Δημοσιεύτηκε
Φραντς Κάφκα (3 Ιουλίου 1883 - 3 Ιουνίου 1924)
Το 1912 ο Κάφκα συνάντησε στο σπίτι του Μαξ Μπροντ την εικοσιπεντάχρονη Βερολινέζα Φελίτσε Μπάουερ, ανώτερο στέλεχος εταιρείας. Η αλληλογραφία τους (Γράμματα στη Φελίτσε) κράτησε πέντε χρόνια και ήταν πολύ πυκνή, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μια έντονη σχέση και δύο αρραβώνες, οι οποίοι όμως διαλύθηκαν το 1914 και 1917 αντίστοιχα. Μέσω αυτής της σχέσης ο Κάφκα συνειδητοποίησε ότι θα γινόταν συγγραφέας και θα αφιερωνόταν αποκλειστικά σε αυτόν τον σκοπό.
Δύο μέρες μετά το πρώτο του γράμμα στη Φελίτσε, τη νύχτα της 22ας προς 23ης Σεπτεμβρίου, έγραψε την Ετυμηγορία. Το κύριο πρόσωπο του έργου ο Γκέοργκ Μπέντεμαν αναγγέλλει στον πατέρα και φίλο του τον επικείμενο γάμο του με την Φρίντα Μπράντελφελντ. Κατ’ ουσίαν ο συγγραφέας αποτυπώνει τα δικά του συναισθήματα και την επιθυμία του για έναν ενδεχόμενο γάμο με την Φελίτσε.
Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτου βιβλίο του Υπόληψη με 18 πεζά σχεδιάσματα. Οι επιστολές με τη Φελίτσε ήταν μια πηγή αστείρευτης έμπνευσης. Στη συνέχεια έγραψε τη Μεταμόρφωση και ένα μεγάλο μέρος του Αγνοούμενου που κυκλοφόρησε το 1927 με τίτλο Αμέρικα.
Το 1914 έφυγε από το σπίτι των γονιών του και ξεκίνησε να γράφει τη Δίκη, όπου η δεσποινίς Μπύρστνερ του έργου είναι η Φελίτσε. Όταν η σχέση του με τη Φελίτσε τελείωσε, άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια φυματίωσης. Μετά από την αποτυχημένη σχέση του με την Ιουλία Βόχρυζεκ γνώρισε την Τσέχα δημοσιογράφο Μιλένα Γιέσενκα. Η γνωριμία τους έλαβε χώρα το 1920 στο Μεράνο την περίοδο των διακοπών του.
Μια καινούργια αλληλογραφία θα ξεκινήσει και ένας νέος έρωτας θα τον συνεπάρει. Η αλληλογραφία αυτή περιέχει σημεία ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτα, όπως: «Το να γράφεις γράμματα σημαίνει να ξεγυμνώνεσαι μπροστά στα φαντάσματα που περιμένουν άπληστα κάτι τέτοιο. Τα φιλιά που στέλνεις γραπτώς δεν φτάνουν στον προορισμό τους, αλλά τα πίνουν καθ’ οδόν τα φαντάσματα».
Το 1926 θα γράψει τον Πύργο. Το μυθιστόρημα τοποθετείται σε ένα χωριό το Ζουράου και όχι στην Πράγα. Ο φόβος του Κάφκα να δεθεί με κάποιον καθρεφτίζεται και στο γεγονός ότι οι ερωτικές σχέσεις του δεν μένουν στην Πράγα. Η βαθιά του συναισθηματική ανασφάλεια τον έκανε να δημιουργεί σχέσεις απόστασης, ώστε να μην είναι αναγκασμένος να έρθει ψυχικά και συναισθηματικά κοντά. Ο απόλυτος φόβος του εστιαζόταν στην συναισθηματική εξάρτηση. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αυτή η επιθυμία που έχω για τους ανθρώπους και που μεταμορφώνεται σε φόβο όταν πραγματώνεται, καταλήγει σε κάποιο αποτέλεσμα μονάχα στις διακοπές».
Το 1923 σε διακοπές του στη Βαλτκή γνώρισε την δεκαοκτάχρονη Ντόρα Ντιάμαντ και για πρώτη φορά εγκατέλειψε την Πράγα για να μείνει μαζί της στο Βερολίνο. Αυτή η πράξη του υπήρξε η πιο απελευθερωτική σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Οι αποτυχημένες απόπειρες γάμου του, κατά τον ίδιο, οφείλονταν στον πατέρα του και την διαπαιδαγώγηση που είχε πάρει από αυτόν.
Η προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από το οικογενειακό περιβάλλον τον βοήθησε να γλιτώσει από τους δαίμονές του. Όμως η αρρώστια του επιδεινώθηκε σε λιγότερο από ένα χρόνο με αποτέλεσμα να εισαχθεί σε σανατόρια. Ο θάνατος δεν άργησε να έρθει τον Μάρτιο του 1924.
Τέσσερα χρόνια πριν το θάνατό του είχε γράψει: « Ο λόγος για τον οποίο η κρίση των μεταγενέστερων για ένα άτομο είναι πιο δίκαιη από εκείνη των συγχρόνων του, βρίσκεται στο πρόσωπο του νεκρού, ο χαρακτήρας μας ανθίζει μονάχα μετά το θάνατό μας».
Ο Κάφκα δημιούργησε μια ζωή απομόνωσης, αβεβαιότητας, αδιεξόδου, ένα φανταστικό αλλόκοτο σύμπαν. Μια υπαρξιακή και ψυχαναλυτική αναπαράσταση ενός ονειρικού κόσμου. Ο Φρόυντ θεωρούσε τον συγγραφέα ως έναν ξυπνητό ονειρευτή για τον οποίον ο κόσμος των ονείρων αποτελεί καταφύγιο.
Η ονειρική λογική των προσώπων του τα ωθεί αδυσώπητα προς την άβυσσο χάνοντας τις αισθήσεις τους, χωρίς ωστόσο να χάνουν τη ζωή τους. Οι εφιάλτες, οι εμμονές και οι καθηλώσεις τους συνθέτουν ένα σαγηνευτικό σκηνικό.
Λίγο πριν το θάνατό του είχε παρακαλέσει τον Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του.
Ο Μπροντ δεν ακολούθησε την επιθυμία του και έτσι μας αποκαλύφθηκε το λογοτεχνικό του έργο που παραλίγο να μην ερχόταν ποτέ στο φως..
Πολλές πτυχές της ζωής του παραμένουν ακόμη άγνωστες, και αυτό οφείλεται και στην πολιτική κατάσταση μεταξύ των ετών 1933 - 1945 στο Βερολίνο. Στο σπίτι της Ντόρα Ντιάμαντ οι Ναζί κατάσχεσαν πολλά χειρόγραφα τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ. Η οικογένειά του θανατώθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και το 1935 απαγορεύτηκε η δημοσίευση των έργων του.
Πηγές
- Ευρωπαϊκά Γράμματα, Εκδόσεις Σοκόλη, τομ.Γ’, Αθήνα 1999
- https://biblionet.gr