Δημοσιεύτηκε
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου 1925 και πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005, υπήρξε φίλος του Νίκου Καββαδία (1910-1975). Οι δυο τους γνωρίστηκαν μέσω του Γιώργου Κουμβακάλη, τραπεζικού υπαλλήλου, το 1945 (ή το 1946), όταν το καράβι του Καββαδία, το Κορινθία, πηγαινοερχόταν μεταξύ Πειραιά-Θεσσαλονίκης, μεταφέροντας επιβάτες, σε μια εποχή που οι δρόμοι από την Αθήνα προς τη Βόρεια Ελλάδα ήταν δύσβατοι.
Η πρώτη γνωριμία τους έγινε στην ταβέρνα «Η Κληματαριά», όπου μαζεύτηκαν οι φίλοι του Κουμβακάλη. Εκτός από αυτούς, παραβρέθηκαν ο Κλείτος Κύρου κι ο Πάνος Θασίτης. «Ήρθε πολλές φορές στη Σαλονίκη και πάντα βρισκόμασταν στο σπίτι μου, σε καμιά ταβέρνα, σε κάποιο διανυκτερεύον καφενείο», γράφει ο Αναγνωστάκης σ’ ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέο επίπεδο (αρ.27, χειμώνας 1997).
*
Το 1996, όταν ετοίμαζα το βιβλίο μου Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, επισκέφτηκα τον Μανόλη Αναγνωστάκη στο σπίτι του, στην Πεύκη, στην οδό Κρήτης 9. Ήταν παρούσα η σύζυγός του, η Νόρα Αναγνωστάκη, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, κι ο γιος του ο Ανέστης. Ο ποιητής, πρόθυμος να απαντήσει σε κάθε μου ερώτηση, μου έδωσε αρκετές πληροφορίες για τον εαυτό του και για τον Καββαδία. Μολονότι σπούδασε Ιατρική, μου είπε, από μικρός αγαπούσε τη μουσική και έπαιζε βιολί και κιθάρα, επομένως ήταν φυσικό να συνθέτει τραγούδια.
Ένα βράδυ, χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, κάλεσε τον Καββαδία και τους φίλους του σ’ ένα στέκι. Μαζεύτηκαν τέσσερις-πέντε άνθρωποι, ήπιανε, μιλήσανε, τραγουδήσανε, είπανε ανέκδοτα, και ο Αναγνωστάκης με την κιθάρα τραγούδησε τα ποιήματα του πρώτου «Σταυρός του Νότου» και «Cambay’s Water» από τη συλλογή Πούσι. Θυμίζω τους πρώτους στίχους από το πρώτο: «Έβραζε το κύμα του γαρμπή/ ήμαστε κι οι δυο σκυφτοί στο χάρτη/ γύρισες και μου ’πες πως το Μάρτη/ σ’ άλλους παραλλήλους θα ’χεις μπει». Θυμίζω επίσης τους πρώτους στίχους από το δεύτερο: «Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι/ είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο/ “κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω”/ ωστόσο οι κάβοι σού σκληρύναν την παλάμη».
Ο Αναγνωστάκης τραγούδησε πάνω σε ρεμπέτικους σκοπούς, συγκεκριμένα πάνω σ’ ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Η παρέα το χάρηκε πολύ, αλλά ο Καββαδίας μάλλον στενοχωρήθηκε, ακούγοντας τον φίλο του να τραγουδάει. Τον παρατηρούσε με συγκαλυμμένη πίκρα. Ψέλλισε μερικές λέξεις διαμαρτυρίας και σχεδόν έψεξε τον Αναγνωστάκη γι’ αυτό που έκανε: ήταν νεότερός του. Ως λάτρης της κλασικής μουσικής και της όπερας, δυσανασχέτησε για το τόλμημά του, το θεώρησε προσβολή, εμπαιγμό στην ποιητική τέχνη του. Στο τέλος, είπε στον «βέβηλο τραγουδιστή» Αναγνωστάκη μια φράση εν είδει παραπόνου: «Η ειρωνεία είναι το όπλο των αδυνάτων». Νόμιζε πως ο νεαρός γιατρός τον κορόιδευε, πως ειρωνευόταν τους στίχους του, πράγμα που δεν ήταν αλήθεια (ο Αναγνωστάκης είχε βέβαια πολύ χιούμορ, κάτι που φάνηκε αργότερα στα σατιρικά του ποιήματα).
*
Διαβάζοντας τα ποιήματα του Αναγνωστάκη, συμπεραίνουμε πως αγαπούσε πολύ τη θάλασσα και τα καράβια, ίσως επειδή η Θεσσαλονίκη είναι μεγάλο λιμάνι που προκαλεί σχετικούς συνειρμούς. Στα πρώτα του έργα βρίσκουμε πολλές αναφορές στη θάλασσα, τα ταξίδια και τα καράβια, ώστε νομίζουμε πως είναι γραμμένα από ναυτικό. Στο ποίημα «Μια ημερομηνία πριν από χρόνια», που υπάρχει στην ενότητα «Εποχές», διαβάζουμε τους εξής στίχους: «Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι», «Τι σκέφτονται όλα αυτά τα καράβια μες στη νύχτα», «Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες».
Μια συστηματική ανάγνωση των ποιημάτων του θα δείξει και μη ομολογημένες επιρροές από τον Καββαδία. Στο «Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Otto V…» υπάρχουν οι στίχοι «Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλή/ Που δε θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη», οι οποίοι παραπέμπουν ευθέως στο ποίημα του Καββαδία «Μαραμπού»: «Κι εγώ που μόνο εταιρών εγνώριζα κορμιά,/ κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη». Επίσης, στο ποίημα «Θα ’ρθει μια μέρα…», όπου μιλάει για ταξίδια από την Αθήνα στο Μοντεβιδέο και στη Σανγκάη, υπάρχει ο στίχος «Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή», που θυμίζει το ποίημα του Καββαδία «William George Allum» και τον στίχο «Εγνώρισα κάποια φορά σ’ ένα καράβι ξένο/ έναν πολύ παράξενο Εγγλέζο θερμαστή». Και οι δύο Εγγλέζοι θερμαστές είχαν αγαπήσει παράφορα μια γυναίκα: αυτός του Αναγνωστάκη πέθανε ψιθυρίζοντας ένα γυναικείο όνομα, εκείνος του Καββαδία αυτοκτόνησε μ’ ένα σπαθί στο στήθος, επειδή η γυναίκα που αγάπησε τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη.
*
Στο βιβλίο του Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης – Η ζωή και το έργο του – Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, που εκδόθηκε το 1987, ο Αναγνωστάκης περιλαμβάνει κι άλλα σατιρικά στιχουργήματα που τα αποδίδει στον «Φάσση». Σε αυτά βρίσκουμε μιμήσεις αρκετών ποιητών (κυρίως των Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Σινόπουλου), αλλά και του Καββαδία. Στο ποίημα «Η δυναστεία των ίμερων» διαβάζουμε: «Και τώρα που η στερνή ώρα σιμώνει/ (το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη)/ θα πεις: εντ γκουντ ολ γκουντ – ή βέρυ φάνυ/ μ’ αξιοπρέπεια πάντα κρατώντας το τιμόνι» παραπέμπει στο ποίημα του Καββαδία «Black and White»: «Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,/ το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη./ Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny/ στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί».
Στο ποίημα «Το ρομαντικό τρίπτυχο» διαβάζουμε: «Κι εγώ, που τόσο απέραντα σε αγάπησα κι αθώα πολύ/ Δίχως ποτέ, γυναίκα ωραία, τίποτα να ζητήσω» παραπέμπει πάλι στο «Μαραμπού» του Καββαδία: «Κι εγώ που μόνο εταιρών εγνώριζα κορμιά/ κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη». Στο ποίημα «1870-1942» γράφει: «Απόψε, όπως καθόμαστε, μια διάθεση ρομαντική/ δεν ξέρω πώς, στην ίδια όλους, μας συνεπήρε δίνη/ “Πανσέληνος” το ημερολόγιο έγραφε, λέξη μαγική/ και ξαπλωμένοι ο ένας κοντά στον άλλο είχαμε μείνει», θυμίζει ξανά το «Μαραμπού»: «Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά/ και φεύγουν προς τα δυτικά των μαραμπού τα σμήνη/ κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί/ εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη».
Εκτός από την ιεροσυλία να παίξει και να τραγουδήσει τους στίχους του Καββαδία σαν να ήταν ρεμπέτικα τραγούδια, ο Αναγνωστάκης έχει γνωστοποιήσει και κάτι άλλο που έκανε πάλι τον φίλο του να στενοχωρηθεί. Στο κείμενό του «Θυμάμαι τον Κόλια Καββαδία…» στο περιοδικό Νέο επίπεδο γράφει: «Μια φορά του είπα –εγώ ξετρελαμένος τότε με τη γαλλική ποίηση– ότι μοιάζουν τα ποιήματά του με του Levet κι αυτός πρώτη φορά σκυθρώπιασε και δε μίλησε». (Για τις επιρροές του Καββαδία από τον Ανρί-Ζαν-Μαρί-Ετιέν Λεβέ έχει γράψει σχετικό κείμενο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στον τόμο Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία, Πολύτυπο, 1982). Ο Λεβέ ήταν ένας από τους τελευταίους συμβολιστές και έγραψε ποιήματα για καράβια και για ναύτες.
Σε κάθε περίπτωση, η φιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Νίκο Καββαδία ήταν γερή και κράτησε μέχρι τον θάνατο του δεύτερου, στις 10 Φεβρουαρίου 1975.