Δημοσιεύτηκε
Μια διαφορετική προσέγγιση στο «δημιουργό και θεμελιωτή του νέου ελληνικού διηγήματος»
Το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911, άφησε την τελευταία του πνοή, πάμπτωχος, ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του λαού μας, ο χαρακτηρισμένος και κοινά αποδεκτός ως «δημιουργός και θεμελιωτής του νέου ελληνικού διηγήματος», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
|
Ωστόσο, η προοδευτική διανόηση των λογοτεχνικών και κριτικών «γενιών» του μεσοπολέμου θα είναι αυτή που θα φωτίσει την πραγματική αξία του έργου του και που θα συμβάλει ουσιαστικά στο να καταστεί ο Παπαδιαμάντης ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της νεοελληνική λογοτεχνίας. Είναι εκείνοι που είδαν την κοινωνική διάσταση του έργου του (σ.σ. άραγε πόσα έργα εκείνης της εποχής, ακόμη και της σημερινής, τηρουμένων των αναλογιών, δείχνουν το μέγεθος του σκοταδισμού, της υποχώρησης της συλλογικής συνείδησης και της άθλιας κοινωνικής θέσης της γυναίκας και μάλιστα με τη συγκλονιστική λογοτεχνική μορφή της «Φόνισσας»;), αλλά και τη σημασία που αυτό είχε για τη «διάσωση» της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε μια εποχή που κυριαρχούσε η μετάφραση. Ο Παπαδιαμάντης «εδημιούργησε εκεί που οι άλλοι μετέφραζαν ή έκαναν μέτριες ή δουλικές απομιμήσεις παρμένες από ξένα έργα» έγραφε ο Φ. Μιχαλόπουλος, ενώ, ο Φ. Πολίτης εκτιμούσε ότι «μονάχα δύο ονόματα ξεχωρίζουν, γιατί τα δύο αυτά ονόματα είναι κόσμοι κλειστοί: Ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης. Η δημιουργική εργασία των δύο αυτών ποιητών είναι λυτρωμένη από το τυχαίο και από το επεισοδιακό. Βαίνει από συνολική σύλληψη ζωή». Ο δε Σεφέρης θεωρούσε ότι ο Μακρυγιάννης θα ήταν ο μεγαλύτερος νεοέλληνας πεζογράφος, «αν δεν υπήρχε ο Παπαδιαμάντης».
Αλλά και ο άλλος μεγάλος των Γραμμάτων μας, ο Γιώργος Κοτζιούλας (σ.σ. που σε πολλά μοιάζει η βασανισμένη ζωή του με αυτήν του Παπαδιαμάντη) γράφει ποιητικά και «προφητικά»: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη/ ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει/ λουρί, γι’ αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση/ μ’ ένα σκοινί, σα διακονιάρης. Οταν πάλι/ τού ‘διναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο,/ δεν τό ‘παιρνε, γιατί δεν τό ‘χε μαθημένο./ Φεύγοντας ύστερη φορά για τ’ ακρογιάλι/ (πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)/ τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πώς να μη μπορέσει/ τ’ αγόρι τ’ αδερφού του κάπου να το βάλει./ «Αχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω»/ κρυφοτρεμούλιαζε τ’ αχείλι πικραμένο./ Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα/ κι όμως τη χάρη ποιος την έφτασε εκεινού;/ Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,/ δε σώνει το χαλκά να πιάσει τ’ ουρανού».
Ο,τι και να εννοούσε, πάντως, με τον όρο «καλλιτεχνική συνείδηση» ο Κ. Χατζόπουλος είναι μάλλον αμφίβολο αν τη διέθεταν – κατά κοινή ομολογία – σημαντικοί δημιουργοί όπως ο – και αποκαλούμενος «πατέρας της κρητικής λογοτεχνίας» – Στέφανος Σαχλίκης που έκανε παρέα με πόρνες, τζογαδόρους και πειρατές στα καπηλειά του Ηρακλείου του 14ου αιώνα, ή ο Φρανσουά Βιγιόν που έναν αιώνα μετά άφηνε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία… την ίδια ώρα που λήστευε ή σκότωνε πάνω σε καβγάδες, ή ακόμη και ο μέγιστος Χαλεπάς, αλλά και ο Θεόφιλος, για εντελώς διαφορετικούς λόγους φυσικά. Για να μην πάμε και στη… γνώμη που φαίνεται ότι είχε ο Ρεμπώ για την «καλλιτεχνία» και τη «συνείδησή» της, όταν 19 ετών αποφασίζει να μην ξαναγράψει ούτε μισή λογοτεχνική λέξη και να επιλέξει το δρόμο των τυχοδιωκτών στην Αιθιοπία, ή στη γνώμη του Μαγιακόφσκι για τους ατάλαντους σύγχρονούς του πραγματικά στιχοπλόκους που νόμιζαν ότι προσέφεραν έργο στην Επανάσταση, επειδή «κατάφερναν» να κάνουν ομοιοκαταληξία με τον «κομσομόλο που χτίζει το μόλο»…
Στην περίπτωση μάλιστα του Παπαδιαμάντη έχουμε μια συνειδητή, εκ μέρους του, απαξίωση και «αποκαθήλωση» της «καλλιτεχνικής συνείδησης», δηλαδή της συνειδητοποίησης, από τον δημιουργό… της «καλλιτεχνίας» του έργου του. Διότι ο Παπαδιαμάντης ήταν διανοούμενος και είχε συνείδηση αυτής του της ιδιότητας. Αλλά αρνήθηκε να την «εξαργυρώσει» – κυριολεκτικά και ηθικά – στο αστικό «πολιτιστικό» «χρηματιστήριο» των σαλονιών της εποχής, επιλέγοντας τον δύσκολο, αλλά σαφώς ουσιαστικό δρόμο της πραγματικής πνευματικής προσφοράς στο λαό του. Ο Ι. Κονδυλάκης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι τα έργα του Παπαδιαμάντη ποτέ δεν τυπώθηκαν με τη μορφή βιβλίου όσο ζούσε διότι «(…) δεν τα έγραφε διά να κατασκευάζει βιβλία αλλά διά να τα γράφη, διά να δίδη μορφήν εις τα όνειρά του. Και ήτον αρκετόν ότι εδημοσιεύοντο εις εφημερίδας και περιοδικά».
Αυτή η στάση δεν τεκμηριώνεται μόνο από το ότι, για παράδειγμα, δεν θέλησε να παραστεί στην εκδήλωση του «Παρνασσού» το 1908 για τα 25 χρόνια της δημιουργικής του παρουσίας, αλλά από το σύνολο της ζωής και του έργου του, «ψηφίδες» των οποίων δημοσιεύονται σήμερα σαν μια ελάχιστη αναφορά στην επέτειο.
Στο γνωστό, σύντομο βιογραφικό του σημείωμα ο ίδιος αναφέρει: «Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.
Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις τον «Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως». Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Ας συμπληρώσουμε τα «ενδιάμεσα». Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ. Η μητέρα του ήταν η Γκιουλώ Μωραΐτη και είχε ακόμη τρεις αδερφές. Ο πατέρας του, για να ζήσει την οικογένειά του, έκανε και τον εργάτη σε αγροτικές δουλειές. Ο Αλέξανδρος βιώνει εξ απαλών ονύχων τη στέρηση, τη ζωή του χωριού και το εκκλησιαστικό τυπικό. Η ταξική του θέση είναι αυτή που τον αναγκάζει να διακόπτει συνεχώς τις σπουδές του για να επιβιώσει, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βγάλει το Γυμνάσιο στα 23 χρόνια του. Δεν θα καταφέρει ποτέ λοιπόν να ακολουθήσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση η οποία θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Το 1872 επισκέπτεται το Αγιο Ορος όπου μένει για μερικούς μήνες.
Για να βγάλει μεροκάματο, χωρίς να αποκοπεί εντελώς από την πνευματική ζωή της εποχής του, ακολουθεί τη δημοσιογραφία. Δουλεύει μεταφραστής στην «Εφημερίδα» του Δ. Κορομηλά και στο «Μη Χάνεσαι» του Βλ. Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον πάρει μαζί του και στην «Ακρόπολη» πάλι σαν μεταφραστή. Ο Γαβριηλίδης είναι αυτός που θα τον προτρέψει να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία. Η «Ακρόπολη» θα δημοσιεύσει σε συνέχειες το μυθιστορήμά του «Η Γυφτοπούλα» (1884). Η πρώτη του δημοσίευση ωστόσο ως λογοτέχνης ήταν το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης με τα αρχικά του. Το 1881 δημοσιεύει το ποίημά του «Δέησις» στο περιοδικό «Σωτήρ».
Ακολουθούν τα ιστορικά – ρομαντικά μυθιστορήματα «Οι Εμποροι των Εθνών» (1882, εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», ψευδώνυμο «Μποέμ»), «Η γυφτοπούλα» και «Χρήστος Μηλιώνης» (1885) στο περιοδικό «Εστία». Το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Το χριστόψωμο» δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.
Παρ’ όλ’ αυτά η φτώχεια, στα όρια της ένδειας, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον πτοεί. Μάλιστα, αργότερα θα αυτοσαρκαστεί μέσω ενός ήρωά του και την απόφασή του να ζήσει από την τέχνη «ασχολούμενος με έργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας».
Στρέφεται στο διήγημα (θα γράψει περίπου διακόσια) και τη νουβέλα προσφέροντας έργα όπως «Η Φόνισσα» που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». Στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοή στην ηθογραφία. Δεν θα μείνει όμως εκεί. Με την πένα του θα στηλιτεύσει τα αστικά «ήθη» με έναν τρόπο που παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρος: «(…) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα». Και όλα αυτά μέσα από ένα ακατέργαστο μεν αλλά σαφές ταξικό ένστικτο: «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους (…)». Ενώ στο διήγημα «Βενέτικα» αναφέρεται σαφώς σε έναν από τους τρόπους δημιουργίας και συσσώρευσης κεφαλαίου: «(…) Για ν’ αποκτήσει κανείς γρόσια (…) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».
Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «(…) τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογίας διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν (…)».
Είτε στην Αθήνα είτε στο νησί οι παρέες του είναι άνθρωποι του μόχθου. Η γλώσσα τους είναι η γλώσσα του ακόμη κι αν για άλλους λόγους – που δεν είναι του παρόντος – δεν την γράφει. Οταν η λογοτεχνική Αθήνα «γράφει» την εποποιία των καλλιτεχνικών καφενείων και των λογοτεχνικών σαλονιών, ο Παπαδιαμάντης συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και ψέλνει στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Στου Καχριμάνη, όπως αναφέρει ο Γιώργος Βαλέτας, ο Παπαδιαμάντης βρίσκει καλό κρασί, ανεπητίδευτη λαϊκή παρέα… και πίστωση από τον ιδιοκτήτη, τον κυρ-Δημήτρη. Ο οποίος σεβόταν τον λογοτέχνη πολύ και, εκτός από ευκολία στην πληρωμή, του είχε πάντα φυλαγμένο και φαγητό, εκτός από τις Τετάρτες και τις Παρασκευές που νήστευε. Τότε έτρωγε λαδερά από το γειτονικό μαγέρικο. Στο μπακάλικο του Καχριμάνη ο Παπαδιαμάντης θα περάσει δυο δεκαετίες στοχασμού, παρατήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δημιουργίας.
Ακόμη και τις εποχές που έρχονται κάποια αξιοπρεπή χρήματα στα χέρια του από τις συνεργασίες του σε εφημερίδες και αφού ξεχρεώσει κάποια από τα προηγούμενα χρέη του, πάλι δεν θα φυλάξει δεκάρα, ενώ θα βοηθήσει και κόσμο φτωχότερο από εκείνον. Για το πώς εργαζόταν ο Παπαδιαμάντης στον Τύπο μάς μεταφέρεται πάλι από τον Βαλέτα που παραθέτει μια συνομιλία του Π. Νιρβάνα με τον λογοτέχνη, όταν ο Παπαδιαμάντης δούλευε ως μεταφραστής στην «Ακρόπολη» το 1892. Ηταν μια εποχή που πληρωνόταν μεν καλύτερα, αλλά που… ξεχνούσε πώς είναι το φως του ήλιου, αφού εργαζόταν συνεχώς μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, μεταφράζοντας κομμάτια από αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες, ασταμάτητα και τις Κυριακές («σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα, μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις (…)»): «Για πού τόσο βιαστικός; τον ρώτησε. – Αφησέ με, του απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Εχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει» (Γιώργος Βαλέτας «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις «ΓΙΟΒΑΝΗ»).
Μόλις το 1906, ο Βλαχογιάννης θα τον πάει στο καφενείο της Δεξαμενής (σ.σ. ένα από τα πλέον θρυλικά λογοτεχνικά στέκια με θαμώνες δημιουργούς όπως ο Βάρναλης και πολλούς άλλους) όπου τον φωτογραφίζει ο Νιρβάνας στην πασίγνωστη «ασκητική» φωτογραφία του. Παράλληλα, μεταφράζει – κυρίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά – Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ντυμά κ.ά.
Το 1908 επιστρέφει, πάντα φτωχός, στο νησί του και στους δικούς του. Το Δεκέμβρη του 1910 πέφτει βαριά άρρωστος. Στις 2 Γενάρη του 1911 φτάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί ότι το κράτος, «αναγνωρίζοντας» το έργο του… τον παρασημοφόρησε. Λίγες ώρες μετά, το ξημέρωμα της 3η Γενάρη πέθανε, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό. Το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»: «(…) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου (…)»…
Κύριες πηγές:
1. «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια»
2. «Βιογραφικό Λεξικό»