Δημοσιεύτηκε
Άλλωστε αυτό έκανε από μικρή. Παιδούλα ακόμη της έμαθε η μάνα της τις βελόνες, δεν υπήρχε η πολυτέλεια να κάθονται στην οικογένεια χέρια άπραγα, η φαμίλια μεγάλη. Στην αρχή, έτσι για να μαθαίνει, έπλεκε κανένα σοσόνι για την ίδια και τα δυο μωρά αδελφάκια της. Αποδείχτηκε χρυσοχέρα και σβέλτη. Γρήγορα προχώρησε σε ζεστές μπλούζες για τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς και τον πατέρα. Η ίδια, μοναχοκόρη, έπρεπε να συνδράμει στη μάνα της για να ντύσει τους σερνικούς της οικογένειας. Και το σχολείο-σχολείο, της άρεσαν τα γράμματα. Είδε ο πατέρας της ότι τα βιβλία δεν την έκοβαν από το νοικοκυριό και την άφησε να βγάλει το Δημοτικό.
Ο δάσκαλος τον έπεισε να τη στείλει και στα Γιάννενα, στο οικοτροφείο θηλέων να βγάλει το γυμνάσιο, «κόβει ο νους της», έλεγε. Και στο οικοτροφείο έπλεκε. Βρέθηκαν άκρες μάλιστα και πουλούσε τα πλεχτά της σε οικογένειες που βαστιόταν οικονομικά και έτσι δε βάραινε την οικογένειά της, με τις οικονομίες έστελνε και κατιτίς στο χωριό. Έτσι σκόρπισε τις τελευταίες ανησυχίες του πατέρα, «τι τα θέλει τα γράμματα, κορίτσι της παντρειάς;» Τέλος, με τη βελόνα και το κουβάρι, ξετέλεψε δασκάλα και γύρισε στο χωριό, καμάρι των γονιών και περιζήτητη νύφη.
Γρήγορα βρέθηκε γαμπρός, ‘δόξη και τιμή’ η Δόξα, και τα τρία αγόρια ήρθαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Φωτιά στα μπατζάκια της: Το πρωί μάθημα στο σχολειό. Μετά στο σπίτι μαγειρέματα, σκάφες, ξεσκατίσματα, όλα πάνω της. Και το βράδυ να πλέκει. Να πλέκει για τα παιδιά της, να πλέκει και για λίγους ξεσκούφωτους μαθητές της τάξης της.
Μετά πλάκωσε ο πόλεμος, μαλλιά και κουβάρια οι ζωές των ανθρώπων, τα χέρια της πήραν φωτιά για την “κάλτσα του στρατιώτη” στην Πίνδο. Στρατιώτης κι ο μεγάλος της γιος, πόντο-πόντο τον έζησε τον πόλεμο. Της έπεσαν οι βελόνες από τα χεριά όταν έμαθε ότι το παλικάρι της δε θα επέστρεφε, θα έμενε για πάντα σε κάποια αλβανική πλαγιά, ποδεμένος με κάλτσες ζεστές αλλά νεκρός.
Ξανάπιασε το πλέξιμο όταν τα βουνά γέμισαν ανταρτομάνι, μαζί και οι δυο γιοι της. Ο ένας με τον Ζέρβα, τον άλλον τον μάζεψαν οι αριστεροί. Τι σημασία είχε; Τσουράπια ήθελαν όλοι. Ήρθε κι ο ίδιος ο Ζέρβας μια φορά στο χωριό. Έφερε μαζί του και τον λεβέντη της, άψυχο όμως, «έπεσε για τη λευτεριά», της είπε. Έπεσαν πάλι οι βελόνες της από τα χέρια, έπεσε πάλι ο ήλιος κι ο τόπος σκοτείνιασε.
Ο γιος που της απέμεινε, ο τρίτος, γύρισε πίσω αρχές του ’45. Γύρισε που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί τον πιο πολύ καιρό κρυβόταν στους λόγγους, βλέπεις «κουμμουνιστής». Το ’46 βγήκε στο δεύτερο αντάρτικο. «Για την πραγματική λευτεριά, μάνα», της είπε. «Να χέσω τις λευτεριές σας, που μένουν οι μπλούζες αφόρετες, άδεια σακιά». Ξέσπασε πάλι στις βελόνες. Τώρα το σκολειό απόμεινε και χωρίς παιδιά. Άλλα θερισμένα από τις αρρώστιες και την πείνα, άλλα στο παιδομάζωμα, κάτι λίγα τα πήρε η βασίλισσα στις παιδουπόλεις. Στις τελευταίες μέρες του πολέμου έμαθε ότι ένας αντάρτης, το κέντρο του κόσμου για την Δόξα, σκάλωσε στο Γράμμο και δεν πρόλαβε να περάσει στην Αλβανία. Σκάλωσε και το μαλλί στις βελόνες της Δόξας, σκάλωσε και η καρδιά της και χτυπούσε πια χωρίς λόγο, χωρίς νόημα. Γρήγορα σταμάτησε να χτυπάει και η καρδιά του άντρα της. Το χωριό άδειασε κι απόμεινε πια μοναχή. Πήρε τη συνήθεια να πλέκει μέσα στο σχολειό. «Πλέκω για τα παιδούδια μου» έλεγε η Δόξα. «Σάλεψε η Δόξα», έλεγε ο κόσμος…
Η Δόξα πλέκει ακόμη στο σχολειό. Άμα τελειώσει κανένα κασκόλ, το αφήνει σε ένα κατασκονισμένο θρανίο, τάχα ότι το ξέχασε μια μαθήτρια και θα το πάρει την άλλη μέρα.
Σημ: Το διήγημα «Πλεχτά» διακρίθηκε με έπαινο στον 1ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής – Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου.