Δημοσιεύτηκε
Χριστόφορος Λιοντάκης (1945 - 26 Ιουλίου 2019)
Μερικοί γεννιούνται ποιητές σχεδόν χωρίς να το ξέρουν. Φαίνεται από την καθημερινή ευαισθησία τους και από τη στάση τους απέναντι στα πράγματα. Αν στο διάβα της ζωής τους γράψουν και ποιήματα, είναι απλή σύμπτωση. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Χριστόφορος Λιοντάκης.
Γνωριστήκαμε στα ένδοξα χρόνια της νιότης με τις μεγάλες παρέες στις ταβέρνες και τα ξέφρενα πάρτι στο σπίτι του Χρήστου ή του Λάζαρου, με την Αγγελική, τη Βάσω, τη Σίσσυ Παπαθανασίου τον Μάριο Σπηλίοπουλο, τη Μαρία Μαραγκού και τόσους άλλους. Ο Χριστόφορος δεν χόρευε. Καθόταν σε μια γωνιά πίνοντας το αγαπημένο του ουίσκι και καπνίζοντας συνεχώς. Συχνά αποσυρόταν από τα εγκόσμια για να στοχαστεί, να πενθήσει και να εξευμενίσει ολομόναχος τα δεινά της ανθρωπότητας, θεωρώντας πως η ποίηση είναι η αίρουσα τας αμαρτίας του κόσμου.
Δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του. Αν του έλεγα ότι μου αρέσει κανένα βιβλίο του, μου απαντούσε «Ελα βρε Χρυσάκι, υπερβάλλεις». Ούτε ευχαριστώ καλά καλά δεν έλεγε από σεμνότητα. Και σκεφτόμουν από προχθές ότι κάλλιστα θα μπορούσε να είχε απευθυνθεί μ’ένα γράμμα, σαν τον Ρίλκε, στους σημερινούς ποιητές και να τους συμβουλεύει πώς να αποφεύγουν τις κακοτοπιές της έπαρσης και της απατηλής ματαιοδοξίας, πώς να γράφουν 100 σελίδες, να σκίζουν τις 95 και να κρατάνε 5, γιατί για μια λέξη οι αληθινοί ποιητές λιώνουν τόνους από γλωσσικό μετάλλευμα.
«Θα ξανάρθει/ ηλιοβασίλεμα μετανιωμένο/ ξύπνημα πρωινό./ Και με μνήμη και με λήθη/ θα ξανάρθει/ ήχος απόβροχου καλοκαιρινού./ Θα ξανάρθει/ το λίγο νοσταλγώντας του φωτός»
Θα ξανάρθουν, Χριστόφορε, πολλά ηλιοβασιλέματα και πρωινά μα εσύ δεν θα είσαι εκεί. Σ’ ευχαριστούμε για το πολύ του φωτός που μας χάρισες.
ΥΓ: Αγαπούσε πολύ το Ηράκλειο την πόλη που γεννήθηκε. Είχε μάλιστα επιμεληθεί έναν τόμο για τη γενέθλια γη, στη σειρά "Μια πόλη στη λογοτεχνία" από το Μεταίχμιο