Δημοσιεύτηκε
Η χολέρα είναι μια μόλυνση που προκαλείται από το μικρόβιο που λέγεται δονάκιο της χολέρας. Τρεις μεγάλες πανδημίες χολέρας έπληξαν την ανθρωπότητα, το 1823, το 1841 και το 1854. Εξαπλώθηκαν από τις Ασιατικές προς τις Ευρωπαϊκές χώρες και από εκεί στην Αμερική. Ειδικότερα η Ελλάδα επλήγη αρκετές φορές από την ασθένεια της χολέρας, με χιλιάδες νεκρούς. Κυριότερες όμως ήταν οι επιδημίες που ξέσπασαν το 1853-54 αλλά και στους Βαλκανικούς Πολέμους.
O βασιλιάς Όθων υποστήριζε την εξέγερση των Ελλήνων στις υπόδουλες οθωμανικές περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, η ενέργειά του αυτή αντιστρατευόταν τα συμφέροντα των Γάλλων και των Βρετανών Έτσι οι στρατιωτικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Βρετανίας έθεσαν για τρία χρόνια υπό τον έλεγχό τους την Αθήνα και τον Πειραιά (1854-1857), στα πλαίσια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856).
Οι Αθηναίοι ονόμασαν την επιδημία «Ξένη» επειδή την έφεραν τα πληρώματα των ξένων πλοίων στον Πειραιά. Τα πρώτα κρούσματα εμφανίστηκαν στον Πειραιά στη συνέχεια όμως απλώθηκαν και στην Αθήνα, παρά τον αρχικό στρατιωτικό αποκλεισμό της περιοχής του Πειραιά για να μην επεκταθεί η επιδημία. Οι μαρτυρίες που έχουμε για την επιδημία βασίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος στο κείμενο του Εμμανουήλ Λυκούδη που έγραψε στο περιοδικό Εστία το 1893. Οι εντυπώσεις του για την επιδημία προέρχονται από την παιδική του ηλικία, όπου χαρακτηρίζει τη χρονιά που ξέσπασε η επιδημία, το 1854, ως «δυστυχισμένη, θεοκατάρατη χρονιά».
Κάθε κρούσμα σήμαινε και σίγουρο θάνατο, στατιστικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι γύρω στα πέντε με έξι κρούσματα στα εκατό εάν επιβίωναν ήταν θέμα καθαρής τύχης. Κανένα φάρμακο δεν μπορούσε να φανεί ωφέλιμο. Οι γιατροί ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Το κακό ήταν τόσο μεγάλο και η κυβέρνηση τα είχε χαμένα, ακόμη κι οι υπουργοί είχαν φύγει και όσοι είχαν μείνει δεν έβρισκαν υπαλλήλους να εργαστούν.
Είχαν παρθεί διάφορα μέτρα όπως το να μην κυκλοφορούν άνθρωποι μετά τις 8 το βράδυ. Είχε απαγορευτεί η πώληση χορταρικών και τη νύχτα άναβαν φαναράκια στις πόρτες των γιατρών. Οι νεκροί ρίχνονταν στον ασβέστη για λόγους απολύμανσης.
Λέγεται ότι ο Όθωνας έβγαλε μια μέρα το μανδύα του για να σκεπάσει έναν ασθενή που ψυχομαχούσε στο δρόμο. Παράλληλα όμως με την επιδημία θέριζε και η φτώχεια και η πείνα. Οι τιμές στο ψωμί, το κρέας, το λάδι και το ρύζι ήταν φωτιά επειδή το κράτος δεν είχε καταφέρει να επιβάλει διατίμηση.
Πολλοί εγκατέλειπαν την Αθήνα με ζώα, με κάρα, με αμάξια παίρνοντας μαζί τους τα απολύτως απαραίτητα. Ο Λυκούδης αναφέρει ότι ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν τριάντα χιλιάδες κάτοικοι και έμειναν στην πόλη γύρω στις οκτώ χιλιάδες.
Από τις 7 Νοεμβρίου η επιδημία έσπερνε το θάνατο με κορύφωση τις μέρες από 10 μέχρι 15 Νοεμβρίου. Ολόκληρες γειτονιές υπέκυπταν στην αρρώστια, τα στοιχεία έδιναν 1000 νεκρούς όμως τα θύματα θα πρέπει να ήταν τριπλάσια αφού μόνο το Στρατιωτικό Νοσοκομείο στις 14 και 15 Νοεμβρίου έδωσε στον ασβέστη 200 νεκρούς. Στους δρόμους της Αθήνας γίνονταν λιτανείες με έναν ιερέα μπροστά που κρατούσε την εικόνα της Παναγίας και ακολουθούσε κόσμος κλαίγοντας και παρακαλώντας να σταματήσει το κακό.
Στις 14 και 15 Νοεμβρίου στην πόλη υπήρχε βουβαμάρα και ερήμωση στους περισσότερους δρόμους. Το θέαμα των ανθρώπων που ψυχορραγούσαν στους δρόμους αβοήθητοι ήταν φρικτό. Όσο φτηνός ήταν ο θάνατος τόσο ακριβή ήταν η ταφή. Ειδικά στη μεταφορά των νεκρών υπήρχε άγρια κερδοσκοπία. Λεφτά πολλά δίνονταν μπροστά πριν σηκώσουν τους πεθαμένους οι νεκροφόροι, κι όπως στέκονταν οι φτωχιές γυναίκες στις πόρτες παρακαλούσαν τα κάρα που περνούσαν μαζί με τα σκουπίδια να πάρουν και τους νεκρούς.
Οι περιγραφές του Λυκούδη είναι συγκλονιστικές:
«Τα δύο παιδιά με έναν ξαφνικό τιναγμό εσφίχτηκαν στην αγκαλιά της μάνας. Ζωντανά, λοιπόν, έστελναν τα παιδιά της στον ασβέστη; Εκείνα ετραντάζουνταν και την έσφιγγαν περισσότερο σαν να ήθελαν να πνίξουν τη μάνα που διώχνει τα παιδιά της. Τότε κατέβηκαν από το αμάξι οι νεκροφόροι (σ.σ.: οι νεκροθάφτες). Τα τράβηξαν από τη μητρική αγκαλιά και ο ένας απ αυτούς, "σώπα...", της λέει, "δυστυχισμένη γυναίκα. Τα παιδιά σου είναι πεθαμένα για καλά. Μόνο την έχει αυτή τη χάρη η χολέρα, να αφήνει τους σπασμούς της, ώρες πολλές ύστερα από το ξεψύχημα. Ρώτα εμάς που τα βλέπουμε αυτά κάθε ώρα"».
Από το 1854 και μετά δεν σημειώθηκε τέτοια μεγάλη επιδημία χολέρας. Αυτό οφείλεται σε έναν Βρετανό γιατρό, τον Τζον Σνόου, που θεμελίωσε τη θεωρία για την προέλευση της φοβερής αρρώστιας.
Ο Τζον Σνόου αποφάσισε να επαληθεύσει την ορθότητα της θεωρίας, που επανειλημμένα είχε αναπτύξει σε επιστημονικά συνέδρια, ότι δηλαδή η χολέρα δεν προερχόταν από τον αέρα αλλά από το βρώμικο νερό. H θεωρία του μετά από έρευνα στους αγωγούς νερού επαληθεύτηκε.
Αργότερα άρχισε μια εκστρατεία καθαρισμού των αγωγών που μετέφεραν νερό. Εγκαινιάστηκε συντονισμένη προσπάθεια για την παρασκευή φαρμάκων, ικανών να αντιμετωπίσουν την αρρώστια.
Σήμερα σε χώρες με πρόσβαση στα εμβόλια μόνο 1 στους 100 αρρώστους με χολέρα πεθαίνει, ενώ σε χώρες του Τρίτου Κόσμου ο αριθμός των θυμάτων φτάνει συχνά το 1 στα 2.
Βιβλιογραφία
- Τσιλιπήρα Ελένη, Τσίμπρου Ελένη «Οι Επιδημίες στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και τρόποι αντιμετώπισής τους», Θεσσαλονίκη 2009.
- Γιάννης Καιροφύλλας, Η Αθήνα στου Όθωνα τα χρόνια, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2011.