Δημοσιεύτηκε
«Οι τουρίστες δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται και οι ταξιδευτές δεν γνωρίζουν πού πηγαίνουν». Στον σχεδόν οξύμωρο αφορισμό του ο ταξιδιωτικός συγγραφέας Paul Theroux συνοψίζει τη βασική διαφορά μεταξύ ταξιδιώτη και τουρίστα. Γιατί το ταξίδι είναι μια εγγενής ανθρώπινη τάση, ανάλογη με την αέναη κίνηση που διέπει την συμπαντική ύλη. Από την προσωπική θεώρηση του καθενός ωστόσο εξαρτάται αν θα αποτελέσει μέσο περιήγησης και εξερεύνησης του κόσμου, απόδραση από τα κλαδευτήρια της πεζής καθημερινότητας, όχημα του ονείρου ή παρηγοριά για τους νοσταλγούς του απρόσιτου.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής κατασκεύασε τον τουρίστα. Τον μαντρωμένος άνθρωπο στο all inclusive ξενοδοχείο, το μέρος της μετακινούμενης μάζας που ακολουθεί πιστά το ωρολόγιο πρόγραμμα σαν να βρίσκεται ακόμα στο σχολείο. Θα πάρει συγκεκριμένη ώρα το πρωινό του και θα επισκεφθεί μαζί με το υπόλοιπο γκρουπ τους αρχαιολογικούς χώρους, διαρρηγνύοντας - έστω και ακούσια - τη μυστηριακή σιωπή τους. Θα απλώσει το άχρωμο βλέμμα κάτω από τον καυτό ήλιο και την ψάθινη ομπρέλα, θα καταβροχθίσει το πρωί την ιστορία του Παρθενώνα με την ίδια βουλιμία που θα φάει το βράδυ τον μουσακά και το τζατζίκι. Θα στριμωχτεί το σούρουπο στα σοκάκια της Σαντορίνης για να φωτογραφίσει το ηλιοβασίλεμα και θα στηθεί από νωρίς στην ουρά για να θαυμάσει τα αριστουργήματα στο Μουσείο του Λούβρου.
Αντίθετα ο ταξιδιώτης το πρώτο πράγμα που κάνει, προτού καλά καλά βγάλει το one way εισιτήριό του, είναι να αποβιβασθεί από τον εαυτό του. Χωρίς gps, χωρίς σημαδεμένους χάρτες, θα χώσει στις ελάχιστες αποσκευές του αυτή την απερίγραπτη αύρα, αυτό το άρρητο που αναδύεται από την πρόκληση του άγνωστου. Των άγνωστων τόπων, των άγνωστων ανθρώπων. Προτιμά να ξενυχτά μεθοκοπώντας με τους ντόπιους παρά να πίνει τις «μπόμπες» των μπαρ. Nα χάσει το δρόμο παρά να βρει το εστιατόριο με το διεθνές μενού. Να προσθέσει στο άλμπουμ της μνήμης του το άθροισμα των εμπειριών παρά τις θρυμματισμένες εικόνες των αξιοθέατων.
Η τεχνολογία μπορεί να εξελίσσεται αλλά το προφίλ του τουρίστα κατ’ ουσίαν δεν έχει αλλάξει. Απλώς, τη θέση της κρεμασμένης στον λαιμό φωτογραφικής μηχανής έχει πάρει το ανά χείρας smartphone και η αγωνιώδης αναζήτηση διαμονής ανάμεσα στα rooms to let έχει αντικατασταθεί από τη σιγουριά που προσφέρει η πλατφόρμα airbnb. Δεν δείχνει πλέον τις φωτογραφίες, αυτά τα φωτεινά ξέφτια των αναμνήσεων, σε μια στενή παρέα φίλων αλλά τις ανεβάζει στα social media και εισπράττει likes αντί για επιφωνήματα.
Τέλος, στην ευάριθμη κατηγορία των «αταξίδευτων» ταξιδευτών ανήκουν όσοι περιφέρουν το σώμα τους από το ένα δωμάτιο στο άλλο, αφήνοντας το πνεύμα τους να κυκλοφορεί ελεύθερο, χωρίς διαβατήριο, στους ουρανούς της φαντασίας. Από την μηδενιστική υπαρξιακή εκδοχή του Καβάφη («Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δε θα ‘βρεις άλλες θάλασσες») μέχρι τη δημιουργική αναπλήρωση του Πεσσόα. «Για να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω: πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό στο σιδηρόδρομο του κορμιού μου ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από πρόσωπα και χειρονομίες. Όποιος διέσχισε όλες τις θάλασσες, δεν διέσχισε τελικά παρά την μονοτονία του εαυτού του. Έχω δει περισσότερα βουνά απ' όσα υπάρχουν στη γη. Έχω περάσει από πολιτείες περισσότερο υπαρκτές και τα μεγάλα ποτάμια του πουθενά κυλούσαν κάτω από το ρεμβαστικό μου βλέμμα. Αν ταξίδευα, δε θα αντίκριζα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω. Τα αληθινά τοπία είναι αυτά που μόνοι μας φτιάχνουμε».