Δημοσιεύτηκε 14/05/2019
Κουραμπιέδες, αλήτες, προδότες και ψευτόμαγκες περιλαμβάνει το γλωσσικό μενού το οποίο σερβίρεται το τελευταίο διάστημα σε συσκευές κινητών, τηλεοπτικούς δέκτες, social media και αίθουσες του κοινοβουλίου.
Οι πολιτικοί μας έχουν απομακρυνθεί τόσο από την άκαμπτη ξύλινη γλώσσα για την οποία τους κατηγορούσαν όσο και από την ευπρέπεια του δημοκρατικού διαλόγου που αποδίδεται με την αγγλική έκφραση fights of ideas.
Εχουν επιλέξει τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς ή τη δολοφονία χαρακτήρα, κατά τον τρέχοντα όρο. Τα «γαλλικά» δεν είναι καινοφανής αντιπολιτευτική μέθοδος. Η δηκτική πένα του Ροΐδη στρεφόταν μονίμως κατά πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, τους οποίους αποκαλούσε ψωμάρπαγες και σαρκοβόρους. Ιδιαίτερη αδυναμία έτρεφε για τους τραπεζίτες και συγκεκριμένα τον Ανδρέα Συγγρό. «Η πλουτολογική επιστήμη εξακρίβωσεν ότι ο πλούτος του συνίσταται από δάκρυα ορφανών, στεναγμούς χήρας, πείναν συνταξιούχου, νωθρότητα εισαγγελέως, εύνοια ξένων και ελαστικότητα νόμων». Τη σκυτάλη του λίβελου παρέλαβε κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού ο Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής».
Γι’ αυτόν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ένας ανισόρροπος γυαλάκιας, ένας νυχτερινός εφιάλτης με σατανικές εμπνεύσεις. Αποκορύφωμα του αντιβενιζελικού μένους του αποτελεί η φράση «σε πτύω τρις κατά πρόσωπον, τέως αλήτη και νυν Πρωθυπουργέ», την οποία έγραψε μετά την υπογραφή του Συμφώνου της Αγκυρας. Στις μέρες μας πρωταθλητισμό στα κοσμητικά επίθετα κάνουν ο Καμμένος, ο Αδωνης και ο Ψαριανός. Ο τελευταίος πριν από το πρόσφατο ξεκατίνιασμα με τον Σταύρο Θεοδωράκη στους χώρους της Βουλής είχε δώσει το στίγμα του απαράμιλλου ήθους του αναφερόμενος εμμέσως πλην σαφώς στη Ζωή Κωνσταντοπούλου: «Κορυφαίο σίχαμα, αγάμητη αγελάδα, απύθμενο ξεπατοκάλαθο, τριχωτή ουρακοτάγκα που δικαιώνει τη θεωρία του Δαρβίνου». Φυσικά όλα αυτά τα έγραψε ως Λουκάς Σιδηρόπουλος στο Facebook.
Αν ωστόσο οι απρεπείς χαρακτηρισμοί εντάσσονται στις κατηγορίες του φανατισμού, της εμπάθειας και της προσωπικής βεντέτας, δεν υστερούν σε πρωτοτυπία διάφοροι άλλοι νεολογισμοί.
«Οι ισαποστάκηδες», «οι ναιμεναλλάκηδες» και οι «αριστεροκυριάκοι» είναι λέξεις που κατασκευάστηκαν στο εργαστήριο του Φρανκενστάιν, με εμφανείς τις κακώσεις και τους μώλωπες. Εκτοξεύονται σαν χειροβομβίδες κρότου λάμψης, σαν μια εκτροπή από τη γραμματική ασφυξία, μια απόδραση από το ορθοτομημένο περιβάλλον. Oσοι τις χρησιμοποιούν θέλουν να αποδείξουν στο ακροατήριό τους ότι μπορούν να ισορροπούν ανάμεσα στο λόγιο και το λαϊκό και πως έχουν την ικανότητα να αποσυναρμολογούν το συντακτικό σύμπαν.
Το κοριτσάκι όμως που αποκαλεί τον αδελφό του «ξαπλουριάρη» γιατί δεν του αφήνει χώρο στον καναπέ ή το μικρό αγόρι που πηγαίνει με τη μητέρα του στον «ματογιατρό» διαθέτουν μεγαλύτερη γλωσσοπλαστική ικανότητα από τους ενηλίκους. Κυρίως γιατί λειτουργούν με το ένστικτο και έξω από τη λογική ακολουθία. Αντίθετα, πολύ συχνά οι πολιτικοί δεν θεωρούν τη γλώσσα όργανο επικοινωνίας αλλά εργαλείο εντυπωσιασμού με κατάχρηση νοήματος και συνειδητές ακροβασίες.
Στα τέσσερα λοιπόν και η γλώσσα, αλλά αειθαλής με διηνεκείς λημματογράφους και συνεργάτες τους ευφυολόγους των διαδρόμων και τους υπότροφους των χαμαιτυπείων. Ο Ροΐδης τώρα δικαιώνεται. «Το σφάλμα των μαγείρων υπήρξεν ότι δεν έκλεισαν καλά την θύραν του μαγειρείου εκ της οποίας εξήρχετο ανυπόφορος δυσωδία ραδιουργίας, χαβιαροχάνου και πατριωτισμού».