Δημοσιεύτηκε
«Κάποιος κρατά το έγχρωμο πορτρέτο του Πορθητή, άλλος κουβαλά μια τεράστια φωτογραφία του Ατατούρκ. Δυο μελαχρινοί τραγουδούν και παίζουν ανατολίτικα σαρκιά, ο ένας με το ζουρνά και ο άλλος με το νταούλι. Ένας κοντοστούπης μοιράζει σφυριά, ένας καμπούρης τσεκούρια, ένας τυφλός αφίσες. Κάποιος αξιωματικός της χωροφυλακής βγάζει τη στολή του και ντύνεται με παλιόρουχα. Δυο νεαρές κοπέλες με βρομισμένες καμπαρντίνες και υψωμένη την τουρκική σημαία παίρνουν φόρα και κλοτσούν με τα τακούνια τους τα κατεβασμένα κεπέγκια ενός ελληνικού φωτογραφείου. Άλλος τσακίζει έναν φωνογράφο, άλλος στραπατσάρει ένα πελώριο ραδιόφωνο. Κάποιος ξηλώνει μια ραπτομηχανή, άλλος ξεχαρβαλώνει ένα ψυγείο. Πού το πάνε εκείνοι οι τρεις το μακρύ αμάξι που σέρνουν με τριχιές σαν άλογο στο αλώνι; Ένα μικρό φορτηγάκι το δένουν από τέσσερις μεριές και το τραβολογούν σαν να θέλουν να το κόψουν και να το μοιράσουν. Κάποιος βαράει μια γραφομηχανή στα ντουβάρια του Αγά τζαμί. Άλλος κρατά υψωμένη σαν τρόπαιο την τενεκεδένια ρεκλάμα κάποιας μάρκας σοκολάτας με μια κοπέλα ξανθιά. Άλλος, που φορεί στολή εισπράκτορα λεωφορείου, διαλύει σκυμμένος ένα ωραίο ακορντεόν με το σφυρί του. Καμιά δεκαριά μεγαλόσωμοι κοστουμαρισμένοι άντρες μπαίνουν στο σχολείο μου, το Ζάππειο, τσακίζουν έπιπλα, γκρεμίζουν στην είσοδο το άγαλμα του Ζάππα
Θωμάς Κοροβίνης «‘55»
«Εκείνη τη βραδιά της 6ης/7ης Σεπτεμβρίου έγινα μάρτυρας πολύ θλιβερών και πολύ γελοίων καταστάσεων. Έζησα τα γεγονότα. Όσο εμείς κουβεντιάζαμε, έξω οι κραυγές «Η Κύπρος είναι τουρκική και θα παραμείνει τουρκική» πότε δυνάμωναν και πότε χαμήλωναν, μα καθόλου δεν σταμάταγαν, σαν χορωδία, σαν μουσική.
Ο φοβερός όχλος, χωρισμένος σε ομάδες, ξεφωνίζει ρυθμικά παράγοντας έτσι, εκ των πραγμάτων, ένα βουητό καταστροφής. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν αδιάκοπα. Κάποια αυτοκίνητα σέρνουν δύο και τρία τέτοια υφάσματα. Τα πεζοδρόμια έχουν ανυψωθεί κατά είκοσι-τριάντα εκατοστά, σε μερικά σημεία ίσως και σαράντα. Γιατί νομίζετε; Τα τυριά, τα λάδια, οι ξηροί καρποί, οι κονσέρβες, τα μέλια, τα σαλάμια, τα ποτά και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου, που πετάχτηκαν έξω από τα σπασμένα, διαλυμένα, διαγουμισμένα και λεηλατημένα καταστήματα, είχαν στοιβαχτεί σχηματίζοντας ένα παχύ στρώμα. Και όσο τα αυτοκίνητα πέρναγαν από πάνω τους ολοένα, δημιουργούσαν μια απερίγραπτη γλίτσα. Ήταν σαν να ζούσαμε σε ένα φανταστικό κόσμο. «Ρε σεις, τι θηριωδία, τι βαρβαρότητα, τι κανιβαλισμός, τι φρίκη!» είπα.
Στα επεισόδια της 6ης/7ης Σεπτεμβρίου, η βαλβίδα της κρυφής δύναμης της επιθετικότητας των καταπιεσμένων, εξαιτίας άσκησης συνεχούς πιέσεως επί των κινήτρων, είχε ανοιχτεί από το κράτος και η τραγωδία είχε επέλθει.
Αζιζ Νεσίν, «Κρεμάστε τους σαν τα τσαμπιά»