Δημοσιεύτηκε
Πύρωνε ο ήλιος στις Κουκουναριές, κορμιά και πεύκα. Μόλις όμως άρχιζε να σουρουπώνει οι συγχορδίες των τζιτζικιών παραχωρούσαν τη θέση τους στους αυτοσχεδιασμούς των τριζονιών, πρελούδιο της νύχτας. Στην πιο παλιά ταβέρνα της περιοχής «Όνειρο στο κύμα», η τσιγγάνα με τα ξέπλεκα μαλλιά μαζί με τηγανητές μαρίδες και χωριάτικες σαλάτες κατάκοπες από τα σούρτα φέρτα, συμπλήρωναν το σκηνικό ενός Αυγούστου που κόντευε να ξεψυχήσει.
Ανάμεσα στους θαμώνες, δυο νεαροί γύρω στα 25, (δύσκολο πάντα να ορίσεις και να προσδιορίσεις τη νιότη), κάτοικοι του οπτικού μου πεδίου. Μπαίνουν αθόρυβα δυο κοπέλες και κάθονται απέναντι από τα αγόρια. Η μία αδιάφορη εμφανισιακά, η άλλη είχε τον αέρα της μακιγιαρισμένης προστυχιάς που παρίστανε τη θηλυκότητα. Ξαφνική σιγή στο αντρικό τραπέζι. Είχαν αρχίσει να μιλούν τα μάτια του πιο ψηλού και γεροδεμένου παλικαριού και σκεφτόμουν, καθώς το παρακολουθούσα διακριτικά, πόσες παραλλαγές διαπεραστικού βλέμματος χρειάζονται για να απεικονίσεις πειστικά το φλερτ. Αυτή παγωμένη. Πιο πολύ από τη μπίρα που έπινε. Εκείνος περνάει στο δεύτερο στάδιο της στενής πολιορκίας. Της στέλνει ένα καραφάκι κρασί. Ούτε ένα αμήχανο χαμόγελο ευγένειας δεν του χαρίζει. Λες και είχε μαντέψει την αδιαφορία της, πεισμώνει ακόμη περισσότερο. Κατευθύνεται με αργές, τελετουργικές κινήσεις προς ένα στριμωγμένο τζουκ μποξ. Κι όσο ψάχνει με το κέρμα μετέωρο τι τραγούδι να βάλει, σαν ένα σύντομο πέρασμα του Χίτσκοκ, μου έρχονται στο μυαλό φράσεις από τον «Ερωτα στα χιόνια». «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές».
Οι νότες από το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας με διώχνουν από τη σκηνή και με στέλνουν στο Τώρα, σε πλήρη συγχρονισμό με τους ήχους που τρυπούν τη μεταξένια ησυχία της νύχτας. Είναι η τρίτη φορά που η μουσική του Λοῒζου εισβάλλει απρόσκλητη από τα ανοιχτά μπαλκόνια. Μόνο άντρας που ο σεβντάς του τρώει τα σωθικά, μπορεί να το ακούει στη διαπασών τέτοια ώρα. Αρνούμαι να πιστέψω ότι του έχει κολλήσει το cd. Moύ χαλάει το σενάριο.
Την τέταρτη φορά, ξανά οι εικόνες του νεαρού που χορεύει σαν περιστρεφόμενη δίνη. Χορεύει. Πότε μ' ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αητό και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο.
Ιδιος Άτλαντας που οι ώμοι του λυγίζουν κάτω από το βάρος της απόρριψης. Γράψε λάθος. Δεν μπορεί να νιώθει ταπεινωμένος εκείνος που η μοίρα τον διόρισε εκφραστή του ερωτικού καημού.. Τα πόδια του πατάνε ρυθμικά και στιβαρά το τσιμεντένιο πάτωμα σαν να του στέλνουν ένα μήνυμα, γεμάτο περιφρόνηση: «Δεν σε φοβάμαι Χάροντα, είσαι μοναχά η φόδρα της αθανασίας μου».
Μέχρι εδώ, η αυθεντική μαρτυρία. Ποια ήταν η αλήθεια ανάμεσα στις τόσες διαδόσεις και φήμες, που σαν αόρατο δίχτυ απλώθηκαν το επόμενο πρωί στο νησί, δεν ενδιαφέρθηκα να τη μάθω. «Εγκλημα πάθους»… «Είχε παλιά δεσμό με τη λεγάμενη»… «Αυτοκτονία…» «Ο φίλος του τον σκότωσε».
Ούτε ο ταβερνιάρης που τον βρήκε ξαπλωμένο στο πεζούλι, με ένα επινίκιο χαμόγελο του Θανάτου καρφιτσωμένο στα χείλη του, δεν μπόρεσε να διαφωτίσει την υπόθεση. Το αίμα του, πιτσιλισμένο πάνω στο άσπιλο λευκό, έγινε τουριστικό αξιοθέατο. Είχε την ίδια απόχρωση με το κραγιόν της και κοινή καταγωγή από σπηλιά της Αλταμίρας.
Ο ενοχλητικός γείτονας αργά χθες το βράδυ πάτησε άθελά του το Reset της μνήμης. «Η διαδικασία σας ολοκληρώθηκε επιτυχώς», απάντησαν ταυτόχρονα το ετοιμοθάνατο καλοκαίρι, ο μπαρμπα-Γιαννιός του Παπαδιαμάντη και το ζεϊμπέκικο του παλικαριού.