Δημοσιεύτηκε
Η αφορμή:
Ο γερο-τοκογλύφος γέλασε και ξαναγύρισε στο γραφείο του χωρίς να πει λέξη. Εγώ έμεινα εκεί. Δεν ήλπιζα βέβαια για πολλά, νόμιζα όμως πως θα μπορούσα να βοηθηθώ κάπως. Εκείνο το γέλιο ήταν η θανατική μου καταδίκη. Μάλλον δεν θα έβγαινε τίποτα ούτε με τα γυαλιά.
«Φυσικά, δίνω μαζί και τα γυαλιά μου, είναι αυτονόητο» είπα και τα έβγαλα. «Μόνο για δέκα όρε, ή αν έχετε την καλοσύνη πέντε όρε;»
Ξέρετε πως δεν μπορώ να δανείσω τίποτα για τα γυαλιά σας» είπε ο «θείος». «Σας το έχω πει και στο παρελθόν».
«Χρειάζομαι ένα γραμματόσημο» είπα βραχνά. Δεν μπορούσα καν να ταχυδρομήσω τα γράμματα που θα έγραφα. «Ένα γραμματόσημο των δέκα ή των πέντε όρε, ό,τι έχετε ευχαρίστηση».
«Ο Θεός να σας φυλάει και πηγαίνετε στο καλό!» απάντησε και μου έδειξε την πόρτα με το χέρι.
Κνούτ Χάμσουν, Η πείνα, εκδ Μεταίχμιο, σελ. 138
Γυαλιά
Η σκάλα ήταν απότομη και κακοφωτισμένη. «Ευτυχώς έχω τα γυαλιά μου», σκέφτηκε σε μια άχαρη ισορροπία μεταξύ αυτοσαρκασμού και μαύρου χιούμορ. Η αλήθεια είναι ότι η άρνηση του τοκογλύφου να του δανείσει 10 ευρουλάκια – ή έστω 5- με υποθήκη τα γυαλιά του τον είχε τσακίσει. Τα πόδια του καθώς κατέβαινε έτρεμαν, λίγο από την πείνα, λίγο από την συντριπτική ήττα. Το κουράγιο του είχε ήδη κουτρουβαλήσει τα σκαλιά και τον περίμενε σακατεμένο στην εξώπορτα. «Ευτυχώς έχω τα γυαλιά μου και κατεβαίνω», επανέλαβε μέσα του σε μια αδέξια προσπάθεια να εδραιώσει μια σταγόνα αισιοδοξίας.
Στο πεζοδρόμιο που κατέληξε έβλεπε καλύτερα. Η μέρα έφευγε, αλλά τα φώτα της πόλης είχαν ανάψει. Έσφιξε πάνω του τα χειρόγραφα και πήρε να περπατάει. Ήταν μια μεγάλη ελπίδα τα χειρόγραφα αυτά. Στη μικρή πόλη δεν υπήρχε περίπτωση να εκδοθούν. Ο βιβλιοπώλης τον απέρριψε με ευγένεια. Άλλωστε στις καλές εποχές ήταν συχνός και σταθερός πελάτης: «Κύριε Στέλιο, δεν ειδικευόμαστε σε τέτοιες εκδόσεις. Ξέρετε ότι οι ποιητικές συλλογές και τα λαογραφικά βιβλία που αναλαμβάνουμε είναι ουσιαστικά αυτοεκδόσεις. Αν καλύπτατε τουλάχιστον το κόστος…». Να καλύψει το κόστος… Αυτός δεν είχε πεντάρα τσακιστή.
Στα δύο τυπογραφεία της πόλης δεν ασχολήθηκαν ούτε λεπτό. Χωρίς να πάρουν το βλέμμα από τις μηχανές τους, με λόγια σχεδόν πανομοιότυπα (μα συνεννοημένοι ήταν;) τον ξέκοψαν: «Τυπώνουμε προσκλήσεις για γάμους, διαφημιστικά και τέτοια. Δεν ασχολούμαστε με βιβλία». Μάλιστα, δεν ασχολούνταν με βιβλία! Αγροίκοι! Τουλάχιστον αν το διάβαζαν, θα καταλάβαιναν. Αν καταλάβαιναν.
Γιατί ο Στέλιος ήξερε, το ήξερε καλά, ότι η εργασία του θα έκανε πάταγο στους φιλολογικούς κύκλους. Οι 346 πυκνογραμμένες χειρόγραφες σελίδες που είχε υπό μάλης ήταν καλά τεκμηριωμένες και πρωτότυπες. Είχε με στέρεα επιχειρήματα αποδείξει ότι μερικά από τα περίφημα θεατρικά αριστουργήματα της Κρητικής Αναγέννησης, δεν είχαν μόνα πρότυπα τα μεσαιωνικά μυθιστορήματα και την ποιητική προφορική παράδοση του νησιού, αλλά αντλούσαν υλικό και επιρροές από δημώδη άσματα της Κάτω Ιταλίας καθώς και από τη λαϊκή ποίηση των ρωμαϊκών χρόνων…
- Στραβομάρα, κύριος! Κοίτα και λίγο μπροστά σου, στο χωριό σου περπατάς; Για κοίτα έναν μαλάκα, βραδιάτικα!
Το απότομο φρένο και οι φωνές του ταξιτζή, τον έβγαλαν από τον εσωτερικό του μονόλογο. Ήταν λίγο αφηρημένος. Όταν έπιασε πεζοδρόμιο, βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του. «Η εργασία ήταν πρωτότυπη και θα ενδιέφερε σίγουρα καλούς εκδοτικούς οίκους της Αθήνας. Είχε αποφασίσει να απευθυνθεί στη ‘Γραφίδα’, έκαναν πολύ επιμελημένες εκδόσεις. Εκεί θα αναγνώριζαν την αξία της εργασίας και το βιβλίο θα ήταν ευπώλητο. Θα έβγαζε δυο και τρεις φορές τα λεφτά του. Πρώτα όμως έπρεπε να βρει τα 10 ευρώ για το κούριερ ή έστω 5 ευρώ για το συστημένο των ΕΛΤΑ…»
Αυτή την φορά τον έβγαλε από τις σκέψεις του το στομάχι του. Το τελευταίο διάστημα το πεπτικό του σύστημα είχε με έναν παράξενο τρόπο αυτονομηθεί. Λες και είχε δική του προσωπικότητα. Ξαφνικά τον τσιμπούσε και ήθελε την προσοχή του, τον χρόνο του. Για ακόμη μια φορά του θύμισε ότι είχε να φάει δυο μέρες. Το αντιμετώπισε στα ίσα. Αυτονομήθηκε κι αυτός απ’ το στομάχι του και του ζήτησε – κάπως αγενώς – να σκάσει και να μην τον ενοχλεί. Η τεχνική αυτή –της είχε βγάλει το μπρεχτικής εμπνεύσεως όνομα ‘αποστασιοποίηση’- έπιανε. Έπιανε, αλλά πάντοτε για λίγο.
Τότε συνειδητοποίησε ότι ασυναίσθητα βάδιζε προς το σπίτι του. Σταμάτησε. Τι θα έκανε σπίτι; Το φως ήταν κομμένο. Ήταν πολύ νωρίς για να κοιμηθεί. Το σκοτεινό και σιωπηλό σπίτι έκανε μια πολύ μελαγχολική αντίθεση με τους φωτεινούς και πολύβουους δρόμους. Αν έκλεινε τουλάχιστον η αγορά τα πάντα θα ησύχαζαν, θα λούφαζε κι αυτός. Χώρια που η θερμοκρασία δε διέφερε και πολύ από την εξωτερική. Άσε που αν πήγαινε στο σπίτι θα αποδεχόταν την οριστική του ήττα στην αναζήτηση χρημάτων ή τροφής. Τα λεφτά δεν πέφτουν από το ταβάνι. Από το ταβάνι πέφτουν μόνο σοβάδες. Στο ντουλάπι είχε σκουπίσει προ πολλού τα τελευταία μακαρόνια, τον τελευταίο κόκκο ρύζι. Είχαν μείνει βέβαια καμιά δεκαριά πορτοκάλια, πεσκέσι από γειτόνισσα, αλλά με άδειο στομάχι θα τον θέριζαν. Να έλειπε το βύσσινο, ή μάλλον το πορτοκάλι.
Από την άλλη βέβαια, σκέφτηκε ότι περπατώντας άσκοπα στους δρόμους καταναλώνει επικίνδυνα πολύτιμες θερμίδες, δυνάμεις που του είναι απαραίτητες. Κοντοστάθηκε για λίγο ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά. Ζύγισε τις χαμένες θερμίδες της άσκοπης περιπλάνησης με την χαμένη μάχη της επιστροφής στο σπίτι. Ας περπατούσε λίγο ακόμη. Έσφιξε το κλειδί στην τσέπη του. Το σπίτι είναι εκεί, δε φεύγει. Άλλωστε τα λεφτά δεν πέφτουν από το ταβάνι, επανέλαβε. Δεν πέφτουν από το ταβάνι, αλλά πολλές φορές πέφτουν.
Πήρε να περπατά σκυφτός και προσεκτικός, με την υπεραισιόδοξη και κάπως παράλογη σκέψη ότι θα έβρισκε κάποιο κέρμα, μπορεί και χαρτονόμισμα, πεσμένο κάτω. Δεν μπορεί, εκατοντάδες κέρματα γλιστρούν καθημερινά από τρύπιες τσέπες, από απρόσεχτα χέρια, από αδέξια ανοίγματα σε πορτοφόλια. Ό,τι πέφτει είναι κάτω, απλώς οι άνθρωποι δεν το προσέχουν. Τώρα έκανε την πονηρή σκέψη να κοιτάζει καλύτερα στις γωνίες των πεζοδρομίων, στα σκοτεινά σημεία των δρόμων, εκεί που δεν πέφτει εύκολα το βλέμμα του περαστικού, αλλά θα το έβλεπε ένα πιο προσεκτικό μάτι. «Ευτυχώς που έχω τα γυαλιά μου. Ίσως ήταν εύνοια της τύχης που δεν τα δέχτηκε ενέχυρο ο Αρμάνδος». Ασυναίσθητα μειδίασε και συνέχισε πιο αισιόδοξος.
Κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Τριακόσια μέτρα παρακάτω είχε ήδη χάσει την αισιοδοξία του για να βρει το κέρμα της τύχης. Τώρα δεν τον ενοχλούσε μόνο το στομάχι του, αλλά και το δέρμα του. Τη μέρα οι λιακάδες ακόμη κρατούσαν, αλλά όταν έπεφτε το βράδυ, προχωρημένο φθινόπωρο, το κρύο δεν έκανε αστεία. Μπροστά σε μια βιτρίνα ένα κακοπαρκαρισμένο φορτηγάκι, δυο γύφτοι ξεφόρτωναν χαρτόκουτα. Τους ζήλεψε λίγο. Στα όρια του φθόνου. Σκέφτηκε ότι κάτι θα έπαιρναν, κάτι θα πληρωνόταν. Γιατί όχι και αυτός; Ζύγισε με το μάτι του τα κουτιά. Μεγάλα αλλά όχι πολύ βαριά. Μάλλον ρούχα. Η ηλικία του και οι ατονίες που ένιωθε δεν ήταν για πολλά, αλλά δεν ζητούσε και πολλά. Σκέφτηκε να προτείνει στον μαγαζάτορα αν θέλει καμιά δουλειά του ποδαριού, κάτι ό,τι να ‘ναι, με αντάλλαγμα λίγα χρήματα. Ευκαιριακά, ό,τι τύχει…
- Τι κοιτάς ρε γέρο; τον έκοψε ο ένας ρομά. Σινεμάς είμαστε και μας βλέπεις τόση ώρα;
- Ρε, μπας και είναι καμιά αδελφή και την ψάχνει; σχολίασε ο άλλος.
Μισάνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Να απολογηθεί, να εξηγήσει, να ζητήσει συγνώμη, να βρίσει κι αυτός, να ξεστομίσει κάτι. Αλλά δεν είπε τίποτε. Έκλεισε το στόμα του για να μην χάσκει και απομακρύνθηκε. Κάκισε τον εαυτό του. Όχι γιατί δεν είπε τίποτε, αυτό το έθαψε μαζί με τα μπάζα της δειλίας του. Κάκισε τον εαυτό του γιατί ήξερε ότι δε θα τολμούσε να ζητήσει τίποτε από τον μαγαζάτορα.
Στο κάτω-κάτω τι δουλειά είχε αυτός με χαμαλίκια; Αυτός ήταν ένας φτασμένος καθηγητής. Από τους καλύτερους λατινιστές της πόλης. Στα νιάτα του είχε αρνηθεί να διοριστεί στο δημόσιο. Οι πρωινές ώρες στο Γυμνάσιο έμοιαζαν τότε ανώφελη απόσπαση από τις μελέτες του. Τα ιδιαίτερα μαθήματα που παρέδιδε έφταναν και περίσσευαν για τα απαραίτητα της μικρής του οικογένειας.
Μόνο που τα τελευταία χρόνια τα ιδιαίτερα αραίωναν. Οι αδαείς Υπουργοί Παιδείας είχαν περιορίσει την διδασκαλία των Λατινικών στο αναλυτικό πρόγραμμα. Νεκρή γλώσσα τάχα μου. Νεκρές κι οι κλασικές σπουδές. Νεκρός κι ο Βιργίλιος, θα νέκρωνε κι ο Στυλιανός οσονούπω. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί τον θεωρούσαν λίγο ντεμοντέ φιλόλογο. Πώς να το πούμε, πέρασε η μπογιά του. Τώρα ζήτηση είχαν κάτι νεαρά φιλολογάκια που πέρα από την εξεταστέα ύλη δεν είχαν ξεστραβωθεί να διαβάσουν τίποτε. Η οικονομική κρίση τον είχε αποτελειώσει. Οι νοικοκυραίοι κοίταζαν πρώτα να βολέψουν τους λογαριασμούς και τις δόσεις του στεγαστικού και ύστερα τα κενά στο σχολείο του κανακάρη τους. Του είχαν μείνει πια 3-4 ώρες μάθημα την εβδομάδα, αλλά αυτά δεν έφταναν ούτε για τα χρειώδη. Supermarket και λαϊκή για τον μισό μήνα. Για λογαριασμούς ούτε λόγος. Όταν έμπαινε στα σπίτια που ακόμη τον εμπιστεύονταν αντλούσε μια καινούρια δύναμη. Όχι από τα πνευματικά εφόδια που έδινε στους μαθητές του, αλλά για τα τραταρίσματα που καμιά φορά του επεφύλασσαν. Για φαί δεν καθόταν, δεν ήθελε να τον πάρουν χαμπάρι ότι πεινούσε. Δεν αρνιόταν όμως ποτέ έναν κουραμπιέ, ένα γλυκό του κουταλιού. Και τον καφέ τον ‘με ολίγη’ τον κατάργησε. Τώρα ζητούσε βαρύ γλυκό, υπολογίζοντας στις θερμίδες της ζάχαρης. Κέρδος ήταν κι αυτές.
Στην επόμενη στροφή είδε να έρχεται από απέναντι ο Παναγιώτης. Ίσιωσε τους ώμους του, έκανε πως στρώνει το σακάκι, πήρε ένα χαλαρό ύφος (αλήθεια, το πέτυχε; δεν ήταν σίγουρος, είχε πάντα την αγωνία αν η πείνα φαίνεται με την πρώτη). Ο Παναγιώτης είναι ο αδελφός της Ελπίδας και δεν ήθελε να ξεφτιλιστεί μπροστά του. Η Ελπίδα τον είχε παρατήσει εδώ και μια δεκαετία. Πήρε τον γιο τους και πήγε στην Αθήνα με τον γκόμενο, έναν αγράμματο ιδιοκτήτη καφετέριας. Η οικογένειά της όμως έμεινε εδώ και συχνά έπεφτε πάνω σε αδέλφια, συμπεθέρια, κοινούς γνωστούς, μικρή η πόλη. Ο Παναγιώτης προσπέρασε. Τον είδε; δεν τον είδε; μάλλον τον είδε. Τέλος πάντων ο Στέλιος τον είχε δει καλά (είπαμε, είχε ακόμη τα γυαλιά του), αλλά το έπαιξε άνετος.
Με την Ελπίδα δεν είχαν πολλά-πολλά, ούτε ήθελε, ούτε περίμενε καμία βοήθεια. Τον περιφρονούσε, το ήξερε, αλλά τέλος πάντων τουλάχιστον φρόντιζε τον Αιμίλιο, που ήταν ήδη δευτεροετής στα ΤΕΙ. Τον γιο του, τον απέτρεψε πολλές φορές να έρθει να τον δει. Άλλωστε τι να τον κάνει σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς τρόφιμα; Κάθε φορά που ο πιτσιρικάς εκδήλωνε την επιθυμία να έρθει, αυτός προφασιζόταν ‘φόρτο εργασίας’. Στο τέλος ο μικρός βαρέθηκε και έκοψε και εκείνος τις γέφυρες.
Περπατώντας αλαφιάστηκε από τον ίδιο του τον εαυτό! Είδε ξαφνικά τη φιγούρα του σε έναν καθρέφτη καταστήματος Οπτικών. Μηχανικά έπιασε τον σκελετό των γυαλιών του. Ήταν ακόμη πάνω στη μύτη του. «Θα τους βάλω τα γυαλιά», σκέφτηκε. «Σε όλα τα φιλολογάκια που μου το παίζουν σπουδαία με τον ‘Πατάκη’ παραμάσχαλα. Θα τους βάλω τα γυαλιά». Γέλασε με τις σκέψεις του. Αυτός παραμάσχαλα είχε ένα σπουδαίο έργο για την νεοελληνική γραμματολογία. Θα έβρισκε εκδότη και τότε όλα θα έφτιαχναν. Θα έπαιρνε κάποια προκαταβολή, θα του ζητούσαν συνεργασίες έντυπα του χώρου, ίσως να αυξανόταν και τα ιδιαίτερα με την αίγλη της επιτυχίας. Θα είχε και λίγα ευρώ στην άκρη για να φιλοξενεί τον Αιμίλιο τα καλοκαίρια. Ίσως και για ένα ταξιδάκι. Ασφαλώς θα χρειαζόταν να παρουσιάσει το βιβλίο σε κάποιες πόλεις. Και θα τον έπαιρνε μαζί του.
Για κακή του τύχη δίπλα στα Οπτικά υπήρχε ψησταριά με κοτόπουλα σούβλας. Και οι μυρωδιές τού πήραν τα ρουθούνια και ξύπνησαν το ατίθασο πεπτικό του σύστημα. Την προηγούμενη εβδομάδα σε μια κίνηση απελπισίας πήγε και στήθηκε στην ουρά του Κοινωνικού Συσσιτίου. Στα μισά της ουράς είδε έναν παλιό του μαθητή, τον Μιχάλη, να σερβίρει τους δίσκους, μέλος μιας ομάδας εθελοντών. Ντράπηκε. Πλησίασε, τον χαιρέτησε και προφασίστηκε ότι έψαχνε έναν άλλον εκπαιδευτικό.
- Όχι, κύριε Στέλιο, δεν πέρασε από δω.
Αποχώρησε με ένα αίσθημα μισής αξιοπρέπειας και ολάκερης πείνας.
Τώρα σκέφτηκε πάλι την ίδια λύση. Θα ξαναδοκίμαζε. Ίσως δεν έπεφτε πάλι σε γνωστό. Μάζεψε τις δυνάμεις του και πήρε τον δρόμο για το συσσίτιο. Παραδόξως τα πεζοδρόμια είχαν περισσότερη κίνηση από την συνήθη. Έξω από ένα κλειστό κατάστημα το πλήθος σχημάτιζε μια μικρή διαδήλωση. Τον έζωσε η περιέργεια, μπήκε στο τσούρμο και ρώτησε:
- Τι γίνεται ρε παιδιά; Καμιά διαμαρτυρία;
- Τι διαμαρτυρία, ρε μπάρμπα; Πού ζεις; Black Friday είναι.
Ο νεαρός που του απάντησε, είδε την απορία στο πρόσωπο του Στέλιου και εξήγησε.
- Black Friday. Εκπτώσεις. Μπορείς να πάρεις κινητά και tablets στη μισή τιμή.
Ο Στέλιος βέβαια, ούτε κινητό χρειαζόταν, ούτε ήξερε τι θα πει tablet. Αναζωπυρώθηκε όμως η ιδέα στο μυαλό του: «Όλοι αυτοί που στριμώχνονται θέλουν να ψωνίσουν, κρατούν λεφτά, κάτι θα τους πέσει». Μπήκε ανάμεσα στους πελάτες έχοντας το κεφάλι σκυφτό. Ό,τι και αν έπεφτε θα το έβλεπε αυτός. Μόνος αυτός. Πρώτος.
Σε λίγο μια πόρτα ακούστηκε. «Ανοίγουν» είπαν 5-6 άτομα ταυτόχρονα. Το πλήθος με μια παρορμητική κίνηση άρχισε να σπρώχνει όποιον έβρισκε μπροστά του. Έσπρωξαν και τον Στέλιο. Κατάλαβε ότι του έπεφταν τα γυαλιά. Το κρατς δεν το άκουσε. Το υποπτεύτηκε όμως. Κράτησε μια μικρή ελπίδα –είχε χάσει την μεγάλη από δεκαετίας – μήπως δεν είχαν ποδοπατηθεί. Μετά από είκοσι αιώνια δευτερόλεπτα, ο κόσμος είχε μπει μέσα και το πεζοδρόμιο ήταν άδειο. Έσκυψε, ψαχούλεψε ελάχιστα και έπιασε τα θρυμματισμένα γυαλιά και τον σπασμένο σκελετό. Έβαλε τον σπασμένο σκελετό στην τσέπη. Εντελώς ανόητα έβαλε και μερικά από τα θραύσματα. Μαζί με τα γυαλιά είχε πέσει και το ντοσιέ με τα χειρόγραφα. Είχε λασπωθεί λίγο στις άκρες, είχε και ίχνη μιας πατημασιάς. Το σκούπισε με την ανάστροφη του μανικιού του.
Ορθώθηκε με την ψυχή θρύψαλα και τα πόδια γυάλινα. Τον δρόμο για το συσσίτιο τον ήξερε, δε χρειαζόταν γυαλιά. Έφτασε τρεκλίζοντας και στήθηκε στην ουρά. Του ‘ρθε και τραγούδαγε από μέσα του Καζαντζίδη: «Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε». Τι σου είναι το μυαλό! Όταν έφτασε στον πάγκο με το δίσκο στο χέρι αναγνώρισε και πάλι τον παλιό του μαθητή. Εκείνος έκανε πως δεν τον γνώρισε. Τον σέρβιρε χωρίς σχόλια, χωρίς χαιρετούρες. Ο Μιχάλης δεν ήθελε να φέρει τον παλιό καθηγητή του σε δύσκολη θέση. Εκείνος πήρε το φαγητό και γύρισε να βρει καρέκλα. Κοντοστάθηκε και –με τον δίσκο στα χέρια- γύρισε πάλι προς τον πάγκο:
- Μιχάλη, μήπως έχεις δέκα ευρώ να μου δανείσεις;
24-11-2017
Το κείμενο "Γυαλιά" γράφτηκε στα πλαίσια των μαθημάτων δημιουργικής γραφής που οργανώνουν οι εκδόσεις "Ραδάμανθυς" με τον Χρήστο Τσαντή στο βιβλιοπωλείο koukoubook στα Χανιά.