Δημοσιεύτηκε
Ας μιλήσουμε για τον Διγενή Ακρίτα. Ένα όνομα λίγο πολύ γνωστό σε όλους μας. Λίγοι όμως γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται και, ακόμα περισσότερο, δε γνωρίζουν την πραγματική αξία του έργου, σε επίπεδο ιστορικό. Η παρακάτω μελέτη έχει σκοπό να επισημάνει τι πρεσβεύει ο Διγενής Ακρίτας και ποιές ιστορικές αλλαγές σηματοδοτεί.
Ποιός είναι όμως ο πολυτραγουδισμένος Διγενής Ακρίτας; Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο κεντρικός ήρωας ενός αφηγηματικού έργου γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη. Η χρονολόγηση του έργου δε μπορεί να τοποθετηθεί με βεβαιότητα. Κάποιοι μελετητές το τοποθετούν στον 8ο με 9ο αιώνα, άλλοι γύρω στον 11ο αιώνα. Η πιθανότερη χρονολόγηση ανήκει στον 10ο-11ο αιώνα αφού στοιχεία του έργου συμφωνούν με ιστορικά γεγονότα της περιόδου εκείνης. Το βέβαιο είναι ότι το έργο ανήκει στους αιώνες πριν το 1204, πριν δηλαδή την άλωση της Κωνσταντινούπολης από του Φράγκους. Η δράση του έργου μπορεί να παραλληλιστεί με τις επιθέσεις των αράβων στη βυζαντινή μεθόριο της Συρίας αν και περνά φάση ανακωχής τα πρώτα χρόνια του 12ου αιώνα. Το έργο λοιπόν ορθώς τοποθετείται στα ανατολικά θέματα της Μικρά Ασίας.
Σώζονται αρκετές παραλλαγές του έργου, 6 ή 8 για την ακρίβεια. Είναι χαρακτηριστικό πως δε μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ποιά από αυτές τις παραλλαγές είναι η πρωτότυπη και ακόμα περισσότερο εάν υπάρχει τελικά πρωτότυπη μορφή του έργου. Οι σημαντικότερες παραλλαγές που σώζονται εν ολίγοις είναι οι εξής:
Το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (1867 στίχοι) και της Κρυπτοφέρρης (3709 στίχοι) θεωρούνται οι εγκυρότερες παραλλαγές. Έπειτα υπάρχουν οι παραλλαγές της Τραπεζούντας (3182 στίχοι), το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών(4778 στίχοι), της Άνδρου που είναι πεζή διασκευή του 1632 και της Οξφόρδης που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670.
Η παραλλαγή της Κρυπτοφέρρης είχε αρχικά θεωρηθεί η εγκυρότερη και πλησιέστερη στο αρχικό κείμενο εκδοχή του έργου, λόγω της λογιότερης μορφής και γλώσσας της. Σύμφωνα όμως με νεότερους μελετητές, η απλούστερη και προχειρότερη μορφή του χειρογράφου του Εσκοριάλ είναι κοντινότερη στο πρωτότυπο κείμενο λόγω πραγματολογικών στοιχείων που είναι αδύνατον να επιβίωσαν προφορικά ανά τους αιώνες.
Όλα τα παραπάνω χειρόγραφα δεν φέρουν υπογραφή κάποιου συγγραφέα. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Η απουσία συγγραφέα υποδηλώνει και κάτι άλλο: Ο Διγενής Ακρίτας δεν είναι, τελικά, δημιούργημα ενός μόνο ανθρώπου, αλλά ένα συνονθύλευμα δημοτικών τραγουδιών που συνδέονται άμεσα με την προφορική παράδοση και τα ακριτικά τραγούδια της περιόδου.
Η υπόθεση του έργου είναι γενικά κοινή σε όλες τις παραλλαγές: Το έργο ξεκινά με την ιστορία των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος. Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι, εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να κλέψουν τη γυναίκα του. Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.
Ένα φιλολογικό πρόβλημα που έχει προκύψει είναι η κατάταξη του έργου ως προς το είδος του. Ορισμένοι μελετητές το κατατάσσουν στα έπη, ενώ άλλοι στα μυθιστορήματα. Στο έργο δε λείπει η επική διάθεση, οι μάχες και τα ηρωικά κατορθώματα του. Επιπλέον δε λείπει το υπερφυσικό στοιχείο. Παρόλα αυτά είναι αρκετά περιορισμένο σε σχέση με τα ηρωικά ποιήματα του δυτικού μεσαίωνα. Πέρα όμως από το επικό στοιχείο, στο έργο υπάρχουν πολλά στοιχεία ρομαντισμού που αναμφίβολα θα επηρεάσουν έργα του 12ου και έπειτα αιώνα όπως τα Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Λίβιστρος και Ροδάμνη.
Η πραγματική σημασία του Διγενή Ακρίτα δεν εντοπίζεται μόνο στη λογοτεχνική του αξία. Ο Διγενής Ακρίτας θεωρείται από το Λίνο Πολίτη ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σε συνάρτηση με το συμπέρασμα του Πολίτη έρχεται ένας άλλος μεγάλος έλληνας μελετητής, ο Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζοντας ότι ο Διγενής Ακρίτας είναι σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον».
Ας επισημάνουμε αρχικά, ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ένα αχανές πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό κράτος με μόνο κοινό παρονομαστή τη θρησκεία. Επίσημη θρησκεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν ο χριστιανισμός. Ο χριστιανισμός διατηρούσε τη συνοχή του κράτους, χωρίς να γνωρίζει γένη, ιδιαίτερες πατρίδες και παραδόσεις. Οτιδήποτε παραχριστιανικό και κατά των γραφών ήταν παρακρατικό και τιμωρούνταν αυστηρά. Ανάμεσα στα “παρακρατικά” ανήκε και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ως επί το πλείστον, όπως και το δωδεκάθεο. Αυτόματα λοιπόν το ίδιο το βυζάντιο απέρριπτε οποιαδήποτε σύνδεσή του με την κλασσική αρχαία Ελλάδα. Προκύπτει λοιπόν το συμπέρασμα ότι αν και η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η ελληνική, ουδεμία σχέση είχε το βυζάντιο με την αρχαία Ελλάδα.
Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν για το πάλαι ποτέ ισχυρό βυζαντινό κράτος όταν, έπειτα από μία εκτεταμένη περίοδο αποξένωσης μεταξύ δυτικής και ανατολικής εκκλησίας, υπογράφεται το σχίσμα των εκκλησιών το 1054, χωρίζοντας ουσιαστικά το θεοκρατούμενο βυζάντιο σε 2 κράτη. Το καθολικό δυτικό και το ορθόδοξο ανατολικό. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους με την “κόντρα” των 2 κρατών να καταλήγει στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους δυτικούς Φράγκους. Παράλληλα στα ανατολικά σύνορα το βυζάντιο έπρεπε να αντιμετωπίσει ορδές μουσουλμάνων που λυμαίνονταν στα σύνορά της. Οι εξελίξεις αυτές αποδυνάμωναν όλο και περισσότερο το ανατολικό βυζάντιο, ενώ έγιναν αιτία για νέες ιδεολογικές κατευθύνσεις. Πλέον υπάρχουν 2 χριστιανικά κράτη, κάτι που σημαίνει ότι η θρησκεία δεν ήταν πλέον ένας τόσο ισχυρός δεσμός μεταξύ των υπηκόων, αφού, αρχικά τουλάχιστον, οι διαφορές ορθοδοξίας και καθολικισμού ήταν μικρές. Έπρεπε να βρουν νέο τρόπο να ξεχωρίσουν από τους αιρετικούς δυτικούς. Κάτι διαφορετικό από τη θρησκεία, κάτι που να ένωνε τους κατοίκους της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Η αναζήτηση ταυτότητας, οδήγησε σε κάτι ξεχασμένο όσο και απαγορευμένο για 1000 χρόνια περίπου. Ο έλληνας που μέχρι χθες ήταν συνώνυμο του παγανισμού άρχισε και πάλι να κάνει την εμφάνισή του. Οι ρωμιοί βρήκαν κάτι κοινό μεταξύ τους, αφού άλλωστε βόλευε η γλώσσα, η γεωγραφική τους τοποθεσία όσο και οι παραδόσεις τους. Το “γένος” και η “πατρίδα”, λέξεις άγνωστες ή και επικίνδυνες, κερδίζουν έδαφος μέρα με τη μέρα.
Όλα τα παραπάνω γίνονται φανερά και με τον Διγενή Ακρίτα. Ο ίδιος ο Δι-γενής, προέρχεται από 2 γένη, το αραβικό και το ελληνικό. Χαρακτηρίζεται καταρχάς από το γένος του. Έπειτα ονομάζεται Ακρίτας, αφού πολεμάει στα σύνορα τους ξένους, υπερασπιζόμενος την πατρίδα του. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το έπος του Διγενή Ακρίτα δεν αποτελεί έργο κάποιου συγγραφέα αλλά ένα σύνολο δημοτικών τραγουδιών, συμπεραίνουμε ότι στη συνείδηση του απλού λαού είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται η ανάγκη υιοθέτησης μιας εθνικής ταυτότητας. Κάτι τέτοιο βέβαια καταλαβαίνουμε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει από τη μία στιγμή στην άλλη, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για ένα θεοφοβούμενο κράτος που μέχρι χθες καταδίκαζε οποιαδήποτε ελληνικότητα. Η ισορροπία μεταξύ βλασφημίας και πατριωτισμού κρεμόταν από μία κλωστή και έπρεπε να γίνουν δραματικές αλλαγές ώστε τελικά να ταυτίσουν τον ελληνισμό με τον ορθόδοξο χριστιανισμό, κάτι που θα γίνει φανερότερο μερικούς αιώνες αργότερα. Αυτή η γνώμη ενισχύεται άλλωστε και από τα λόγια του Νικόλαου Πολίτη που θα επαναλάβω εδώ: «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον». Αναφέρει την πάλη μεταξύ ελληνικού γένους και μουσουλμανικής θρησκείας. Ο ελληνισμός δηλαδή, έγινε συνώνυμος του ανατολικού ορθόδοξου χριστιανισμού προκειμένου να αντιμετωπίσει τους αλλόθρησκους ξένους. Μόνο έτσι θα μπορούσε να υιοθετήσει το βυζάντιο μια νέα ταυτότητα.
Ο Διγενής Ακρίτας λοιπόν, αποτελεί ένα γραπτό μνημείο που φανερώνει την έναρξη μιας εποχής αλλαγών τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Δεν είναι αιτία αλλαγών, οι αιτίες και οι αφορμές είναι μόνο τα συμφέροντα των λαών, οι πόλεμοι και η εξουσία. Ο Διγενής Ακρίτας είναι η φωνή των νέων συνειδήσεων που καλλιεργούνται εν όψη των τρομακτικών αλλαγών που έρχονται. Δεν είναι απλά ένα έργο, δεν είναι ένα κείμενο. Είναι απόδειξη των αλλαγών ενός λαού που μέχρι και σήμερα μας επηρεάζουν. Γίνεται πιστεύω φανερό, πως ο άνθρωπος ζητά μία ταυτότητα για να σταθεί στα πόδια του, πως επιζητά να είναι μέλος μιας ομάδας, μιας κοινωνίας, ακόμα και αν δεν ανήκει πραγματικά σε αυτή. Ακόμα και αν αλλοιώνει την ταυτότητά του για να εξυπηρετήσει το σκοπό του. Ή για να εξασφαλίσει την ελευθερία του.