Δημοσιεύτηκε
Σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκεις, όποιο επάγγελμα κι αν ασκείς, όποια ηλικία και μόρφωση κι αν έχεις, δεν μπορεί να μείνεις ασυγκίνητος από τα «Ματόκλαδα» του Βαμβακάρη ή από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη. Τα ρεμπέτικα τραγούδια θεωρούνται τα τραγούδια των πόλεων, κυρίως όμως τα τραγούδια των λιμανιών, μέσω των οποίων η εργατική τάξη βρήκε τρόπο να εκφράσει όλα όσα την ταλάνιζαν την εποχή εκείνη. Η κόντρα της εργατικής με την αστική τάξη, η περιθωριοποίηση, η προσφυγιά, παραβατικές συμπεριφορές, η κατάσταση στις φυλακές, η φτώχεια, τα ναρκωτικά, οι μεγάλοι έρωτες και τα πάθη ήταν το αντικείμενο των στίχων του νεογέννητου ρεμπέτικου τραγουδιού.
Για την Ελλάδα η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης, θεωρούνται χρονικά η αφετηρία του ρεμπέτικου στην Ελλάδα, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς της μουσικής. Τα τραγούδια των προσφύγων σε συνδυασμό με προϋπάρχοντα παραδοσιακά είδη, όπως τα νησιώτικα και τα δημοτικά, αποτέλεσαν ένα μείγμα πάνω στο οποίο δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Οι μικρασιατικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν σε ελληνικά εδάφη, πέραν των υπολοίπων παραδόσεων και εθίμων που εισήγαγαν, έφεραν και τα τραγούδια τους, μαζί με όλες τις ανατολίτικες επιρροές τους.
Μουσικό είδος που δέχτηκε μεγάλη πολεμική εν τη γενέσει του, το ρεμπέτικο έχει τις ρίζες του στη Σμύρνη και την Πόλη. Οι ρίζες του χρονολογούνται στο τέλος του 19ου αιώνα. Την περίοδο αυτή, στην προπολεμική Ελλάδα, κομπανίες εξ ανατολής δημιούργησαν το Καφέ Αμάν, ένα είδος λαϊκού μουσικού καφενείου, μέσα στο οποίο οι αμανετζήδες σε ελεύθερο ρυθμό και μελωδία απήγγειλαν στίχους, δημιουργώντας τραγούδια που είχαν καταθλιπτικό περιεχόμενο και ονομάζονταν αμανέδες, λόγω του γεγονότος ότι η λέξη «αμάν» ήταν διάχυτη σε αυτά.
Τα Καφέ Αμάν ήταν τα αντίστοιχα Καφέ Σαντούρ της Μικράς Ασίας και της Σμύρνης. Αντίστοιχα με τα παραπάνω ήταν και τα Καφέ-Σαντάν, στα οποία πέραν των τραγουδιών, παρακολουθούσε κάποιος και πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα με θιάσους της εποχής. Όλα αυτά τα μουσικά Καφέ καταργήθηκαν τελικά επί δικτατορίας Μεταξά το 1937 με το νόμο περί Λογοκρισίας και την ταυτόχρονη απαγόρευση να ακούγονται δημόσια αμανέδες, εφόσον θεωρήθηκε τουρκικό είδος μουσικής. Εντύπωση και γέλιο προκαλεί το γεγονός ότι το 1936, ένα χρόνο πριν, στην Τουρκία είχαν απαγορευτεί οι αμανέδες ως ελληνικό κατάλοιπο μουσικό είδος!
Το 1932 ηχογραφούνται τα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια από τον Μάρκο Βαμβακάρη, που εγκαινιάζει και σηματοδοτεί την κλασική περίοδο του ρεμπέτικου με το «περαιώτικο στυλ του». Αντίστοιχα μεγάλοι συνθέτες και τραγουδιστές ξεκινούν την πορεία τους τα χρόνια αυτά στην ελληνική δισκογραφία. Παγιουμτζής, Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), Παπαϊωάννου, Εσκενάζυ, Περπινιάδης, Χιώτης, Χατζηχρήστος στηρίζουν το ρεμπέτικο και χαρίζουν διαχρονικές επιτυχίες. Όλα αυτά μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά που έρχεται να ανακόψει την ανοδική πορεία του ρεμπέτικου και να κλείσει την πρώτη του, κλασική περίοδο.
Η λογοκρισία και οι πάσης φύσεως απαγορεύσεις της δικτατορίας σταμάτησαν την πορεία του ρεμπέτικου, το οποίο κατηγορήθηκε και ως η μουσική «του υποκόσμου». Πέρα από τη σοβαρή ζημιά που υπέστη το είδος όσον αφορά τη δημοφιλία του, πολλά τραγούδια καταστράφηκαν στην προσπάθεια να κοπούν μελωδίες και νότες που θύμιζαν Ανατολή. Πολλοί δημιουργοί, επίσης, έφτασαν στα δικαστήρια. Ωστόσο, νέο κύμα δημιουργών αναδύθηκε με επικεφαλής τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Η κήρυξη του πολέμου του ’40 οδήγησε τους ρεμπέτες στο να γράψουν και πατριωτικά τραγούδια, τα οποία όμως δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ, μιας και οι δισκογραφικές παρέμειναν κλειστές μέχρι το 1946 (όπου και λειτούργησε η Columbia). Τα δεινά του πολέμου έφεραν τους παλιούς ρεμπέτες σε απελπιστική οικονομική κατάσταση, καθώς δεν μπορούσαν καν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους. Τη δεκαετία του ’40 εμφανίζεται στο προσκήνιο και η Σωτηρία Μπέλου. Επίσης, μεσουρανούν η Μαρίκα Νίνου, ο Μητσάκης, ο Τσαουσάκης και ο Μανώλης Χιώτης, αφήνοντας στο περιθώριο τους παλαιότερους.
Η σταδιοδρομία του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση φέρνουν το ρεμπέτικο σε μια νέα μορφή. Υπάρχει πλέον το αρχοντορεμπέτικο στα μέσα της δεκαετίας του ’50, που στην εκτίμηση όλων περνά σε μια παραπάνω κλίμακα, καθώς απευθύνεται σε περισσότερα κοινωνικά στρώματα και έχει διευρυμένη θεματολογία όσον αφορά το στίχο του. Είναι η περίοδος της ευρείας αποδοχής, που σφραγίζεται από μελέτες γύρω από τη ρεμπέτικη μουσική, συγγραφή βιογραφιών μεγάλων ρεμπετών, νέες ηχογραφήσεων αλλά και επανηχογραφήσεις παλαιών κομματιών.
Αξίζει να αναφερθεί η μελέτη του Ντίνου Χριστιανόπουλου πάνω στον Τσιτσάνη, τον οποίο και είχε γνωρίσει προσωπικά το 1942, όταν σε ηλικία 11 χρόνων του πούλησε τσιγάρα στο κέντρο που εργαζόταν. Η μελέτη του αυτή εκδόθηκε το 1961 και είχε τίτλο «Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού». Ο συγκεκριμένος όμως τίτλος δεν άρεσε τελικά στον ποιητή και το 1991 αλλάχτηκε σε «Εισαγωγή στα Ρεμπέτικα». Έγραψε συνολικά άλλα επτά βιβλία, τα οποία και ο ίδιος περιθωριοποίησε, πλην ενός. Την «Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη» (2009), στην οποία περιέλαβε 187 διαμάντια από τα περίπου 700 περίπου αριστουργήματα που συνέθεσε ο συνθέτης μέχρι το 1953. Δεν είναι τυχαίο που ο Χριστιανόπουλος θεωρούσε τον Τσιτσάνη «ιδιοφυΐα» και «τον καλύτερο ρεμπέτη».