Δημοσιεύτηκε 13/08/2019
Καλοκαίρι του '73. Η φωτιά στην παραλία ήταν δυνατή. Άλλαζε πολλά χρώματα, μέχρι να φτάσει να μας αρπάξει ολόκληρους και να μας τυλίξει για πάντα. Ήταν ένα παιχνίδι από κείνα τα πολλά που μάθαμε, ψάχνοντας τα τελευταία μας τραύματα, στο τελευταίο καλοκαίρι της ζωής μας.
Τον μήνα Αύγουστο εκείνη την χρονιά είχε πολλά μελτέμια. Τα λεωφορεία για την ακτή αργούσαν νάρθουν κι όταν κάποτε έφταναν, δεν έπαιρναν άλλους. Μας έψηνε ο ήλιος του Αυγούστου, μα εμείς εκεί. Δεν το βάζαμε κάτω. Αφουγκραζόμαστε το σκάσιμο της ασφάλτου, κάθε που κάναμε χιλιόμετρα ολόκληρα. Ατέλειωτες εκδρομές, χαραγμένες ανεξίτηλα στις φαλακρές επιφάνειες του νησιού μας.
Ύστερα ήρθε κι ο Σεπτέμβρης κουβαλώντας μια ψιλή βροχούλα που θα την θυμάμαι πάντα, γιατί ήταν εκείνες οι σταγόνες που δεν στέγνωσαν ποτέ πάνω στο λινό σου πουκάμισο.
Με τον καιρό αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι τίποτα συνταρακτικό δεν θα ταρακουνούσε την ζωή μας. Όλα έμεναν σχεδόν όπως ήταν γύρω μας. Παλιωμένα και θλιβερά. Μονάχα που εμείς περνούσαμε βιαστικά και φοβισμένα από πάνω τους, σ’ ένα χρόνο ανύποπτο και καθόλου σημαντικό. Φορτωμένοι μια ανάσα πιο μεγάλη απ’ το μπόι μας, καταφέρναμε σχεδόν τα πάντα, όπως γινόταν μ’ όλους τους άλλους ανθρώπους. Ν’ αγαπάμε, να μισιόμαστε, να χαμογελάμε. Πήραν οι καινούργιες μέρες ν’ αλέθουν τα πάντα μαζί με τα κομμάτια μας, τα όνειρα, τους φόβους. Θρυμματίστηκε βάναυσα ο κόσμος γύρω μας κι έγινε ένα ατέλειωτο φευγιό η ζωή μας.
Αύγουστος του ’73
λόγια αγάπης
χαραγμένα ανεξίτηλα
με σουγιά στ’ αλμυρίκια
ή σε κρανία ζώων
ο ήλιος στο σταυρό
κι’ ύστερα το γέλιο σου
να κουδουνίζει ψηλά
--θρύψαλα πάγου σε ποτήρι διάφανο--
σβήνει τη δίψα
στο βάθος
ένας μικρός ξυπόλητος
πουλάει φρούτα
Τη νύχτα η φωτιά
να μας αρπάζει ολόκληρους
κραυγές που λιώνουν ή πνίγονται
στο βυθό του αστερία
το σώμα μας
πετράδια θλίψης
στο βάθος
ένα καΐκι ολόφωτο
παραμονεύει
Τώρα
δε ξέρω κι’ εγώ πώς
μασκαρεμένοι τουρίστες ή πουλιά
γυροφέρνουν το πτώμα σου
σε πολλαπλές εφορμήσεις
κι’ η θάλασσα απόπληχτη
--κλοιός κι’ αρμύρα--
ξερνάει εντόσθια
στο βάθος
πέντε έξη άνθρωποι μαζεύουν την κορδέλα
στήνουν το πλέγμα
γελούν και φεύγουν
ψηλά στο φαλακρό διάζωμα
ένα γεράκι ανθρώπινο παραμονεύει
Ο Γλάρος