Δημοσιεύτηκε
«Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ». Σ’ αυτή τη φράση συνόψιζε η Μελίνα Μερκούρη το πάθος της για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα. Δεν πρόλαβε, υπάρχει όμως μεγάλη πιθανότητα να πανηγυρίσει εκεί ψηλά, αν η ελληνική κυβέρνηση εκμεταλλευτεί σωστά την ευκαιρία που της προσφέρεται.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού αρκετές ευρωπαϊκές εφημερίδες, ανάμεσά τους και η γερμανική Die Welt, ανακίνησαν το θέμα υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα μπορεί να απαιτήσει τον επαναπατρισμό των γλυπτών με αντάλλαγμα την υπογραφή της για το Brexit. Το ομολόγησε πρόσφατα, έστω με το γνωστό βρετανικό φλέγμα, και ο Indipendent: «Δεν είναι διόλου απίθανο μερικές εκατοντάδες τόνοι μαρμάρου από το Πεντελικό Όρος να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη χαοτική παρτίδα πόκερ του Brexit». Για την έξοδο της Αγγλίας από την ΕΕ απαιτείται η έγκριση από τα Κοινοβούλια όλων των χωρών- μελών, επομένως η Ελλάδα μπορεί να την καταψηφίσει και να μπλοκάρει τις διαδικασίες αποχώρησης.
Από το 1982, που η Μελίνα διατύπωσε το αίτημα σε γενική διάσκεψη της Unesco, μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλά. Πολλαπλασιάστηκαν εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας οι επιτροπές στήριξης. Διεξήχθησαν αρκετές καμπάνιες μέσω του Τύπου και του Διαδικτύου. Εκδόθηκαν δεκάδες βιβλία που εξιστορούσαν τις περιπέτειες και τις ανά τους αιώνες κακοποιήσεις τους. Συμπαρατάχθηκαν με το δίκαιο του αιτήματος εκατοντάδες συγγραφείς, ιστορικοί, αρχαιολόγοι και δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο. Αστέρες του Χόλιγουντ από τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ μέχρι τον Σον Κόνερι και από την Τζούντι Ντεντς μέχρι τον Τζορτζ Κλούνεϊ χρησιμοποίησαν την αίγλη τους για να πείσουν την διεθνή κοινή γνώμη. Το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού ωστόσο άλλαζε συχνά στρατηγική διεκδίκησης. Επί Βενιζέλου πχ είχε προταθεί η συμβιβαστική λύση ενός μακροχρόνιου δανεισμού, που όμως έπεσε στο κενό. Επί κυβέρνησης Σαμαρά επιλέχθηκε ο δρόμος της δικαστικής διαμάχης, που ναι μεν χάρισε μια πρόσκαιρη δημοσιότητα λόγω της ανάμειξης της Αμάλ Αλαμουντίν, στήθηκε όμως εξαρχής σε λάθος βάση. Αφενός μεν επειδή, καλώς ή κακώς, το Βρετανικό Μουσείο έχει νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας και αφετέρου γιατί η οδηγία της ΕΕ περί προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς εκδόθηκε το 1993 και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αφορά κλεμμένες αρχαιότητες σχεδόν δύο αιώνες πριν. Στο ενδεχόμενο βέβαια μιας αίσιας έκβασης και εν μέσω κρίσης, ο Τύπος τότε έσταζε χολή: «Οι Έλληνες πρώτα να ξεπληρώσουν τα δάνειά τους, οι δε πολιτικοί τους να βρουν κάτι άλλο πατριωτικό για να φουσκώνουν τα στήθη τους και να τραβήξουν την προσοχή από τις αποτυχίες τους».
Από την επίσημη πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, πάντα η ίδια σθεναρή άρνηση, παρά τα κατά καιρούς διαβήματα των βουλευτών του, παρά την αργή αλλά σταθερή μεταστροφή των κατοίκων του. Ο Άγγλος συγγραφέας Χάουαρντ Τζέικομπσον, πρώην πολέμιος της επιστροφής, έγραψε χαρακτηριστικά: «Κοιτάζω το απαλό καστανό χρώμα των ματιών τους, όπως θα έκανε και ο Μπάιρον, και θέλω να βροντοφωνάξω στους Έλληνες πως εγώ προσωπικά θα τους τα φέρω πίσω».
Επίσης, τα αρχικά επιχειρήματα έχουν καταρρεύσει. Το νέφος της Αθήνας δεν υφίσταται πλέον. Υπάρχει ο καταλληλότερος χώρος για τη στέγασή τους, που δεν είναι άλλος από το Μουσείο της Ακρόπολης και πολύ προτιμότερος από την παγερή μοναξιά της αίθουσας Duveen.
Για να μην επιβεβαιωθεί το μόνο που ίσως εν μέρει ευσταθεί ότι δηλαδή «οι Έλληνες στέκονται αδιάφοροι απέναντι στην τέχνη και τα μνημεία τους, η κ. Ζορμπά οφείλει να αδράξει την ευκαιρία. Για να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση. Για να στήσει η Νέμεσις επινίκιο χορό πάνω στον τάφο του «άξεστου των θαυμάτων», λόρδου Έλγιν. Για να πάψει να ακούγεται ο εκκωφαντικός αντίλαλος από το πριόνι στις μετόπες και τις ζωφόρους. Για να γιορτάσει επιτέλους ο Φειδίας το νόστιμον ήμαρ. Για να μην μοιάζουν τα γύψινα εκμαγεία με λεκέδες ντροπής στον αττικό ουρανό.