Δημοσιεύτηκε
To μάτι του έπεσε σε μια αγγελία στην τζαμαρία ενός ψητοπωλείου της γειτονιάς του. «Ζητίτε τιληχτής». Να μπει ή να μην μπει; Το σχεδόν αμλετικό δίλημμα πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του, αλλά δεν είχε χρόνο να το σκεφθεί. Τον περίμενε η συνέντευξη στα γραφεία μιας εταιρείας. Η ουρά μεγαλύτερη απ’ αυτή των διοδίων σε πασχαλινή έξοδο.
Έφυγε τρέχοντας. Λίγο η καλοκαιριάτικη ζέστη, λίγο η αγωνία πού θα βρει δουλειά, ένιωθε μούσκεμα στον ιδρώτα. Όπως τότε που έδινε Πανελλαδικές. Κατακόκκινο το πρόσωπο, υγρά τα χέρια, ταμπούρλο η καρδιά. Ξορκίζει το άγχος, χαζεύοντας τα γκράφιτι πάνω στο θρανίο του. «Άλλη μια μέρα που δεν μου χρησίμευσε σε τίποτα το πυθαγόρειο θεώρημα». «Τα μόνα λατινικά που ξέρω είναι στα μαγικά του Χάρι Πότερ». «Όποιος δεν μουτζούρωσε τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο δεν έχει ιδέα τι είναι η θεωρητική κατεύθυνση». Το μάθημα που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν η Έκθεση. «Να γράψεις αυτά που θέλουν να διαβάσουν οι βαθμολογητές σου», τον συμβούλευαν. Με μια τεράστια γομολάστιχα τα έσβησε όλα την ημέρα των αποτελεσμάτων. Έβαλε σε μια πλαστική σακούλα τις σημειώσεις του φροντιστηρίου, τα υπογραμμισμένα SOS και τα πέταξε όλα στον μπλε κάδο. Να ανακυκλώνεται η γνώση. Να μην πηγαίνει χαμένη.
Περήφανη η μάνα για την εισαγωγή στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων έκανε δυο τραπεζώματα. Ένα για το σόι και ένα για τους φίλους του. Είχε έρθει να τον συγχαρεί και ο κολλητός του με το μπλουζάκι Τσε Γκεβάρα που σε κάθε διαγώνισμα του έλεγε: «Ρε, κούλαρε λίγο. To σύστημα μάς θέλει καθαρόαιμα άλογα σε κούρσα ιπποδρόμου, με χοντρές παρωπίδες. Βάζεις το κεφάλι κάτω και προχωράς μέχρι να γίνεις ένα καλοκουρδισμένο γρανάζι».
Βρίσκεται ήδη απέναντι από την ανορθόγραφη αγγελία που του χαμογελά πονηρά. Υποκύπτει. Συνοπτικές οι διαδικασίες της συμφωνίας. «2 το μεσημέρι με 12 το βράδυ το ωράριο, βασικός μισθός, ένσημα και δώρα μη ζητάς». Ήταν καλός στα μαθηματικά και κάνει γρήγορα τους υπολογισμούς. Μέχρι να πάρει σύνταξη θα έχει φτάσει τις απολαβές ενός μέσου ποδοσφαιριστή για ένα χρόνο. Συνεχίζει, αυτή τη φορά με το κομπιουτεράκι. Τα λεφτά που ξόδεψαν οι γονείς του από το δημοτικό μέχρι την αποφοίτηση από το Πανεπιστήμιο άλλης πόλης από τη δική του, μια τραγουδιάρα θα τα είχε κάνει απόσβεση σε μια σεζόν.
Την επόμενη μέρα πιάνει με τη λαβίδα πρώτα το κρέας. Ζουμερό σαν τα νιάτα του. Ολόφρεσκο και το χοιρινό και το μοσχαρίσιο. Τα όνειρά του όμως μπαγιάτεψαν νωρίς. 19 απολυτήριο, λίαν καλώς στο πτυχίο, για να τυλίγει σουβλάκια; Θράκα αναμμένη, ελπίδα σβησμένη. «Ξέχασες το τζατζίκι» φωνάζει από το ταμείο το αφεντικό. Θυμάται αίφνης τη φιλόλογό του στην Α’ Λυκείου, καθώς τους περιέγραφε τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. «Του θανάτου παρεστηκότος, μήτε το φρόνιμον μήτε το παιγνιώδες απολίπειν εκ της ψυχής». Σε ελεύθερη μετάφραση, λίγο πριν πιει το κώνειο ο αρχαίος φιλόσοφος είχε διατηρήσει την ψυχραιμία και το χιούμορ του. Τον μιμείται. «Τζατζίκι, κυρ Μήτσο, δεν θα βάζω σε σουβλάκια ερωτευμένου ζευγαριού. Θα τους χαλάει τη γεύση του φιλιού».
Ξύπνησε μέσα σ’ ένα πέλαγο κορεσμένου λίπους.
-Μάνα τι σημαίνει το όνειρο που είδα;
-Ένα και μόνο πράγμα, γιε μου. Πως το εκπαιδευτικό σύστημα εδώ και χρόνια με το ζόρι πιάνει τη βάση.
-Μπορεί… αλλά η γνώση παίρνει πάντα άριστα.