Δημοσιεύτηκε
φωτο αρχείου
Το σημερινό διήγημα είναι επανάληψη. Το είχαμε αρχικά δημοσιεύσει το 2009, έκρινα όμως ότι αξίζει μιαν αναδημοσίευση. Σε αυτή τη νέα δημοσίευση έκανα μερικές διορθώσεις στο κείμενο (έχοντας μπροστά μου και την πρώτη δημοσίευση σε εφημερίδα, απ’ όπου και το πορτρέτο του Παπαδιαμάντη), πρόσθεσα μερικά πράγματα στην εισαγωγή και έβαλα και ένα επίμετρο.
Όταν ήμουν μικρός, την παραμονή των Χριστουγέννων ο παππούς μου άνοιγε έναν από τους τόμους του Παπαδιαμάντη, στην έκδοση του Βαλέτα τότε και διάβαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο διήγημα. Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε.
Εδώ στο ιστολόγιο τηρούμε αυτή την παράδοση ανεβάζοντας χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Το σημερινό όμως διήγημα δεν είναι του Παπαδιαμάντη αλλά «εις υφος Παπαδιαμάντη» -του Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης σαν ήταν νέος είχε γνωρίσει τον Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή -την πρώτη μάλιστα φορά, πριν συστηθούν, ο Βάρναλης είχε φωναχτά διαμαρτυρηθεί στο καφενείο για τις αλλεπαλληλες γενικές ενός άρθρου της εφημερίδας («όλο γκέων, γκέων, γκέων»), με τρόπο που είχε εξοργίσει τον Παπαδιαμάντη. Το είχε βάρος αυτό στη συνείδησή του, επειδή τον εκτιμούσε βαθύτατα.
Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Πήρα το κείμενο από την έκδοση του Κέδρου «Πεζός Λόγος» και το μονοτόνισα. Αγνοώ αν το «Καλοκαιρής» (το παπαδιαμαντικώς σωστό είναι Καλοσκαιρής) είναι λάθος του τυπογράφου ή αβλεψία τού Βάρναλη, πάντως υπάρχει έτσι στην εφημερίδα όπου έγινε η πρώτη δημοσίευση. Διορθώνω επίσης το «ορυγάς» σε «ωρυγάς».
Tο διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 23.12.1950 στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος, κεντροαριστερή εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν με καθημερινό χρονογράφημα ο Κώστας Βάρναλης από τον Απρίλιο του 1950 έως το καλοκαίρι του 1953 (μάλιστα, η πρώτη του συνεργασία ήταν ένα άλλο παπαδιαμαντικό, πασχαλινό, που ελπίζω να θυμηθώ να το παρουσιάσω το Πάσχα). Το περίεργο είναι ότι η δημοσίευση αυτή έχει τον υπότιτλο «Αναμνησεις του κ. Κώστα Βάρναλη» -ενώ πρόκειται σαφώς για διήγημα.
Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη
Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…
Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ωρυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.
Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).
Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….
Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.
Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).
Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.
– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!
Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Όρσε, κουβέρνο!
Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.
Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.
Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…
Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.
Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!
Επίμετρο
Όπως έγραψα και στην εισαγωγή, ο Βάρναλης στο διήγημά του χρησιμοποιεί αυτούσιες φράσεις από έργα του Παπαδιαμάντη ή λέξεις που συνήθιζε αυτός να χρησιμοποιεί. Για να πάρετε μιαν ιδέα, έφτιαξα τον πίνακα που ακολουθεί σταχυολογώντας μερικές τέτοιες ομοιότητες.
Πηγή: sarantakos.wordpress.com
Βάρναλης | Παπαδιαμάντης |
Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους… | Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ Γραῖος, ὁ βορειανατολικός, ἀδιάκοπος ἐφύσα, καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμών, Δεκέμβριον μῆνα… (Οι ναυαγοσώσται) |
αλλά φιλακόλουθος πιστός…. | Καὶ ὁ φιλακόλουθος πιστὸς (Η γλυκοφιλούσα) |
επί της πενιχράς στρώμνης του… | εἶχεν ἀνακαθίσει ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς της (Η Μαούτα) |
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι). | ― Πάτερ Ἀβραάμ!… πέμψον Λάζαρον!…
Τὸ «πέμψον Λάζαρον» ἐσήμαινε νὰ τὸν δροσίσῃ μ᾽ ἕνα ποτηράκι ρακί, τὸ θέρος, ἢ ρώμι, τὸν χειμῶνα, τὸ ὁποῖον εἶχε κανονισμένον. (Η τύχη απ’ την Αμέρικα) |
… με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων | Ἀφοῦ ἔφαγαν εἰς μίαν ὥραν ὅλην τὴν κάππαριν καὶ ὅλα τὰ κρίταμα καὶ τὰς ἁρμυρήθρας, ὅσαι ἦσαν φυτρωμέναι ἐκεῖ (Η Γλυκοφιλούσα) |
του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα…. | Ἐπάνω εἰς τὸν βράχον ἦτο κτισμένον τὸ παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον ἀπὸ θυέλλας καὶ λαίλαπας, λικνιζόμενον ἀπὸ τὸ ἀειτάραχον καὶ πολύρροιβδον κῦμα (Η Γλυκοφιλούσα) |
αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου… | Μὲ μισὴ ἀστακοουρά, μὲ κανὲν καπνιστὸ κεφαλόπουλο τῆς λίμνης, μὲ ὀλίγον αὐγοτάραχον, μ᾽ ἕνα ἔγχελυν ἁλατισμένον, ὅλα προϊόντα τῆς μικρᾶς ὡραίας νήσου (Ο Πανταρώτας) |
Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. | Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος διὰ νὰ πηδήσῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του.
Καλὰ ποὺ εὑρέθη κι αὐτὸ τὸ ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, διὰ νὰ θαλασσοπνίγεται καὶ πορίζηται τὰ πρὸς τὸ ζῆν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀλέξης. (Ο Πανταρώτας) |
ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει | Οἱ ναῦται τῷ προσήνεγκον φιάλην πλήρη ἡδυγεύστου μαύρου οἴνου, καὶ ὁ μπαρμπα-Διόμας τὴν ἐρρόφησεν ἀπνευστί (Υπηρέτρα) |
ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού! | Ὤ, πενιχρὰ ἀλλ᾽ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ πτωχοῦ! (Υπηρέτρα) |