Δημοσιεύτηκε
Λοιπόν, οφείλω να παραδεχτώ κάτι: Δεν είμαι από τους τύπους που χορεύουν, μιας και δεν προτιμώ μουσική "χορευτική" ας πούμε. Εκτός αυτού ανήκω στην κατηγορία των λιγότερων εκδηλωτικών ανθρώπων. Είμαι από αυτούς που με κλειστά παράθυρα σε ένα δωμάτιο μόνος θα βάλω μουσική που γουστάρω, σε ντεσιμπέλ απογείωσης αεροπλάνου, ίσως κάνω κάποια τρελά ακροβατικά, έτσι για να εκδηλωθώ ρε παιδί μου, αλλά σε κοινή θέα, παραμένω σχεδόν πάντα θεατής. Μπορεί λοιπόν να μη χορεύω, αυτό όμως δε σημαίνει πως έχω σε χαμηλή εκτίμηση και το χορό.
Ο χορός εκτός από ψυχολογική έκφραση είναι και φορέας ιστορίας, λαογραφίας, εθνολογίας κοκ. Τρέφω μάλιστα ιδιαίτερη εκτίμηση για τους χορούς που χορεύουμε εδώ στην Κρήτη, κι ας μη τους χορεύω. Γνωρίζοντας την ιδιαίτερη βαρύτητα των παραδοσιακών μας χορών, επέλεξα να μιλήσω για τον κρητικό πυρρίχιο χορό μας, το πεντοζάλι. Έναν από τους έντονους και ζωηρούς χορούς, για τον οποίο δε χωράνε περιγραφές. Δε χωράνε περιγραφές, όχι γιατί είναι εκπληκτικά όμορφα δεμένος με τη μουσική που τον συνοδεύει, όσο για τη συγκίνηση που προσφέρει σε όποιον, μέσα από τα βήματά του, νιώθει τη βαριά ιστορία που κουβαλά.
Άραγε από όλους αυτούς που τον χορεύουνε σε γάμους και πανηγύρια, πόσοι γνωρίζουν τι πραγματικά πρεσβεύει το πεντοζάλι; Πόσοι γνωρίζουν πόσο βαριά είναι τα βήματα του χορού εκείνου που τόσο ανάλαφρα χορεύονται σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις; Τα χνάρια του χορού μας οδηγούν στα μέσα του 18ου αιώνα, και συγκεκριμένα στις προπαρασκευαστικές μέρες της 5ης κατά σειρά επανάστασης των Κρητικών απέναντι στον Οθωμανικό ζυγό.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1769 επαναστάτες με αρχηγό το Δασκαλογιάννη κάλεσαν τον Στεφανή Τριανταφυλλάκη ή Κιόρο στην Ανώπολη για να ετοιμάσει ένα νέο χορό ειδικά γραμμένο για το "πέμπτο ζάλο", δηλαδή την επικείμενη επανάσταση. Γι αυτό αποκαλούμε το χορό Πεντοζάλι και όχι πεντοζάλης. Πραγματικά ο Κιόρος πήγε στην Ανώπολη και κάθισε έξι μήνες. Εκεί συνέθεσε τις μελωδίες του νέου χορού οι οποίες σύμφωνα με τον Δασκαλογιάννη έπρεπε να είναι 12 όσες και οι οπλαρχηγοί και τα βήματα 10 όπως η ημέρα που θα ξεκινούσε η επανάσταση. Στο ξεκίνημα της επανάστασης οι καπεταναίοι πιασμένοι από τους ώμους για να δηλώσουν την αλληλοϋποστήριξή τους χόρεψαν αυτό το νέο χορό τον οποίο ονόμασαν Πεντοζάλι.
Ο Δασκαλογιάννης έστειλε επιστολή στον πασά της Κρήτης, ζητώντας του να αποσύρει τα τουρκικά στρατεύματα από την Κρήτη για να μη χυθεί άδικα αίμα. Ο σουλτάνος παράγγειλε στον πασά της Κρήτης να καταστρέψει τα Σφακιά. Πριν να προλάβουν οι Τούρκοι να οργανωθούν, 1800 οπλισμένοι Σφακιανοί ξεχύθηκαν από την Ανώπολη. Ο Τουρκικός στρατός, δεν είχε προλάβει να οργανωθεί. Μάταια προσπάθησε να αποκρούσει το μανιασμένο κύμα των επαναστατών. Το σώμα του Δασκαλογιάννη προχωρούσε ακάθεκτο, ρημάζοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Οι Τούρκοι έσπευσαν να κλειστούν στις οχυρωμένες πόλεις. Ο Δασκαλογιάννης δημιούργησε ομάδα από εκατό επίλεκτους Σφακιανούς. Τους ονόμασε «Νυχτοπολεμιστές» και τους ανέθεσε νυχτερινές επιδρομές στα τουρκικά χωριά, αιφνιδιαστικά, και να καταστρέφουν καθετί τουρκικό. Ονομάστηκαν από τους κατακτητές Σεϊτάν Τακιμί που σημαίνει διαβόλων σώμα.
Στα Χανιά, συγκροτήθηκε στράτευμα από 12.000 Τούρκους που ξεκίνησαν με κατεύθυνση το Ρέθυμνο. Στις Βρύσες, στρατοπέδευσαν για 48 ώρες, αναμένοντας ενισχύσεις. Κατέφθασαν ακόμα 6.000. Στους συνολικά 18.000 άνδρες προστέθηκαν και 4.000 εξαναγκασμένοι Έλληνες ως κουβαλητές. Από τους Σφακιανούς, τριακόσιοι έμειναν στη Σαμαριά, να προστατεύσουν τα γυναικόπαιδα. Οι υπόλοιποι 1.500 περίμεναν τους Τούρκους στην περιοχή Κράπη. Το στράτευμα των 18.000 Τούρκων επέπεσε πάνω στις θέσεις των 1.500 Σφακιανών αλλά πετσοκόπηκε. Τις δυο πρώτες μέρες, οι Τούρκοι έχασαν πάνω από τριακόσιους νεκρούς έναντι δέκα νεκρών και τραυματιών Σφακιανών. Από την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι έβαζαν μπροστά τους ασπίδα τους Έλληνες μεταφορείς και προχωρούσαν πίσω τους. Οι Σφακιανοί δεν πτοήθηκαν. Συνέχισαν να σκοτώνουν Τούρκους και, αναγκαστικά, Έλληνες. Οι μέρες περνούσαν με το τουρκικό στράτευμα συνεχώς να χάνει άνδρες.
Κι ενώ οι μάχες συνεχίζονταν, από τον Χάνδακα ξεκίνησε στρατός 8.000 Τούρκων με πορεία προς τον Νότο, στα Σφακιά. Ο Δασκαλογιάννης και οι συμπολεμιστές του αποφάσισαν να σταλούν πεντακόσιοι από τη δύναμή τους να προασπίσουν τα Σφακιά, ενώ αντιπρόσωπός τους θα πήγαινε στην Πελοπόννησο να μάθει τι γίνεται εκεί και πότε σκόπευαν οι Ρώσοι να έρθουν στην Κρήτη.
Η άμυνα συνεχιζόταν σε δυο μέτωπα σκληρή, με τον Δασκαλογιάννη να βρίσκεται πότε στη μια πότε στην άλλη τοποθεσία. Οι Σφακιανοί αντιστέκονταν στην τεράστια τουρκική πίεση «ώσπου να έρθουν οι Ρώσοι». Αντί για Ρώσους, έφτασαν τουρκικά πλοία που αποβίβασαν νέα στρατεύματα στο νησί. Οι 1.500 Σφακιανοί μαχητές που είχαν απομείνει, έπρεπε πια να τα βγάλουν πέρα με 40.000 πάνοπλους Τούρκους. Σχεδόν ταυτόχρονα, έφτασε η είδηση ότι η επανάσταση στην Πελοπόννησο είχε σβήσει κι ο στόλος του Ορλόφ είχε αποπλεύσει. Η Μεγάλη Αικατερίνη είχε πάρει αυτά που ήθελε και είχε ειρηνεύσει με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Στα δυο μέτωπα όπου οι Σφακιανοί συνέχιζαν να πολεμούν, η αναλογία ήταν 1 προς 27. Κι ελπίδα ενισχύσεων δεν υπήρχε πια. Ξεκίνησαν να υποχωρούν, συνεχίζοντας τον πόλεμο. Αποσύρθηκαν στις Μαδάρες, τις απάτητες κορφές των Λευκών Ορέων. Οι Τούρκοι μπήκαν στα σφακιανά χωριά και κυριολεκτικά τα ξεθεμελίωσαν. Οι Σφακιανοί ρίχνονταν ξαφνικά πάνω τους, τους πετσόκοβαν κι αποσύρονταν:
Ο κλεφτοπόλεμος στοίχιζε στους Τούρκους κεφάλια και περιουσίες. Τρόπο αντίδρασης δεν είχαν. Ό,τι ήταν κάψουν στα Σφακιά και να ξεθεμελιώσουν, το είχαν κάνει. Οι Σφακιανοί πια δεν είχαν να χάσουν τίποτα. Ως εκείνη την ώρα, ο πασάς είχε χάσει 6.000 άντρες. Έστειλε επιστολή στον Δασκαλογιάννη, με την οποία του υποσχόταν ότι θα εκκένωνε αμέσως τα Σφακιά, αν ο ίδιος και μόνον αυτός παραδιδόταν. Η επιστολή συνοδευόταν και από άλλη του αιχμάλωτου αδελφού του, που τον βεβαίωνε πως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, αν εμφανιζόταν μπροστά στον πασά. Μόνο που ο αδελφός του είχε βάλει κι ένα σημάδι που ειδοποιούσε τον Δασκαλογιάννη ότι τον περίμενε ο θάνατος, αν παρουσιαζόταν.
Ο Δασκαλογιάννης σκέφτηκε ότι ναι μεν θα τον σκότωναν, ο πόλεμος όμως θα τελείωνε. Κι ήταν αυτός που είχε παρασύρει τους συμπατριώτες του να επαναστατήσουν. Αποφάσισε να παρουσιαστεί στον πασά. Εκείνος αρχικά τον δέχτηκε καλά. Πάνω από όλα, ήθελε ένα χαρτί που να βεβαιώνει «πάντα ενδιαφερόμενο» ότι νίκησε. Το χρειαζόταν για να γλιτώσει το δικό του κεφάλι σε πιθανή κλήση του στην Κωνσταντινούπολη. Για να γλιτώσουν τον αρχηγό τους, οι Σφακιανοί το έστειλαν ως συνθήκη: Έχασαν, στο εξής θα πλήρωναν 5.000 γρόσια ετήσιο φόρο, θα συνέχιζαν να ζουν όπως πριν από την επανάσταση αλλά ο Δασκαλογιάννης θα έμενε τρία χρόνια στον Χάνδακα, φιλοξενούμενος του πασά.
Ο τουρκικός στρατός επέστρεψε στον Χάνδακα «νικητής». Ο Δασκαλογιάννης περιορίστηκε στο μέγαρο της διοίκησης, συντροφιά με την κόρη του. Πήγαν να τον επισκεφτούν επτά ιερείς και 75 Σφακιανοί καπετάνιοι. Συνελήφθησαν και ρίχτηκαν στις φυλακές. Ο πασάς ζήτησε από τον «φιλοξενούμενό» του να γράψει στα υπόλοιπα αδέλφια του, να τον επισκεφτούν. Αυτός ανταποκρίθηκε αλλά έβαλε το μεταξύ τους γνωστό σημάδι που σήμαινε θάνατο.
Τ’ αδέλφια του Δασκαλογιάννη ποτέ δεν φάνηκαν. Τρεις μήνες αργότερα, ο πασάς διέταξε να θανατωθεί ο Δασκαλογιάννης. Ο πασάς έβαλε τον αιχμάλωτο αδελφό να παρακολουθεί τον Δασκαλογιάννη όση ώρα ο δήμιος τον έγδερνε: Ξεκινούσε από το κεφάλι και αφαιρούσε λωρίδες δέρματος προς τα κάτω. Ο Δασκαλογιάννης δεν έβγαλε μιλιά. Ο πόνος του παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά, το κορμί του ήταν κατακόκκινο κάτω από γδαρμένο δέρμα. Πέθανε 17 Ιουνίου 1771. Ο δήμιος φώναζε «ποιος θέλει να πάρει καλό πετσί για τα στιβάνια του;». Το πτώμα έμεινε γδαρμένο δυο μέρες σε κοινή θέα. Ο αδελφός του είχε αφεθεί ελεύθερος. Είχε τρελαθεί. Τριγυρνούσε στις συνοικίες και συνεχώς επαναλάμβανε:
«Τι ωραίος που είσαι, αδελφέ μου, με τα κόκκινα».
Μια κόρη του Δασκαλογιάννη, η Ανθούσα, αυτοκτόνησε πέφτοντας σ’ ένα πηγάδι. Η Μαρία, αυτή που τον είχε ακολουθήσει κατά την παράδοσή του στον Χάνδακα, δόθηκε σύζυγος του Αμπλού Αχμέτ πασά, διευθυντή οικονομικών υποθέσεων του νησιού, που την αγάπησε και της επέτρεψε να διατηρήσει την χριστιανική πίστη της. Η γυναίκα του, Σγουρομαλλούσα, οι γιοι και τ’ αδέλφια του κατέφυγαν στα Κύθηρα. Ο Αμπλού Αχμέτ ευτύχησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη ως υπασπιστής του σουλτάνου. Η Μαρία έζησε αρχοντικά, έχοντας μετατρέψει ένα δωμάτιο σε κρυφό εκκλησάκι. Χήρα πια, στα 1820, πήγε καλόγρια στην Τήνο. Το 1821, χρηματοδότησε την επανάσταση στην Κρήτη. Πέθανε το 1823.
Οι γιοι του Δασκαλογιάννη έγιναν ο ένας ήρωας της επανάστασης του 1821, οι δυο καπετάνιοι στα καράβια του Ανδρέα Κριαρά κι ο τέταρτος αρχηγός σωματοφυλακής (από ογδόντα Σφακιανούς) του Ναπολέοντα.
Αυτή είναι, εν ολίγοις, η ιστορία της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη. Ενός Δασκαλογιάννη για τον οποίο πολλοί δε γνωρίζουν τίποτα, ή έστω κάποιο δρόμο ή πλατεία με το όνομά του. Ενός Δασκαλογιάννη που θυσιάστηκε για να σώσει τους συμπολεμιστές του, με τον πιο φρικτό τρόπο. Ενός Δασκαλογιάννη που τα έβαλε με τον κατακτητή, κι ας υστερούσε αριθμητικά, και την ύστατη ώρα που τον γδέρνανε στην πλατεία, δεν έβγαλε άχνα, ούτε ένα αχ δεν είπε, ενώ ο δήμιος τον έγδερνε ζωντανό.
Αυτή είναι η ιστορία του πέμπτου ζάλου, του πέμπτου βήματος της ελευθερίας, αυτή και η ιστορία του πεντοζάλι που χορεύουμε σε χαρές και πανηγύρια, δίχως να γνωρίζουμε τι είναι αυτό που χορεύουμε. Κάθε βήμα του χορού είναι ποτισμένο με περίσσιο αίμα και με το όραμα της απελευθέρωσης και της ελευθερίας. Κάθε χτύπημα του ποδιού αντιλαλεί στους αιώνες σαν τουφεκιά από τα όπλα των Σφακιανών του Δασκαλογιάννη. Ο Πυρρίχιος των Κρητών είναι το πεντοζάλι. Όπως και εκείνος των Ποντίων, όπως και ο αρχαίος Πυρρίχιος είναι χοροί που δε θα έπρεπε να χορεύονται σε γιορτές και πανηγύρια. Παρά μόνο για να τιμούμε τη μνήμη των ηρώων μας. Πάνω απ' όλα για να μην ξεχνάμε την ιστορία μας, αλλά και για να γράψουμε τη δική μας.
Δημήτρης Παπαγιαννάκης