Δημοσιεύτηκε
«Εκτός από την άθλια τουρκική συνοικία, η Σμύρνη έπαψε να υπάρχει [...] το πρόβλημα των μειονοτήτων έχει λυθεί εκεί μια για πάντα [...] Δεν μένει καμία αμφιβολία για τα αίτια της πυρκαγιάς [...] Τον δαυλό τον άναψαν στρατιώτες του τουρκικού στρατού». Daily Telegraph, 16 Σεπτεμβρίου 1922
Ήταν Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 1922 όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στη Σμύρνη, ξεκινώντας από την αρμενική συνοικία. Ήδη από τις 9 Σεπτεμβρίου είχαν μπει στην πόλη οι πρώτοι ιππείς Τούρκοι, και δύο μέρες αργότερα ο Μουσταφά Κεμάλ με το επιτελείο του. Εκείνη τη μαύρη μέρα μαρτύρησε στα χέρια του τουρκικού όχλου και ο μητροπολίτης Σμύρνης, εθνοϊερομάρτυρας Χρυσόστομος.
Τέτοιες μέρες του Σεπτεμβρίου παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος του πληθυσμού της Ιωνίας στο έδαφος της πατρώας γης
Η αρχή του τέλους άρχισε να γράφεται από τον Αύγουστο, όταν κατέρρευσε το μέτωπο, και ο ελληνικός στρατός από το Αφιόν Καραχισάρ άρχισε να υποχωρεί προς τη θάλασσα. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου που επικαλείται η ιστορικός Β. Σολομωνίδου σε δημοσίευσή της σε Δελτίο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ο αριθμός των προσφύγων που ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό στην αναδίπλωσή του προς τη μικρασιατική ακτή έφτανε τις 250.000, μαζί με περίπου 15.000 Αρμενίους του εσωτερικού.
Με τρένα και πεζή έφθαναν καθημερινά οι πρόσφυγες στη Σμύρνη, με αποτέλεσμα μια ατέλειωτη θάλασσα ρακένδυτων ανθρώπων να απλώνεται στην προκυμαία, και όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος ελπίζοντας σε ένα πλοίο που θα τους πάει στα νησιά.
Η αναχώρηση της ελληνικής διοίκησης στις 8 Σεπτεμβρίου δεν άφηνε πια κανένα περιθώριο για ελπίδα
Όσα μεσολάβησαν έως τις 13 Σεπτεμβρίου, οπότε ξέσπασε η πυρκαγιά και έγινε της Σμύρνης το γιαγκίνι που καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη ως η μεγαλύτερη συμφορά του ελληνισμού, έδειχναν περίτρανα την κατίσχυση των αγριεμένων Τούρκων επί του ελληνικού στοιχείου. Λεηλασίες, βιασμοί, κάθε μορφής αγριότητα εναντίον Ελλήνων και Αρμενίων...
Η φωτιά στη Σμύρνη κατακαίει το αρμενικό νοσοκομείο, την αρμενική μητρόπολη και την αρμενική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου μαζί με τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί. Σταδιακά φωτιές ξεσπούν παντού στις ελληνικές γειτονιές, καταπίνοντας ανθρώπους και τόπους.
Για να διασφαλιστεί ότι το κακό θα ολοκληρωθεί, οι Τούρκοι ρίχνουν εμπρηστικές βόμβες σε σημαντικά ορόσημα της παράκτιας ζωής της πόλης, όπως το ιστορικό θέατρο της Σμύρνης, η ελληνική λέσχη (το Κλουμπ), το ξενοδοχείο «Κραίμερ» κ.ά.
Τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου, και με τους πρόσφυγες που έφθαναν κοντά στο μισό εκατομμύριο να βρίσκονται παντού, ο ναύαρχος Μπροκ της Μεγάλης Βρετανίας έδωσε εντολή να σταλούν λέμβοι για να παραλάβουν κόσμο. Περίπου 20.000 κατάφεραν να ανέβουν στα πολεμικά πλοία. Τρεις μέρες αργότερα, εκείνο το φρικτό σαββατοκύριακο 16-17 Σεπτεμβρίου, χιλιάδες Αρμένιοι και Έλληνες, ηλικίας 17-45 ετών, οδηγήθηκαν σε πορείες θανάτου προς την ενδοχώρα. Θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου και η αναχώρησή τους απαγορεύτηκε επί ποινή θανάτου.
Έως τις 17 Σεπτεμβρίου καίει η φωτιά κάνοντας στάχτη την όμορφη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στην ευλογημένη γη της Ιωνίας
Έως τις 30 Σεπτεμβρίου όλοι οι Έλληνες που δεν ανήκαν στην κατηγορία των αιχμαλώτων πολέμου, ακόμα και οι Οθωμανοί υπήκοοι, αλλά μόνον με κανονικά διαβατήρια, διατάχτηκαν από τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τον τόπο. Σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Οι εικόνες με γυναίκες, γέρους και παιδιά που κουβαλούν μπόγους και προσπαθούν απεγνωσμένα και με την απελπισία στα μάτια να φύγουν, έχουν χαραχτεί στη μνήμη όλων.
Η μεγάλη επιχείρηση εκκένωσης της προκυμαίας της Σμύρνης και της πόλης ολόκληρης από το ελληνικό και το αρμενικό στοιχείο, άρχισε ουσιαστικά την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου, χάρη στην πρωτοβουλία του μεθοδιστή πάστορα από τη Νέα Υόρκη Έιζα Τζένινγκς, στελέχους της ΧΑΝ Σμύρνης που εμπνεύστηκε και υλοποίησε την Αμερικανική Επιχείρηση Αρωγής σώζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Όλοι αυτοί φορτώθηκαν στα πλοία και έφυγαν αφήνοντας πίσω τους τη μεγάλη πατρίδα και το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας.
Στη μητέρα-πατρίδα, η εγκατάστασή τους δεν έγινε με τους καλύτερους οιωνούς. Κι όμως, εκείνοι στην πορεία των χρόνων απέδειξαν την ικανότητά τους να ριζώνουν και να προκόβουν.