σας σκέφτεται να την ακολουθήσει για να μην είναι μόνη. Τι την έχει πιάσει; Κι έχουμε και κόσμο…
- Ε, βαρέθηκε πατέρα, κουράστηκε. Δεν είναι δα και κοπελίτσα.
Η υπόλοιπη ελληνοκαναδική παρέα είχε πάλι πιάσει τη «Βησσανιώτισσα».
Την ίδια ώρα η γιαγιά Δέσποινα Χαρίση ετοίμαζε τα πράγματα για την Αθήνα. Δεν ήθελε να βλέπει άλλη «Αναπαράσταση». Την είχε δει από παιδί.
Σημείωση: Το διήγημα Μονοδέντρι γράφτηκε στα πλαίσια αφιερώματος των εκδόσεων Ραδάμανθυς. Το διήγημα απλώς εμπνέεται από την ταινία Αναπαράσταση. Η ταινία εκκινεί από πραγματικά γεγονότα και γυρίστηκε στα χωριά Βίτσα και Μονοδέντρι. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν μυθοπλασία και δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή των αληθινά εμπλεκόμενων στο δράμα.