Δημοσιεύτηκε
Λένε ότι οι άνθρωποι, πλάσματα δίποδα και ευφυή, έτσι όπως στέκονται και μετακινούνται όρθιοι, δένονται με το χώμα που πατούν. Αυτή η οπτική, μπορεί να εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εποχή που ζούμε, όπου χοντρικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι κανείς άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να σταθεί κάπου μόνιμα και άρα να δεθεί ούτε με κάποιες χούφτες χώμα. Κι όταν δε μπορείς ούτε με το χώμα να δεθείς, σκέψου πόσο μαντάρα τα κάνεις με τους ανθρώπους και με τον εαυτό σου.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας καρεκλάς. Είχε μάθει την τέχνη από παιδί και είχε φτιάξει πολλές καρέκλες. Και ήταν από τόπο που η τέχνη αυτή ήταν πολύ γνωστή, υπήρχαν μάλιστα άλλοι στην ηλικία του, που ήταν τέταρτη και πέμπτη γενιά καρεκλάδων, γνώση που πήγαινε από τον πατέρα στο γιο συνήθως. Αυτός όμως δεν ήταν τέτοιος, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και επειδή δεν είχε έτοιμη δουλειά να του δώσει, τον προέτρεψε να μάθει κάτι που στον τόπο τους έδινε κάποιο μέλλον. Και το πήρε αυτός ζεστά το θέμα, έφτιαχνε συνέχεια καρέκλες στην αρχή και βελτιωνόταν όσο προσπαθούσε. Και επειδή ήταν γιος δασκάλου και είχε τη μάθηση στο αίμα του, όσο πήγαινε και καλυτέρευε, μάθαινε τα μυστικά του ξύλου και το δούλευε όλο και καλύτερα.
Βρέθηκαν και κάποιοι που, καλόψυχοι όπως ήταν, εκτίμησαν την τέχνη του και του ζήτησαν να φτιάξει γι' αυτούς καρέκλες. Ο καρεκλάς πολύ χάρηκε, και άρχισε να καταστρώνει σχέδια για το πώς θα τις κάνει, ήθελε μάλιστα να φτιάξει τις καλύτερες καρέκλες από ποτέ. Άρχισε να φτιάχνει το ένα σχέδιο μετά το άλλο. Το ένα δεν του άρεσε καθόλου, τσαλάκωνε το χαρτί και το πετούσε. Το άλλο του άρεσε αλλά ήθελε να του κάνει μια διόρθωση, το άφηνε στην άκρη. Το τρίτο του έβγαινε στραβό το έσκιζε. Καθόταν και σχεδίαζε μέρες και νύχτες. Γέμισε το πάτωμα από τα χαρτιά του. Δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι. Έψαχνε να βρει την τέλεια καρέκλα και από αποτέλεσμα ακόμα τίποτα.
Οι άλλοι καρεκλάδες, που είχαν την κληρονομιά να είναι καρεκλάδες, είχαν συνηθίσει να έχουν τις δουλειές τους κανονισμένες, τόσο για τον καθένα, όσο και μεταξύ τους, και δεν άφηναν καμία ευκαιρία να πάει χαμένη. Είδαν αυτόν τον ξενομπάτη, τον γιο του δασκάλου, να τους παίρνει τη δουλειά και ζήλεψαν πολύ. Πήγαν το λοιπόν και έβαλαν λόγια στα καφενεία του χωριού, και στους πελάτες του τους ίδιους ότι αυτός αργεί, ότι είναι αεριτζής και τσαρλατάνος, και ότι τόσα σχέδια που κάνει, για ζωγράφος θα έπρεπε να γίνει και όχι καρεκλάς. Και ότι τόσο κακός είναι, που αν πάνε να κάτσουν στις καρέκλες του, όποτε αυτός τις φτιάξει, θα πέσουν ευθύς κάτω.
Και πήγαν οι πελάτες και χτύπησαν την πόρτα του καρεκλά. Του χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε. Είδαν αυτοί το πάτωμα γεμάτο χαρτιά και πείστηκαν για αυτά που τους είχαν πει. Πήγε αυτός να τους δείξει τις πρώτες καρέκλες που είχε φτιάξει, και τότε αυτοί τον σταμάτησαν και του είπαν:
"Να σώνει παιδί μου και δεν τις θέλουμε πια τις καρέκλες. Δεν είναι ότι δεν είσαι καλός στη δουλειά σου, την τέχνη σου την είδαμε και είπαμε να σε βοηθήσουμε. Όμως μας άργησες πολύ και είπαμε κι εμείς να τις ζητήσουμε αλλού που τις έχουμε ανάγκη. Και ξερουμε ότι είσαι και καλό παιδί και δε μας ζήτησες ούτε μπροστάντζα, αλλά τι να κάνουμε. Επαγγελματίες είμαστε. Να ξέρεις πάντως ότι αν σε χρειαστούμε θα σε προτιμήσουμε."
Αυτά είπαν και ο καρεκλάς έσκυψε τόσο πολύ την πλάτη του, που έμοιαξε με τις καρέκλες που έφτιαχνε. Τόσος κόπος, τόσες μέρες πήγαν χαμένες. Και μόνο μαύρες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του το αγαθό, που δεν έβγαζε άκρη. Πικράθηκε πολύ, σκεφτόταν τα λάθη του, σκεφτόταν την καθυστέρησή του, σκεφτόταν ότι ίσως θα ήταν καλύτερο να ακολουθούσε όπως όλος ο κόσμος τη δουλειά του πατέρα του.
Ήταν μεγάλο το βάρος που τον πλάκωνε, που δεν τον χωρούσε το σπίτι του. Άρχισε να πετάει τα σκίτσα του από τα παράθυρα, να σπάει τις καρέκλες και τα έπιπλα που είχε φτιάξει τόσο καιρό. Τα βράδια ένιωθε ότι οι τοίχοι θα πέσουν να τον πλακώσουν. Αυτό που στην πραγματικότητα θα τον πλάκωνε ήταν οι σκέψεις του.
Μια μέρα είδε κάποιον να κουβαλάει μια από τις καρέκλες του και να περνάει μπροστά από το σπίτι. Τον ρώτησε πού τη βρήκε. Του είπε αυτός ότι την αγόρασε από τα καρεκλάδικα πιο κάτω. Γιατί δε φτάνει που του είχαν κάνει τόση ζημιά στην πρώτη του δουλειά, δε φτάνει που τον είχαν αποκλείσει και από τις επόμενες, είχαν μαζευτεί σαν τα κοράκια τις μέρες που πετούσε τα σκίτσα του από τα παράθυρα και του τα έκλεψαν.
Σηκώθηκε ευθύς, μπήκε μέσα. Πήρε πρόχειρα πρόχειρα, τα εργαλεία του και μια αλλαξιά, τα έβαλε στο δισάκι του και έφυγε από το σπίτι.
Περπατούσε και περπατούσε για μέρες και νύχτες χωρίς σταματημό, μέχρι που στάθηκε. Γύρισε πίσω και βεβαιώθηκε καλά-καλά κλείνοντας σχεδόν τα μάτια του και κοιτώντας προσεκτικά προς τη μεριά του χωριού. Βεβαιώθηκε ότι δε φαινόταν πια και τότε ξεφύσηξε από ανακούφιση. Άρχισε να περπατάει πιο αργά και να ψάχνει ένα νέο προορισμό γι' αυτόν.
Βρήκε ένα κομμάτι γης με ασκιανό καλό και κοντά σε νερό καθαρό, και είπε να στήσει εκεί το μετόχι του. Δεν είχε ιδέα τι θα κάνει, ούτε ποια ήταν η φάρα των ανθρώπων που έμεναν εκεί κοντά. Έστησε ένα πρώτο δώμα και εγκαταστάθηκε εκεί μέσα.
Καθόταν και σκεφτόταν τι θα έκανε για να ζήσει. Από τη μία είχε την τέχνη του, που τόσο πολύ την είχε εξελίξει και την είχε αγαπήσει από τη μία, από την άλλη σκεφτόταν όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις και τον πόνο που του είχε αυτή προσφέρει. Έτρεμε από την οργή και το φόβο στο ενδεχόμενο να ξανασυνέβαινε αυτό που του είχαν κάνει. Ορκίστηκε λοιπόν να μην ξαναφτιάξει ποτέ καρέκλα, ούτε άλλο έπιπλο, ούτε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο. Μόνο που δεν ήξερε τι να κάνει.
Οι ντόπιοι εκεί, πήραν είδηση ότι κάποιος είχε στήσει το μετόχι του εκεί κοντά τους και όλο και περισσότερο πήγαιναν προς τα μέρη του. Αυτός δεν πολυέβγαινε έξω, ούτε κατέβαινε στο χωριό, μόνο τους χαιρετούσε όποτε αυτοί περνούσαν, με ένα δισταγμό είναι η αλήθεια. Κάποιοι από αυτούς, καλοπροαίρετοι, όπως και οι άλλοι, τον πλησίασαν και του έπιασαν την κουβέντα:
- Τι κάνεις ξένε στον τόπο μας; Καλωσόρισες.
- Καλώς σας βρήκα.
- Ωραίο το μετόχι σου.
- Να 'στε καλά.
- Τι δουλειά κάνεις ξένε;
- Εμ...
- Το στήσιμο του δώματος δείχνει ότι κατέχεις κάποια τέχνη. Ποια είναι αυτή;
- Οι τέχνες είναι γι' αυτούς που το λέει η καρδιά τους. Είναι τα ξύλα σας καλά εδώ και γι' αυτό βγήκε καλό το μετόχι.
- Δε σε πιστεύουμε ξένε, έλα να δεις και τα δικά μας μετόχια να δεις ότι τα ξύλα δεν κάνουν το μετόχι.
- Εμ...
- Πες μας, γιατί διστάζεις τόσο; Τι δουλειά έκανες εκεί από όπου ήρθες;
- Παλιά ήμουν καρεκλάς.
- Καρεκλάς; Τι είναι πάλι τούτο; Πρώτη φορά το ακούμε.
- Καρεκλάς. Φτιάχνω καρέκλες. Για το σπίτι, για τα μαγαζιά, για να κάθεσαι πάνω.
- Α, λες αυτά τα έπιπλα που κάθονται οι ξενομερίτες στα σπίτια τους, νομίζω ότι τα έχω δει μια φορά ή δυο.
- Εδώ πού κάθεστε;
- Εδώ καθόμαστε στο χώμα. Διπλώνουμε τα πόδια σταυρωτά, καθόμαστε και τρώγουμε ή τραγουδάμε ή κάνουμε τις δουλειές μας.
- Εντάξει να είστε καλά, στο καλό να πάτε, αφήστε με μόνο μου τώρα.
Αυτά που του είπαν τον έβαλαν σε σκέψεις και νέες φουρτούνες.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το νέο του σπίτι ήταν ακριβώς γι' αυτόν. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δε θα έβρισκε έναν τόπο που δε θα γνώριζε εκείνο το επάγγελμα που του είχε δώσει τόσες πίκρες και θα ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.
Τα πράγματα ωστόσο δεν ήταν έτσι, ούτε μέσα στο μυαλό, ούτε μέσα στην καρδιά του. Μπορεί να ορκίστηκε ότι δε θα ξαναφτιάξει καρέκλα, όμως το πρώτο και μόνο πράγμα που πήρε μαζί του ήταν τα εργαλεία του. Και την αγάπη για την τέχνη του, δεν την έδιναν τα λεφτά που θα έπαιρνε, την έδινε η ίδια η καρδιά του. Από αυτή χωρίστηκε, με τις αποφάσεις και τους όρκους του. Από την ίδια την καρδιά του.
Και λένε ότι γι' αυτό κι αυτή τον τιμώρησε λίγες μέρες μετά, αφήνοντάς τον, όταν αποφάσισε αν ξεχάσει και να σκεφτεί ποιο θα ήταν το νέο του επάγγελμα.