Δημοσιεύτηκε
Δεν ήταν ποτέ στην ώρα του. Αλλά τη σημερινή μέρα την περίμενε καιρό. Ζούσε γι' αυτήν. Του ‘χαν πέσει όλα μαζί στα τέλη του Αυγούστου.
Η γκρίνια του ήταν πιο μεγάλη κι απ' όσο άντεχε ο ίδιος, το καλοκαίρι που έφευγε το νιώθε μάταιο, οι μέρες δεν κυλούσαν, του ‘φταιγαν όσα δεν έκανε, προσπαθούσε να βρει καινούριους στόχους γιατί δεν έβρισκε νόημα στο πώς ήταν η ζωή του και μόλις το προηγούμενο βράδυ συνειδητοποίησε ότι οι ηλιόλουστες μέρες όχι μόνο δεν του άφησαν το ευγενές και χαρακτηριστικό σημάδι του επαγγελματία οδηγού μεγάλων αποστάσεων...αλλά ακόμα χειρότερα, οι μέρες μίκραιναν κι άφηνε πίσω του ακόμα ένα καλοκαίρι που ο ήλιος δεν τον είχε δει καν.
Χλωμός, κατηφής κι ανυπόμονος - χωρίς να ξέρει για ποιο πράγμα ακριβώς.
Κάπνιζε λες και συμμετείχε σε κάποιο παρανομο τουρνουά νικοτίνης κι έπρεπε να παραδώσει άμεσα σε κάποιον τις γόπες για να κατοχυρωθεί η επίδοση του.
Στ’ αλήθεια ήταν ελάχιστες οι στιγμές μέσα στο 24ωρο που θα τον πετυχαινες με το δείκτη και τον μέσο χωρίς την τρίτη διάσταση του καρφωμένου τσιγάρου.
Κι εκείνο το πρωί έτσι κάπνιζε.
Είχε κάτσει στο café που είχαν δώσει ραντεβού, μισή ώρα νωρίτερα από την ώρα που είχαν πει. Δεν ήθελε να χάσει λεπτό από εκείνη.
Κι αυτό γιατί πολύ απλά εμπιστευόταν τη συνέπεια του με το χρόνο όσο τις νέες αρχές και τα καινούρια σχέδια που έβαζε στο μυαλό του κάθε Σεπτέμβρη.
Ο σερβιτόρος έφερε τον δεύτερο καφέ και την ώρα που σηκωνόταν η βρεγμένη χαρτοπετσέτα κάτω απ' το ποτήρι - αυτοσχέδιο σουβέρ επινόησης του ιδιοκτήτη ο οποίος πόνταρε στην «απλότητα» για να τσιμπήσουν από γαλλοι φιλέλληνες συνταξιούχοι μέχρι τελειωμένοι χιπστερ που θα έψαχναν την αληθινή και αυθεντική εμπειρία- ο ίδιος αναρωτιόταν γιατί δεν είχε γυριστεί ακόμα ταινία στην οποία ο σουπερηρωας καταστρέφει όλα τα «πρεπει να κάνω» που φέρνει ο Σεπτέμβρης. Τον είχε κάνει και εικόνα μάλιστα, σαν άλλο superman με αναλογη γελοία κολλητή εμφάνιση και στο στέρνο του ένα σπασμένο σχολικό κουδούνι.
Η ώρα περνούσε κι εκείνος περίμενε την Ελένη. Την σκεφτόταν όλο το καλοκαίρι. Εκείνη είχε φύγει για διακοπές και σήμερα ήταν η μέρα που θα την ξανάβλεπε.
Η Ελένη αργούσε. Για να αποφύγει τις κακές σκέψεις, άρχισε να φτιάχνει σοβαρούς λόγους για το τί της έτυχε κι αφού έπεισε τον εαυτό του ότι σε πολύ λίγο θα εμφανιζόταν επέστρεψε στις χολιγουντιανές σκηνές του σουπερήρωά του.
Λίγο που βαρέθηκε με το φανταστικό του φίλο, λίγο που κουράστηκε να παρατηρεί τους περαστικούς, λίγο που κατάλαβε ότι η επίδοση κατοχυρώθηκε και δεν μπορούσε να χαρεί ούτε με το χρυσό μετάλλιο και τη χορηγία από μεγάλη καπνοβιομηχανία ως πελάτης του μήνα, αφοσιώθηκε στο να περιμένει την Ελένη αποκλειστικά.
Και τότε ακριβώς κατάλαβε ότι αυτή ήταν η ίδια η ζωή του. Ζούσε περιμένοντας. Ζούσε μόνο με τα σχέδια που ένιωθε ότι έπρεπε να κάνει.
Η Ελένη, η κάθε Ελένη, τα καλοκαίρια που δε ζούσε όταν έρχονταν, τα επόμενα καλοκαίρια που τα φανταζόταν τους χειμώνες, οι νέοι στόχοι, ο άλλος τόπος που φανταζόταν ότι κάποτε θα ζήσει, όλα τους ήταν προβολές κι αναβολές. Ζούσε μακριά απ' την ίδια τη ζωή του.
Κι ο σουπερήρωας, ήταν η μόνη αρχή που είχε να παραδεχτεί ότι μπορεί να κάνει. Γιατί ήταν η προβολή της ομορφιάς που κυνηγούσε.
Άρχισε να φαντάζεται τον εαυτό του χωρίς μεγάλες προσδοκίες. Ζωντανό κι ευτυχισμένο -άρα χωρίς ελπίδα-, χωρίς τα «θα» που έπρεπε να βάλουν μπροστά το φθινόπωρο και στα τέλη της άνοιξης να δει πώς πήγε η σοδειά... κι έτσι ακριβώς, εκείνη τη στιγμή, άρχισε να σκέφτεται το Σεπτέμβρη, χωρίς το φόβο που του δημιουργούσε.
Η Ελένη προφανώς και δεν ήρθε ποτέ. Κι όχι για να μην έχει ντε και καλά happy end η ιστορία. Αλλά γιατί το ραντεβού, ήταν μόνο στο μυαλό του.
Αλλιώς, δε θα χρειαζόταν καν. Θα του είχε πει ότι θέλει να φύγουν μαζί. Ή θα της έλεγε εκείνος να περάσουν μαζί το καλοκαίρι. Θα ήταν παρέα όταν την έβλεπε ο ήλιος και θα σχηματιζόταν το σημάδι απ' το μαγιό της. Θα είχε ξεκινήσει όντως κάτι απ' όσα είχε υποσχεθεί στον εαυτό του τόσους Σεπτέμβρηδες...
Έγειρε τον αγκώνα του στην πλάτη της καρέκλας στ’ αριστερά του, άπλωσε το δεξί του πόδι και τελικά ζήτησε ευγενικά τη διπλανή καρέκλα αφού προηγουμένως πέρασε δυο λεπτά απολαμβάνοντας την αδιαμφισβήτητη θαλπωρή που του δινε το ασυναίσθητο (;) χαδι στη μαύρη, ως το γόνατο, βαμβακερή κάλτσα του διπλανού του. Παρήγγειλε μια μπύρα σε χαμηλό ποτήρι -του κρασιού, παρακαλώ (είπε με έμφαση στο σερβιτόρο)- κι ύστερα γέλασε συνειδητοποιώντας πόσο ισχυρή λειτουργία είναι η μίμηση...
...είδε τις νέες αρχές να καταρρέουν μια-μια, κατάλαβε ότι αδυνατεί να κάνει το οποιοδήποτε σχέδιο, είπε ένα γεμάτο σιγουριά «δεν ξέρω» - την ώρα που το χάος της ίδιας της ζωής του κλείνε το μάτι σαν να του λέγε, «εμείς οι δυο θα γίνουμε φίλοι»- ...ήπιε μια γουλιά... και είπε «καλό μήνα»!
Γράφει ο Αντρέας Βάγιας