Δημοσιεύτηκε
Ένα μοναχικό κι έρημο σύμπαν,
μέσα στην καρδιά της δημιουργίας.
-Μια αιωρούμενη πίκρα, στα μαλλιά του γέροντα χρόνου,
που φεύγει περίλυπος για τα έργα του.
-Ένα παιδί που παιζογελά στις άκρες των ματιών της ευτυχίας.
-Ένα θλιμμένο τραγούδι που δραπέτευσε
από πικραμένα χείλι.
-Δυο μαύρα μάτια βυθισμένα στο μισοσκόταδο,
ψάχνοντας γη και ουρανό.
Μια λυπημένη φυσαρμόνικα, που ξεχάστηκε
σε κάποιο γέρικο παγκάκι.
-Ένας μοναχικός οδοιπόρος που στάθηκε να ξαποστάσει.
-Ένας μικρός θεός που λησμονήθηκε σε κάποιο παράξενο καμβά
ενός ζωγράφου.
-Ένας μικρός πολεμιστής, που κουρασμένος
έπεσε να κοιμηθεί
να ονειρευτεί την θάλασσα,
την στοργική του μάνα,
την αγκαλιά της αγαπημένης να τον καρτερεί.
Στάθηκε ο οδοιπόρος να πιει νερό,
κάθισε στο παγκάκι με την λυπημένη φυσαρμόνικα.
Την αγκάλιασε στοργικά, τόσο,
που η ευτυχία της άφησε και ξεχύθηκαν
χρωματιστές νότες, πεταλούδες με πολύχρωμα φτερά
που γέμισαν τα δέντρα, τον κάμπο
και τα σπίτια των ανθρώπων.
Άνθη λευκά, κίτρινα, μοβ, έντυναν το μουντό ουρανό,
ο μικρός θεός ζωντάνεψε,
πήρε τα πινέλα του και έφτιαξε έναν ήλιο
και μια παιδική χαρά.
Έντυσε με όλα τα χρώματα, καινούρια γη!
Έπιασε ο γενναίος λυράρης δημιουργός την λύρα του και τη γέμισε μελωδίες, και γεννήθηκε η ελπίδα.
Δάκρυσε ο μικρός πολεμιστής, στο πρώτο ξύπνημα
των καιρών.
Και το δάκρυ του, το δάκρυ της ψυχής του,
έφτιαξε θάλασσες και καταγάλανους ουρανούς.
Έφυγε ευτυχισμένος, ήρθε ο οδοιπόρος
κι ο μικρός θεός, γεμάτη θαυμασμό η θωρία τους,
μπρος στο δημιούργημα.
Γύρισε ο ζωγράφος, σκέπασε μ' ένα σύννεφο
τον πίνακα,
άφησε τα πινέλα του καταγής
και αποκοιμήθηκε..
..........................................................
Άφησε την ομορφιά στην θύμηση,
την καρτερία και την συμπόνια
στην άδολη αγάπη,
την κατανόηση σε μια θλίψη,
και μια Ελπίδα (επ)ανάστασης,
να είναι μια διαρκή φλόγα ,
-ένα ταξίδι αναζήτησης,
-ένας χαμένος προορισμός,
μια Ιθάκη ..
Ίσως...