Δημοσιεύτηκε
Όταν ο γνωστός άθεος καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας Αλαίν ντε Μποτόν έγραψε το βιβλίο Θρησκεία για άθεους, σίγουρα δεν είχε υπ’ όψη μόνον όσους δηλώνουν άθεοι αλλά όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως θρησκείας. Κατά τη γνώμη του και χωρίς να πρεσβεύει μια επιστροφή στη θρησκευτικότητα, εάν εφαρμοστούν τα βασικά σημεία των πιο διαδεδομένων θρησκειών στον κόσμο, ώστε να ενισχυθεί η ηθική μας πλευρά, θα κάνουμε τη ζωή μας απείρως ευτυχέστερη και τον κόσμο μας καλύτερο.
Οι μέρες αυτές, αν και έχουν σαν αφορμή μια σειρά θρησκευτικών εορτών, με κορωνίδα τη Γέννηση, για την οποία μας προετοιμάζουν επί σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή που φυσικά δεν τηρούνται, έχουν χάσει πλέον το αρχικό τους νόημα. Καλώς συνέβη εν μέρει, αφού η αυστηρότητα των κανόνων είχε κάποιους άλλους λόγους ύπαρξης, οι οποίοι έχουν εκλείψει. Η θρησκευτικότητα υποχώρησε, ακόμη και κάποιοι ιεράρχες, ονόματα δε λέμε, που έχουν λόγους να τη συντηρήσουν έστω και για ίδιον όφελος, βάζουν δυναμίτη στα θεμέλια της χριστιανικής πίστης και το αποτέλεσμα είναι να γκρεμίζουν κάθε ελπίδα επιστροφής του “ποιμνίου” στο “μαντρί” τους.
Τη σκυτάλη πήρε χρόνια πριν ο καταναλωτισμός, που με άλλοθι την εορταστική ατμόσφαιρα έγινε έθιμο, αλλά κι εκείνος χάνει έδαφος ραγδαία λόγω οικονομικής αδυναμίας της πλειοψηφίας των (πρώην) καταναλωτών, πράγμα που εντείνει και την “παραδοσιακή” εορταστική κατάθλιψη.
Τι μας απομένει, λοιπόν; Επιστροφή εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, μονιμοποίηση της κατάθλιψης ή να βρούμε μια μέση οδό στην οποία θα πορευτούμε εν ειρήνη, πιο κοντά σε κάποιες από τις δογματικές θέσεις των θρησκειών, πιο μακριά απ’ ό,τι μας πληγώνει και πιο αποτελεσματικά σε ό,τι αφορά την κοινωνική μας συμπεριφορά;
Από τα βασικότερα που διδάσκουν όλες οι θρησκείες είναι η καλοσύνη, η κοινωνική αλληλεγγύη και η αντιρατσιστική συμπεριφορά. Το τρίπτυχο αυτό είναι αναγκαία συνθήκη, αυτή την εποχή περισσότερο από ποτέ άλλοτε, για την ανακούφιση των οικονομικά ασθενέστερων Ελλήνων αλλά και των άτυχων αλλοδαπών, διαφορετικού χρώματος και θρησκείας και κοινωνικής αντίληψης, που το κύμα τους ξέβρασε στο πιο ακατάλληλο σημείο της Ευρώπης, για την κάλυψη βασικών αναγκών τους.
Ένα ακόμη δείγμα κοινωνικής αλληλεγγύης εκ μέρους μας είναι να μην κλείσουμε την πόρτα σε κανένα παιδάκι που θα έρθει να μας πει τα κάλαντα. Τα οποία κάλαντα πέρασαν κι εκείνα από διάφορα στάδια. Σαν έθιμο μαρτυρείται από την αρχαιότητα με την ονομασία Ειρεσιώνη, πέρασαν στα ρωμαϊκά χρόνια ως calendae και μέσω της βυζαντινής παράδοσης επιβίωσαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Στην αρχική μορφή τους το ζητούμενο των καλαντιστάδων ήταν να κοινωνικοποιηθούν, δηλαδή να ευχηθούν και να απολαύσουν σε κοινή παρέα το ίδιο βράδυ ό,τι αποκόμισαν σε είδος από την εξόρμησή τους. Στη συνέχεια πέρασαν για πολλά χρόνια στους ενήλικες και μη μετανάστες, που “μας τα είπαν” με όλες τις προφορές του κόσμου για να βγάλουν το μεροκάματο. Τώρα έγιναν ξανά υπόθεση των γειτονόπουλων που όλο και συχνότερα έχουν σαν στόχο όχι την απόκτηση ενός ακριβού παιχνιδιού της μόδας αλλά το να ανακουφίσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό για τα στοιχειώδη.
Το “μας τα είπαν”, λοιπόν, δεν παίζει σήμερα γιατί δεν θέλουμε να ξέρουμε πόσα και ποια τραπέζια θα γεμίσουν από τα χρήματα των παιδιών που χτυπούν την πόρτα μας κι ούτε έχει σημασία. Σημασία έχει ν’ αφήσουμε καρδιά και πόρτες ανοιχτές, πιστοί σε μια θρησκεία παγκόσμια, με κέντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.