Δημοσιεύτηκε
Ο τάφος του Μιχαήλ Άγγελου στον ναό Santa Croce της Φλωρεντίας.
Ο Βαζάρι, σταλμένος μια νύχτα από τον πάπα Ιούλιο Γ', πήγε ξαφνικά στο σπίτι του Μιχαήλ Άγγελου και τον έπιασε να δουλεύει το πόδι του νεκρού Χριστού. Όταν έπεσε το μάτι του επάνω στο πόδι αυτό, ο Μιχαήλ Άγγελος - μη θέλοντας, άγνωστο γιατί, να το ιδεί ο Βαζάρι- άφησε τη λάμπα να πέσει από το χέρι του και είπε:
"Είμαι τόσο γέρος που ο θάνατος συχνά με τραβάει από τον μανδύα για να τον ακολουθήσω, κι έτσι θα πέσω κι εγώ μια μέρα σαν κι αυτή τη λάμπα και το φως της ζωής μου θα σβήσει».
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1564, ο Τιμπέριο Καλκάνι, γράφει σε ένα γράμμα στον ανιψιό του Μιχαήλ Άγγελου για την υγεία του θείου του:
"Τον βρήκα να περπατάει έξω από το σπίτι με δυνατή βροχή. Του είπα ότι δεν μου φαίνεται σωστό να μένει με τέτοιο καιρό στο ύπαιθρο. Τι να κάνω! - μου είπε- αισθάνομαι άσχημα και δεν βρίσκω πια πουθενά ησυχία".
Η έξοδος αυτή από το σπίτι του είχε ως αποτέλεσμα ν' ανέβει ο πυρετός, να αρρωστήσει και να φύγει λίγες μέρες αργότερα στις 17 Φεβρουαρίου κάποια στιγμή ανάμεσα στις 4.00 με 5.00 το απόγευμα σε ηλικία σχεδόν ενενήντα ετών.
Σε ένα από τα τελευταία σονέτα του ο Μιχαήλ Άγγελος φοβόταν μήπως η υπερβολική καθυστέρηση της ώρας του θανάτου του έκοβε την ελπίδα και έκανε την ψυχή θνητή. Η ύστατη επιθυμία του ήταν να μεταφερθεί το νεκρό του σώμα στη Φλωρεντία, όπως βεβαίωνε ο γιατρός Γκεράρντο Φιντελίσσιμι που τον είχε ακούσει να το λέει πριν πεθάνει και ενημέρωσε τον δούκα της Φλωρεντίας Κόζιμο τον Α’.
Όπως λέει ο Βαζάρι, όμως, επειδή δεν υπήρχε γραπτό κείμενο με την επιθυμία του να τον μεταφέρουν στη Φλωρεντία η μεταφορά του θα έπρεπε να γίνει μυστικά για να μην ξεσηκωθεί η πόλη. Μια νύχτα η σορός του βγήκε μυστικά από μια πύλη της Ρώμης “σαν εμπόρευμα”. Στις 11 Μαρτίου ημέρα Σάββατο έφθασε στη Φλωρεντία. Μυστικά μπήκε κι εκεί και αποτέθηκε στον San Pietro Maggiore. Ο επίλογος της ζωής του καλύφθηκε από ένα μυστήριο. Ολόκληρη την Κυριακή 12 Μαρτίου έγιναν περίεργες συνεννοήσεις και κρυφές προετοιμασίες. Ειδοποιήθηκαν μυστικά οι ζωγράφοι, οι γλύπτες και οι αρχιτέκτονες και πήγαν στην εκκλησία, όπου είχε αποτεθεί ο νεκρός, και έριξαν επάνω στο φέρετρο ένα χρυσοποίκιλτο μεταξωτό κάλυμμα. Γύρω στα μεσάνυχτα, όταν είχαν συγκεντρωθεί όλοι πλάι στο νεκρό, άρπαξαν μονομιάς στα χέρια τους οι πρεσβύτεροι και διασημότεροι καλλιτέχνες πολλές δάδες, που είχαν μεταφερθεί εκεί, και οι νεότεροι σήκωσαν το φέρετρο. Έτσι έγινε η μεταφορά στο θαυμάσιο ναό των Φραγκισκανών Santa Croce. Παρ’ όλη την μυστικότητα όμως οι ψίθυροι απλώθηκαν στην πόλη κι έτσι μαζεύτηκε κόσμος στο ναό. Όταν ανοίχτηκε το φέρετρο διαπιστώθηκε ότι ενώ είχαν περάσει είκοσι πέντε μέρες από το θάνατό του, έμοιαζε σαν να ζούσε λίγες ώρες πριν.
Οι παρακάτω στίχοι από σονέτο του Μιχαήλ Άγγελου μας δίνουν μια εικόνα του ψυχισμού του.
«Ποιος είναι εκείνος που ζει μόνο από τον ίδιο του τον θάνατο,
όπως το κάνω εγώ, δοσμένος στη θλίψη και στον πόνο;»
«Όποιος ζει από τον θάνατο, μπορεί και να μην πεθάνει».
Πηγές
- Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τομ. 4, εκδ. Βιβλιοθήκη Το Βήμα.
- Giorgio Vasari, Τρεις καλλιτέχνες της Αναγέννησης, εκδ. Ερατώ, 2010.
- Giorgio Vasari, Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων, εκδ. Πατάκη, 1997.