Δημοσιεύτηκε
Οι ναυτικοί τον ξέρουνε και τον περιγελούν. Ο καπετάν-Σπύρος, να τα λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, τα θέλει και τα παθαίνει. Πώς το λένε, τον τρώει ο κώλος του για καζούρα. Κατά το πρώτον δεν είναι καπετάνιος. Ούτε ναυτικός. Αμφιβάλλω αν έχει «μπαρκάρει» ποτέ του με ψαρόβαρκα για παραγάδι. Το καπέλο του καπετάνιου, που φοράει ολημερίς κι ολονυχτίς, είναι δώρο από τον Θανάση. Ο καπετάν-Θανάσης, μακαρίτης πια, τόσο μπούχτισε τη θάλασσα που όταν ξεμπάρκαρε συνταξιούχος του ΝΑΤ, άφησε το καπέλο στο καφενείο του Σπύρου. Έτσι και τώρα ο Σπυράκος μάς σερβίρει τους καφέδες με το καπέλο στο κεφάλι. Οι θαμώνες δεν τον βαρυκαρδίζουν: «Καπετάν-Σπύρο, έναν βαρύ γλυκό», «Καπετάνιο, ξημέρωσε! Θα φέρεις τους μεζέδες;» και τέτοια.
Ο Σπύρος, λένε οι παλιοί, δεν ήταν πάντα λωλός. Γεννήθηκε από γονείς ‘τουρκόσπορους’ στα πρώτα δύσκολα χρόνια που το λιμάνι αναστέναζε από τα λεφούσια της προσφυγιάς. Πήγε τρεις-τέσσερις τάξεις σχολείο (ο ίδιος λέει πως ήτανε και καλός μαθητής, ποιος τον πιστεύει…) και μετά τρύπωσε στον καφενέ που άνοιξε ο πατέρας του στα απόμερα του λιμανιού. Τη θάλασσα όμως την είχε καημό. Άκουγε τόσες ιστορίες στον καφενέ του πατέρα του, έβλεπε και κανένα πλοίο στο λιμάνι, αποθαύμαζε και τις στολές των ναυτικών, δεν ήταν αυτός για καφενεία. Ήθελε να μπαρκάρει, αλλά τον πρόλαβε η κατοχή και το λιμάνι νέκρωσε. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, έβαλε μπρος να κάνει τα χαρτιά του για το μπάρκο. Τα χαρτιά όλο αργούσαν, κάτι οι σφραγίδες, κάτι τα χαρτόσημα, τα χαρτιά δεν έβγαιναν. Στο τέλος του το σφύριξαν δεόντως:
-Ο θείος σου, ο Παράσχος ο Λέλογλου, ήταν αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Να σβήσεις τη μουτζούρα.
-Ο θείος μου; Ποιος θείος μου; Ποια μουτζούρα;
Ιδέα δεν είχε ο φουκαράς! Στη Μακεδονία ένας ξάδελφος του πατέρα του, άλλος ξυπόλητος κι αυτός, είχε βγει στο βουνό. Ο Σπύρος ούτε ΕΛΑΣ ήξερε, ούτε αγελάς. Άντε να τους πείσει ότι δεν είναι ελέφαντας. Πλάκωσε κι ο συμμοριτοπόλεμος, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Προσφέρθηκε βέβαια να υπογράψει ότι «αποκηρύσσει τον κομμουνισμόν και τα παραφυάδας αυτού», κρέμασε στον τοίχο και τον Παύλο με την Φρειδερίκη, αλλά κι αυτό δε βοήθησε.
Κάποια στιγμή τα πράγματα χαλάρωσαν, του υποσχέθηκαν το ‘φυλλάδιο’ και το περίμενε. Τότε ήταν που ο γέρος του έπαθε κάτι σαν εγκεφαλικό και έμεινε μήνες και χρόνους ανήμπορος στο κρεβάτι. Μπουκάλα πάλι ο Σπύρος, έμεινε να προσέχει μόνος τον καφενέ, τον άρρωστο και τη μάνα.
Στο μεταξύ η κάψα του για τη θάλασσα φούντωνε. Τα ταξίδια είχαν ξαναρχίσει από καιρό και τα Λίμπερτυ έκαναν χρυσές δουλειές. Χωρίς τον Σπύρο όμως. Αυτός, αν πλάκωνε κανένας πελάτης από μακρινό ταξίδι, άνοιγε το στόμα δυο πήχες και τα αυτιά άλλες τρεις και άκουγε με τις ώρες. Σιγά-σιγά τις ιστορίες τις πήρε μέσα του και άρχισε να τις λογαριάζει δικές του. Όταν σπάνια εμφανιζόταν κανένας καινούριος, παρίστανε τον έμπειρο ναυτικό και ξεφούρνιζε καμιά ιστορία από αυτές που είχε ακούσει. Πότε καμιά φουρτούνα στο Μπεϊμπίσκι, πότε καμιά μπουρδελότσαρκα στη Φορταλέζα, φλόμωνε τους πελάτες στο ψέμα. Γρήγορα τον πήρανε χαμπάρι. Και σε τέτοιες περιπτώσεις το καφενείο τον τρελό τον αποτρελαίνει. Άρχισαν να ταΐζουν την κουτοπονηριά του με χτυπήματα στην πλάτη:
-Άντε Σπύρο, πες μας τότε που κιντύνεψες στη Σουμάτρα!
-Ρε Σπύρο, πιο καλές είναι οι πουτάνες οι Εγγλέζες για οι Αραπίνες;
Κι ο Σπυράκος από τον καημό του που έμενε ξέμπαρκος πήρε να λωλαίνεται. Καθόταν και αράδιαζε ό,τι είχε ακούσει από άλλους. Μερικές φορές μπερδευότανε και τα διηγιόταν σ’ αυτόν που τα ‘χε πρωτοπεί, που τα ‘χε ζήσει, αν τα ‘χε ζήσει κι αυτός δηλαδή… Το γέλιο έπεφτε βροχή όμως και η ώρα περνούσε.
Περνούσαν όμως και τα χρόνια κι ο πατέρας έγινε μακαρίτης. Στο μεταξύ πλάκωσε και η χούντα. Κι άλλη γκαντεμιά! Όχι τα τανκς, αυτά τον Σπύρο δεν τον επηρέαζαν. Αυτόν τον φάγαν τα πορτραίτα. Είχε βλέπεις κοτσάρει στο μεταξύ τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία στη θέση του Παύλου και της Φρειδερίκης. Δεν πήρε είδηση όμως ότι ο Βασιλεύς έπεσε σε δυσμένεια και έτρεχε «από χωρίου εις χωρίον» κυνηγημένος από τους Συνταγματάρχες. Κάποιοι καλοθελητές τότε τον κάρφωσαν ως ‘άνθρωπο του παλατιού’.
-Αμάν ρε παιδιά, δε μου το λέγατε να τους ξεκρεμάσω, να πάνε στο γέρο το διάολο; Εγώ ‘άνθρωπος του παλατιού’, που δεν έχω δει παλάτι ζωγραφιστό; Εθνικόφρων είμαι, πείτε και σεις καμιά κουβέντα!
Έτσι έσβησαν και οι τελευταίες ελπίδες για το μπάρκο. Όχι, βέβαια πως υπήρχανε και πολλές ελπίδες. Ο Σπύρος μας, βαφτισμένος ήδη ‘καπετάν-Σπύρος’ από τους θαμώνες, σαρανταπεντάριζε πια και είχε και τη ρετσινιά του βλαμμένου. Τον έφαγε βλέπεις και η ποίηση! Είχε αποστηθίσει και απάγγελνε και κάτι ποιήματα για τη θάλασσα και τους ναυτικούς. Τα πιο πολλά ενός ποιητή μ’ ένα όνομα ταιριαστό, Καραβία νομίζω τον λέγανε ή κάπως έτσι. Στίχοι για ναυάγια, για πειρατικά, για μαχαίρια, άρες-μάρες-κουκουνάρες. Στο τέλος έλεγε και τις ιστορίες από τα ποιήματα για δικές του. Σάλεψε κανονικά.
Οι πελάτες βέβαια γουστάρανε να τα ακούνε. Οι περισσότεροι, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, είχαν πάει λιγότερες τάξεις σχολείο από τον Σπύρο και δεν είχαν διαβάσει ποτέ ούτε καζαμία.
Καμιά φορά βέβαια ερχόταν, θυμάμαι, στο μαγαζί κι ένας τύπος, ο Λευτέρης, που μας συστήθηκε για δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Λογοτέχνης του σκοινιού και του παλουκιού δηλαδή. Όλο φούμερνε, έπαιζε την κομπολόγα του και γαμοσταύριζε τα ζάρια στο τάβλι. ΑΕΚ και τα μυαλά στα κάγκελα! Όλο για μπάλα μιλούσε, ωραία μόρφωση είχε! Τον Καραβία πάντως τον ήξερε, μας είπε ότι ήταν ‘σπουδαίος ποιητής’. Πούλησε και παραμύθι κι ο δόλιος ο Σπυράκος τον πίστεψε. Ότι θα γράψει, λέει, ένα τραγούδι για το καφενείο και τον Σπύρο. Ποιος θα κάτσει τώρα να γράψει τραγούδι για έναν καφενέ στου λιμανιού την άκρη…
Έχω ένα καφενέ
στου λιμανιού την άκρη
τον έχτισε το δάκρυ
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε
Έχω ένα καφενέ
που ακούει όλο τα ίδια
για μπάρκα και ταξίδια
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε
Έχω ένα καφενέ
ένα παλιό ρημάδι
αχ , να ‘τανε καράβι
γι αυτούς που μένουνε
και περιμένουνε
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος