Δημοσιεύτηκε
Έτυχε να πάω μια βόλτα στα μετόχια της Νεάπολης Λασιθίου. Ξεκινήσαμε νωρίς το μεσημέρι, με το φίλο μου τον Άρη, για τις Περονίδες και το μετόχι του Αντώνη, από τον οποίο ήμασταν καλεσμένοι, για να περάσουμε ένα όμορφο μεσημέρι με φαγητό, ποτό και καλή παρέα. Δεν είχα ξαναπάει εκεί, ή τουλάχιστον ήταν η πρώτη φορά που δεν θα “περνούσα” από κει. Ναι ξέρω, οι Έλληνες συνηθίζουν να κάνουν αυτές τις “παρέες” σε κυριακές, γιορτές και αργίες. Όμως ήμουν σίγουρος ότι θα έβλεπα κάτι παραπάνω από μια ακόμα κυριακάτικη παρέα.
Με τον Άρη, που μοιραζόμαστε τις ίδιες ανησυχίες, εφοδιαστήκαμε με μαγνητόφωνο και φωτογραφική μηχανή, εμφανέστατη προδιάθεση των σκοπών μας. Φτάσαμε λοιπόν στον οικισμό Περονίδες, έπειτα από μία διαδρομή 10-15 λεπτών από τη Νεάπολη. Ο οικισμός, κρυμμένος μέσα στα βουνά του Μεραμπέλλου, δεσπόζει σε ένα λοφίσκο, περιτριγυρισμένος από άλλους, μεγαλύτερους λόφους. Εκεί είδα μερικά πετρόχτιστα σπιτάκια -παλαιού τύπου-, προφανώς ενιαίοι χώροι, αλλοπρόσαλλα χτισμένα, χωρίς δρόμους ή “σχέδια πόλης”. Δεν φαινόταν να υπάρχει καμία συνοχή στη διάταξη των σπιτιών. Στην κορυφή του οικισμού δεσπόζει ο Άγιος Μάμας, μια όμορφη γραφική εκκλησία σήμα κατατεθέν για τις Περονίδες. Μεταξύ των σπιτιών υπήρχαν χτισμένες στέρνες και ξυλόφουρνοι που λόγω της διάταξής τους, δε μπορούσες να καταλάβεις εάν ανήκαν στο ένα σπίτι ή στο άλλο. Οι αυλές των σπιτιών θα έλεγα ότι μοιάζουν να είναι ενιαίες. Κανένα σύνορο δεν είδα να χωρίζει τις περιουσίες. Προφανώς οι άνθρωποι, δεν είχαν τότε ανάγκη τα σύνορα. Γι αυτό δεν υπάρχει κάγκελα, ούτε καν συρματόπλεγμα. Μόνο μερικοί πετρόχτιστοι τράφοι, πρόχειρα φτιαγμένοι και πλέον μισογκρεμισμένοι, σου δίνουν μια ιδέα ιδιοκτησίας. Είδα μερικές πόρτες, απ' τις παλιές, τόσο στις Περονίδες όσο και στο μεγαλύτερο σε έκταση, Νοφαλιά. Παρατήρησα ότι οι πόρτες αυτές, είχαν – δεν είχαν κλειδαριά. Πόρτες ασφαλείας δεν ήταν σίγουρα. Οι παλαιοί κάτοικοι δεν είχαν ανάγκη να κλείνουν την πόρτα τους. Δεν κλειδαμπάρωναν τη ζωή τους σε 4 τοίχους. Και όχι γιατί δεν υπήρχαν κλέφτες τότε. Πιστεύω πως οι άνθρωποι αυτοί είχαν πάντα την πόρτα ανοιχτή. Τα αντικείμενα αξίας που είχαν τότε, θα ήταν ελάχιστα. Δεν έχτιζαν φρούρια για να τα προστατεύσουν. Η απλή ζωή τους δεν αναλωνόταν στα αντικείμενα.
Ο Αντώνης, μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε στον Άγιο Μάμα. Πίσω ακριβώς απ' την εκκλησία υπάρχει ένα καινούργιο πετρόχτιστο κτίριο. Ο Αντώνης, ένας άνθρωπος που αγαπάει τον τόπο του και παλεύει γι αυτόν, μας μίλησε γι' αυτό το κτίριο. Ήταν πολύ συγκινητικό που, για να χτιστεί αυτό το κτίριο, έβαλε ο καθένας ότι μπορούσε, ακόμα και μία ηλικιωμένη που βλέποντας αυτή την προσπάθεια, έβγαλε με όλη της την καρδιά 5 ευρώ που είχε στην τσέπη και τα έδωσε για να βοηθήσει και αυτή να χτιστεί. Ιδιαίτερη μνεία έκανε για μία γιγάντια πέτρα, ύψους πάνω από ενάμισι μέτρο και άλλο τόσο στο μήκος, την οποία είχε χτίσει στον τοίχο του κτιρίου. Ζήτησε ακόμα και γερανό για να τον σηκώσει, όμως του είπαν ότι η πέτρα είναι βαριά για να σηκωθεί. Τέτοιο πράμα δε σηκώνεται, σκέφτηκα. Ο Αντώνης όμως ήθελε να χτιστεί εκεί. Τελικά με άλλα 2 άτομα κατάφερε σιγά-σιγά να την τοποθετήσει εκεί που έπρεπε για να γίνει μέρος του τοίχου. 3 άτομα λοιπόν, και η πέτρα μπήκε εκεί που έπρεπε. Δεν ξέρει πως τα κατάφεραν. Κι εγώ δεν κατάλαβα πως τα κατάφεραν. Δεν ξέρω πόσο μπορεί να ζύγιζε αυτός ο βράχος. Αλλά κάτι τέτοιο είναι δευτερεύον. Δε νομίζω να νοιάστηκαν για το βάρος της. Απλά τη σήκωσαν και την τοποθέτησαν εκεί. Δίπλα από την εκκλησία είδα ένα μικρό πέτρινο τραπεζάκι. Γύρω από το τραπέζι, ένας γιγάντιος βράχος σκαλισμένος για να μοιάζει σαν καθιστικό. Όλο αυτό κάτω ακριβώς από ένα μεγάλο δέντρο για την απαραίτητη σκιά. Ο Αντώνης μας περιέγραφε τη δουλειά που έχει γίνει, κρατώντας παράλληλα μια χαρτόκουτα και μαζεύοντας σκουπίδια.
Ανάμεσα στα παλιά κτίρια, που είτε εγκαταλελειμμένα είναι, είτε έχουν μετατραπεί σε αποθήκες, υπάρχουν και ορισμένα καινούργια κτίρια, χτισμένα τόσο από έλληνες όσο και από ξένους. Κάποια σπίτια έχουν χτιστεί πάνω σε περιουσίες που κληρονομικά πέρασαν στα χέρια των σύγχρονων, ενώ κάποια άλλα έχουν χτιστεί από “περαστικούς”, που είδαν τον τόπο και αποφάσισαν ότι θέλουν να χτίσουν εκεί ένα καταφύγιο. Ένα καταφύγιο στο οποίο θα καταφεύγουν όποτε νιώθουν την πίεση του σύγχρονου τρόπου ζωής στο πετσί τους. Ένα καταφύγιο που θα τους προσφέρει την απαραίτητη απομόνωση και την αναγκαία επαφή με τη ανέγγιχτη φύση.
Στο τραπέζι μαζεύτηκε ωραία και μεγάλη παρέα. Το ελληνικό φαγοπότι συνεχίστηκε όμορφα. Όπως πάντα το φαγητό που περίσσεψε, φτάνει για να ταϊσει άλλο τόσο κόσμο και βάλε. Το έχουμε αυτό εμείς οι έλληνες. Φαϊ να υπάρχει και ποτό να μη στερέψει. Και αφού το φαγοπότι καλά κρατούσε, η Κατερίνα που καθόταν δίπλα μου, με ρώτησε: “Γιατί να αγαπάς τον τόπο σου; για τον τόπο; ή για τους ανθρώπους;”. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την ώρα δε μπορούσα να απαντήσω. Ούτε τώρα μπορώ. Και είναι ένα ερώτημα που επιλέγω να αφήσω μετέωρο προς το παρόν και να μη διαλέξω μεριά. Στο κάτω-κάτω δε χρειάζεται κιόλας. Ας κοιτάξει ο καθένας την ιστορία του, θα καταλάβει.
Αυτά που είδα στις Περονίδες δεν περιγράφονται με λέξεις ή φωτογραφίες. Είδα έναν τόπο απομονωμένο, με την κλασσική άγρια ομορφιά της ορεινής Κρήτης, σχεδόν παρθένα και δίχως ανθρώπινη παρέμβαση. Μέσα στα σοκάκια του εγκαταλελειμμένου οικισμού, ένιωσα για μια στιγμή πως είναι να ζεις χωρίς τοίχους και όρια, χωρίς δικό μου και δικό σου -τουλάχιστον όχι όπως το εννοούμε σήμερα-. Σαν ο αέρας να είχε τη μυρωδιά μιας εποχής που δείχνει να έχει χαθεί. Να ζεις χωρίς πολυτέλεια, χωρίς την έννοια της κτήσης, να ζεις από τη φύση και μαζί με αυτή. Να ζεις απλά. “Άνθρωπος και φύση ένα”, έγραφε μια επιγραφή σε ένα άλλο χωριό, το Κουνάλι. Νομίζω αυτές οι λέξεις περιγράφουν καλύτερα αυτά τα μετόχια.
Ο τόπος ερημώνει, όμως οι αναμνήσεις είναι ακόμα ζωντανές, μέσα από τα χαλάσματα και τους λίγους ανθρώπους που ακόμα ενδιαφέρονται, όπως τον Αντώνη, που μιλούσε σχεδόν με ευλάβεια για τις Περονίδες, θέλοντας να μας μεταδώσει την αγάπη του και να μας δείξει ότι αυτή η περιοχή έχει ανάγκη από νέους ανθρώπους που έχουν όρεξη να ασχοληθούν. 6-7 ώρες έκατσα στο μετόχι και κατάλαβα ότι η αξία των παλαιών οικισμών, δεν είναι τόσο τα κτίρια, όσο ο τρόπος ζωής που υποδηλώνεται σε αυτά. Είδα την ανιδιοτελή προσφορά των ανθρώπων που νοιάζονται να φτιάξουν κάτι σε έναν οικισμό που χάνεται στο χρόνο. Είδα ότι ο άνθρωπος μπορεί να σηκώνει βράχους που η κοινή λογική λέει ότι δε μπορεί. Δεν είχα χρόνο να ρωτήσω πολλά πράγματα. Είμαι όμως σίγουρος πως αυτός ο μικρός τόπος κρύβει πολλά μυστικά, μυστικά που πρέπει να φανερωθούν διότι όχι μόνο είναι χρέος μας να γνωρίζουμε, αλλά επειδή τα έχουμε και ανάγκη.
Διογένης