Δημοσιεύτηκε
«Τα γλέντια στο παλιό Ηράκλειο ήταν τρικούβερτα κι έχουν μείνει στην ιστορία» της εξήγησε ο Σωτήρης που την πρόσεξε να παρακολουθεί την κουβέντα τους για τα περασμένα. «Στους συλλόγους, τα καφενεία, τους κινηματογράφους, στο Ντορέ και το Λιμενικό περίπτερο, μα και στους δρόμους ακόμη, δε χάναν ευκαιρία να το ρίξουν έξω οι Ηρακλειώτες. Θυμάσαι, Αγγελή, την ταβέρνα “Στα Τρία Πεύκα”, ή “Τα κουνέλια” στην Κνωσό;»
«Πώς δεν τα θυμούμαι! Ήντα ξεφάντωμα είχαμε κάμει μια βολά, Σωτήρη, στον “Μαύρο γάτο” στου Καράβολα, που μας επήρε το πρωινό στα Λιοντάρια, να καθόμαστε στα μπογατσάδικα και να ξανοίγουμε με νερά και γκαζόζες να ξεμεθύσομε!» γέλασε ο θείος της. «Απ’ το πολύ σουρομάδημα, δεν εξεχώριζες μπλιο τι είχαμε μασκαρευτεί».
«Ο κόσμος κυκλοφορούσε από νωρίς σε χορούς και σε μπαλταφάν, ολάκερη η πόλη ένα πανηγύρι» συνέχισε ο Σωτήρης χτυπώντας με κρότο το κομπολόι του. «Αργά το βράδυ κινούσαμε για το δεύτερο σεργιάνι. Στο Μεϊντάνι ο μπάρμπας μου ο Σωκράτης πουλούσε καβρουμά με τυρί, ενώ στα διανυκτερεύοντα μαγειρεία ο πατσάς, η βραστή όρνιθα και το ντεκότο ευωδίαζαν μέχρι τις ρούγες. Ο μπάρμπας μου είχε μια τεράστια κοιλιά και δυο λιανοπόδαρα να κρέμονται από κάτω της που τόνε φωνάζαμε “Σωκαβρουμά”, ετσά ολοστρόγγυλος που ήταν!»
«Nαί! Ναι! Αν φώναζες πολλές φορές “Σωκαβρουμάς”, χανότανε το σίγμα και άκουγες σκέτο “ο Καβρουμάς”. Κιανείς δεν τον εφώναζε Σωκράτη. Θε μου, τι χρόνοι ήταν αυτοί! Είχαν ανάγκη, κορίτσι μου, οι άνθρωποι να ξεδώσουν. Πολλές πληγές κι όλες νωπές στην ψυχή τους, ο πόλεμος να μην τελεύει ποτέ, η καταστροφή στη Μικρασία, η άτιμη η φτώχεια. Τι να σου κάμουν κι οι Καστρινοί, το ’ριξαν στον πεντοζάλη για να ξεχνιούνται» τον πείραξε ο θείος της.
«Μόνο οι Καστρινοί;» Το γιούσουρι του κομπολογιού του Σωτήρη άστραψε μέσα στην κάπνα. «Τα ξενοδοχεία γέμιζαν ξενομερίτες, μέχρι και στο πλοίο “Αγγέλικα” ξωμένανε οι γλεντζέδες. Οι μαγαζάτορες ευλογούσαν τα γένια τους. Στόλιζαν τα άρματα του καρναβαλιού με τα προϊόντα τους ή τα μοίραζαν αβέρτα στους θεατές. Μα και πολλοί καλλιτέχνες κατέβαιναν στο Μεγάλο Κάστρο τη μεγάλη Αποκρά. Ο Χιώτης με τη Λίντα, ο Αττίκ και η Σοφία Βέμπο κι άλλοι που ’χω λησμονήσει τα ονόματά τους εδά. Οι αρτίστες να πορίζουν στους δρόμους –θου, Κύριε, γυναίκες πράμα– με παντελόνια! Να χορεύουν στα υπόγεια του σινεμά “Απόλλων” ρούμπα, γιάνκα, τσάρλεστον. Οι πάντες να θέλουν να μάθουν χορό. Πόσα χοροδιδασκαλεία δεν ανοίγαν και πόσα κέντρα για να εξασκούνται οι χορευτές στα τσαλιμάκια τους. Εδά θυμήθηκα το “Μινώα” στον Άγιο Μάρκο, Αγγελή. Τι ξενύχτια δεν είχαμε κάμει στο “Μινώα” με τον Μανόλη!»
«Ναίσκες. Και στο “Μαξίμ” στην Καλοκαιρινού. Και στο “Σαβόι”. Οι ίδιοι τοίχοι με τις ξύλινες ραμποτέ επενδύσεις, η ίδια πίστα, τα ίδια τραπέζια, το ίδιο πάντα μενού – γαμοπίλαφο με βραστό, μπριζόλα χοιρινή ή για όσους δεν πεινούσαν φρουτοσαλάτα. Ξεχνιούνται αυτά;»
Απόσπασμα από το βιβλίο "ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ"
Βιογραφικό:
Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη κατάγεται από το Ηράκλειο, κυκλοφορούν τρία βιβλία της, «το ραντεβού» η «Κερασία» και «το Πορτραίτο». Έχει γράψει ακόμα μια συλλογή με μικρά ποιήματα και χαϊκού. Πολλά διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο και διαδικτυακό τύπο. Διατηρεί ένα μπλογκ τέχνης, το afroui • me & myself (afrouif.tumblr.com) και μια καλλιτεχνική στήλη (afrouiσματα) σε λογοτεχνική ιστοσελίδα. Τη βρίσκετε στο Twitter ως @afroui και στο Facebook με το όνομά της.