Δημοσιεύτηκε
Στο μακρινό 1974, όταν το φεμινιστικό κίνημα άλλα πράγματα το απασχολούσαν, η Σέρβα εικαστικός Μαρίνα Αμπράμοβιτς τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής ένα μεγάλο τραπέζι με 72 αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ένα σφυρί, ένα πριόνι, ένα ψαλίδι, ένα μαχαίρι, ένα πιρούνι, ένα καπέλο, ένα τριαντάφυλλο, ένα πιστόλι.
Μια επιγραφή ενημερώνει τους επισκέπτες της έκθεσης ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν όπως θέλουν πάνω στο κορμί της επί έξι ολόκληρες ώρες. Η ίδια στέκεται εντελώς ακίνητη, με το βλέμμα στραμμένο στο άπειρο. Αρχικά το κοινό συμπεριφέρεται φιλικά, την αγκαλιάζει, τη φιλάει, τη χαϊδεύει. Οσο περνάει η ώρα η κατάσταση αγριεύει. Της σκίζουν τα ρούχα, τη χλευάζουν, την παρενοχλούν σεξουαλικά, κάποιος της καρφώνει το μαχαίρι στον καβάλο ενώ ένας άλλος τη χαρακώνει στον λαιμό και της ρουφά το αίμα. Το πείραμα είχε πετύχει. Τα μόνα λόγια που ψελλίζει η καλλιτέχνιδα φεύγοντας είναι: «Πόσο εύκολα μπορεί ένας φυσιολογικός άνθρωπος να δεχτεί βία από κάποιον που θεωρεί εντελώς φυσιολογικό».
Οι εξοικειωμένοι λοιπόν με τη φρίκη αυθόρμητα ξεστόμισαν «τώρα το θυμήθηκαν;» η Σοφία Μπεκατώρου, η Ζέτα Δούκα και οι υπόλοιπες ηθοποιοί; Ναι… τώρα το θυμήθηκαν, για να δώσουν την ευκαιρία και τη δύναμη και σε άλλες γυναίκες να σπάσουν το φράγμα της σιωπής. Εκείνες τις ανώνυμες με τη «συνετή» μάνα που τους έλεγε «θα γίνουμε ρεζίλι, κόρη μου», τον δικηγόρο που τις συμβούλευε «δεν θα βρούμε άκρη αν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία», εκείνες που φοβούνται τις εξευτελιστικές ερωτήσεις αστυνομικών και δικαστών «πόσο έντονο ήταν το κραγιόν σου;» και κρυφογελάνε με τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες, τον όχλο στην αρένα τον προπονημένο στον κανιβαλισμό.
Από την άλλη, οι θύτες με την κυριαρχία του ενστίκτου, την εξόριστη ηθική, ψευτοπαλικαράδες, περίκλειστοι μες στον χώρο της ιδιωτικής αυταρέσκειας και της εξουσίας που τους δίνει το φύλο τους, η κοινωνική ή επαγγελματική τους θέση. Δεν έχουν καν την τραγικότητα της αδαμικής πτώσης και επικαλούνται δικαιολογίες που προσβάλλουν κάθε λογική. Κλαψουρίζει ο προπονητής ιστιοπλοΐας που τον άφησε αστεφάνωτο το εντεκάχρονο, «είναι της μόδας οι καταγγελίες» δηλώνει ο Γ. Κιμούλης.
Οποια μορφή κι αν έχει η βία, είτε κυκλοφορεί στα παρασκήνια του θεάτρου και στους διαδρόμους των γραφείων είτε πίσω από τις κλειστές πόρτες, για να καταπολεμηθεί χρειάζεται δουλειά σε βάθος χρόνου.
Δεν αρκεί η φραστική καταδίκη από τους πολιτικούς όταν τα κοινοτικά κονδύλια μένουν στα συρτάρια, το νομικό πλαίσιο είναι ελλιπές και τα κοινωνικά προγράμματα σχεδόν ανύπαρκτα. Οταν περάσει το τσουνάμι των αποκαλύψεων θα ξαναβρεθούμε στο ίδιο έργο θεατές.
Στα παραλειπόμενα του σάλου που έχει ξεσπάσει και η Λένα Αξιόγλου, υποψήφια βουλευτής της ΝΔ και πρόεδρος του Συλλόγου Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών, η οποία αφού μας θύμισε το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας με τον κακό λύκο κατέληξε στο συμπέρασμα πως «οι κυρίες αν δεν έχουν ευαρέσκεια, δεν μπαίνουν ποτέ στα δωμάτια μοναχικών αντρών». Ενοχοποίησε δηλαδή εμμέσως πλην σαφώς τα θύματα, ώστε «εγώ έφταιγα» να ομολογήσει η μίνι φούστα, «έχει τύχει και σε μένα» να απαντήσει η μπούρκα και η ροζ πάνα στη γωνία να μη βγάζει μιλιά.
Πρώτη δημοσίευση: documentonews.gr