Από τον μπαμπακόσπορο στα γκαφρά: οι 50 αποχρώσεις των χρημάτων - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Το σημερινό άρθρο ξεπήδησε από μια συζήτηση στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ, στην οποία έγινε λόγος για τους πάμπολλούς τρόπους που έχουμε στη γλώσσα μας για να αναφερθούμε στα χρήματα.

Σκέφτηκα λοιπόν να μαζέψω εδώ όσα ακούστηκαν σε εκείνη τη συζήτηση, σχολιασμένα, να εμπλουτίσω και τον κατάλογο (άντλησα πολύ υλικό από το slang.gr), και βέβαια να σας καλέσω να προσθέσετε κι εσείς τον… οβολό σας. Κάτι ανάλογο, θυμίζω, είχαμε κάνει σχετικά πρόσφατα με τις εκφράσεις για το μεθύσι, οπότε είχαμε δει τις 50 αποχρώσεις της μέθης.

Βέβαια, στο ιστολόγιο έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί στα συνώνυμα των χρημάτων. Ξεσηκώνω μια παράγραφο από παλιό μου άρθρο:

Διότι βέβαια, όταν ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δει δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων» δεν εννοούσε τα πράγματα, ούτε τα χρειώδη, αλλά ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια, τα στάμενα· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, τα λιανά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο, το παραδάκι, το αρζάν· τα δίφραγκα, τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, τα πετσετάκια, τα ευρώπουλα, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών -και ελπίζω να μη με θεωρήσετε ασεβή που κόλλησα πλάι στους αρχαίους μας προγόνους τις αργκοτικές ονομασίες της τρέχουσας επικαιρότητας, που ασφαλώς μερικές θα αποδειχτούν εφήμερες και θα ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες, όπως έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα ο «μπαμπακόσπορος» τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.

Εδώ θα αναφέρουμε περισσότερες ακόμα ονομασίες, με κάποιον σχολιασμό σε ορισμένες περιπτώσεις. Καλείστε να συμπληρώσετε τον κατάλογο.

Λοιπόν, σε αλφαβητική σειρά:

  1. αργύρια
  2. Αργύρης, ο [και ο Αργύρης είναι άρρωστος = δεν έχω λεφτά]
  3. αρζάν [από το γαλλ. argent. Θυμηθείτε και το άσμα.
  4. άσπρα [Από το λατινικό asper = τραχύς· έτσι ονομάστηκαν αρχικώς τα νεόκοπα νομίσματα, Δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά και η λέξη «άσπρος» (λευκός) από τα άσπρα προήλθε. Και η παροιμία, Έχεις άσπρα, έχεις άστρα.]
  5. βιολετέρα [Στα καλιαρντά]
  6. βοτάνι [Του Παπαδιαμάντη από τους Χαλασοχώρηδες: Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι]
  7. γιατρός [Το δεκαχίλιαρο δραχμές, που είχε πάνω τον Παπανικολάου]
  8. γιοφύρια [Τα χαρτονομίσματα του ευρώ, επειδή έχουν απεικονίσεις γεφυρών]
  9. γιούρια, τα [Ειδικά για τα ευρώ, αλλά μπορεί και να γενικευτεί κατά συνεκδοχή]
  10. γκαφρά [Στα ποδανά]
  11. γρόσια
  12. δίφραγκα
  13. ευρώπουλα
  14. ζεστό
  15. καπίκια
  16. κασέρι [ίσως από το cash]
  17. καύσιμο
  18. καφετιά [Τα χιλιόδραχμα είχαν χρώμα καφέ]
  19. κίτρινα [Τα διακοσάευρα]
  20. Κολοκοτρώνηδες [Τα πεντοχίλιαρα είχαν επάνω τον Κολοκοτρώνη]
  21. κομπόδεμα
  22. κουκουλόσπορος [Στους Χαλασοχώρηδες, βλ. μπαμπακόσπορος]
  23. κουτσουράκια, τα. [Νομίζω το εικοσόδραχμο, στον Τσιφόρο]
  24. λ7 [Ιντερνετική συντομογραφία για τα λεφτά]
  25. λαλάκια [Πατρινός ιδιωματισμός]
  26. λεκ [Το νόμισμα της Αλβανίας. Κατά το slang.gr χρησιμοποιείται συνεκδοχικά]
  27. λεφτά
  28. λιανά, λιανώματα
  29. λιμοκοντόροι [παλιός όρος για τα χάρτινα μονόδραχμα και δίδραχμα. Αλλά στον Τσιφόρο λιμοκοντοράκι είναι το πενηντάρικο]
  30. λιρόνια
  31. μαϊδί [Δωδεκανησιακό]
  32. μαϊντανός [Ίσως λόγω χρώματος]
  33. μαλλί [Και η έκφραση: Πόσο πάει το μαλλί;]
  34. μαμαλίγκα [Αρχική σημασία, ο χυλός από καλαμπόκι. Μεταφορικά, τα λεφτά]
  35. μάμαλο, το [Βλ. και slang.gr]
  36. μάνεϊ [money]
  37. μαρούλι, μαρουλάκι
  38. μασούρι
  39. ματαχρή, μαχρή [ποδανά]
  40. μεταλίκια
  41. μετρητά
  42. μονέδα
  43. μουρμούρια [Τα λεφτά, ιδίως χαρτονομίσματα]
  44. μπαγιόκο [Έχουμε και άρθρο]
  45. μπακίρια
  46. μπαμπακόσπορος [ή βαμβακόσπορος, από τους Χαλασοχώρηδες του Παπαδιαμάντη]
  47. μπερντέ [Ξεκίνησε από τα καλιαρντά και πέρασε στη γενική αργκό. Ετυμολογικά δεν έχει σχέση με τον μπερντέ αλλά προέρχεται από τα τούρκικα ποδανά, όπως λέμε εδώ]
  48. μπικικίνια
  49. μπουμπουλίνες [Τα χιλιάρικα, επειδή είχαν κάποτε πάνω μία γυναίκα με τοπική ενδυμασία που ονομάστηκε Μπουμπουλίνα αν και δεν ήταν η ηρωίδα του 1821]
  50. μύρια [τα εκατομμύρια]
  51. νομίσματα
  52. ντουλά ή τουλά, τα [Καλιαρντά, αρχικά σήμαινε τα τάλιρα και γενικεύτηκε στα λεφτά]
  53. όβολα
  54. οβολός
  55. οικονομίες
  56. οποία, τα [Καλιαρντά]
  57. παλαβομύρια [Για ιλιγγιώδη χρηματικά ποσά, πάρα πολλά λεφτά]
  58. παππούς [το κατοστάρικο, τον καιρό της δραχμής]
  59. παράς, παράδες, παραδάκι
  60. παστάλι [στοίβα χαρτονομισμάτων]
  61. πεκούνια, τα [λατινικής αρχής]
  62. πετσετάκια [Και το πασίγνωστο άσμα της Γλυκερίας]
  63. πράσινα [Λόγω του χρώματος πολλών χαρτονομισμάτων]
  64. ρευστό
  65. ριάλια [Κυπριακό]
  66. σταλό, σταλός [Στα τσιγγάνικα, λέει]
  67. στάμενα, τα [Τα ιστάμενα, βυζαντινό. Πρβλ και τον στίχο του Πτωχοπρόδρομου: Απλώνω εις το περσίκιν μου, γυρευω το πουγκίν μου / δια στάμενον το ψηλαφώ, κι αυτό γέμει χαρτία.]
  68. τάλιρα, τάλαρα [Δείτε και το ποίημα του Λασκαράτου]
  69. τούβλο
  70. τράχωμα [Προίκα σε μετρητά και συνεκδοχικά τα μετρητά, Χαλασοχώρηδες]
  71. φανταστικομύρια [Από το Μικιμάους. Βλ. και παλαβομύρια]
  72. φλουριά
  73. φράγκα
  74. φρέσκο [το χρήμα]
  75. φταλέ [Στα ποδανά]
  76. χαρτί
  77. χαρτζιλίκι
  78. χαρτούρα
  79. χήνες [Τα χιλιάρικα της δραχμής, μάλλον επειδή αρχίζουν από Χ]
  80. χρήματα
  81. ψιλά
  82. ψιλικό οξύ
  83. ωχρές [Ειδικά οι χρυσές λίρες]

Είπα για 50 αποχρώσεις στον τίτλο, αλλά τελικά βγήκαν πάνω από 80 και δεν υπάρχει αμφιβολία πως κι εσείς θα προσθέσετε κι άλλους όρους. Βέβαια, κάποιοι θα έχουν ενστάσεις για κάποιους όρους, ότι δεν αναφέρονται στα λεφτά γενικώς αλλά σε συγκεκριμένα νομίσματα. Όμως υπάρχει και η συνεκδοχή.

Περιμένω λοιπόν τις δικές σας συμπληρώσεις!

sarantakos.wordpress.com

Για να πάρουμε μπρος, βάζω ένα τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη (δικοί του και οι στίχοι) πολύ σχετικό με το θέμα μας, Τα λεφτά:






Αναρτήθηκε από: