Δημοσιεύτηκε
"Η μοιραία βαρκάδα"
Ήταν Πέμπτη 4 Μαΐου το 1972. Η αυγή δειλά -δειλά άρχισε να χαράσσει και ο ήλιος αργούσε να φανεί και μόλις έκανε την εμφάνισή του, έδειχνε σκοτεινιασμένος. Τα λουλούδια του Μάη σταμάτησαν να ευωδιάζουν δείχνοντας και αυτά με τη σειρά τους, ότι η μέρα που ξημέρωνε θα είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες.
Οι μαθητές του εξατάξιου Γυμνασίου Σπηλίου είχαν προγραμματίσει την ημερήσια εκδρομή τους στη Γεωργιούπολη του Νομού Χανίων. Σ’ αυτή την εκδρομή συμμετείχαν οι τρεις μικρότερες τάξεις του Σχολείου Α΄, Β΄, και Γ΄ , η Δ΄τάξη θα επισκέπτονταν το Ηράκλειο και οι δυο μεγαλύτερες τάξεις Ε΄ και Στ΄, ήδη βρίσκονταν σε πολυήμερη εκδρομή εκτός Κρήτης, στην Κέρκυρα.
Τα λεωφορεία που θα μετέφεραν τα παιδιά βρίσκονταν από νωρίς στη θέση τους, όπως και οι συνοδοί καθηγητές τους. Οι μαθητές άρχισαν σιγά – σιγά να καταφθάνουν κρατώντας μαζί τους το φαγητό που τους ετοίμασαν οι γονείς τους, όπως και το φτωχικό χαρτζιλίκι τους, μια και θα απουσίαζαν όλη την ημέρα. Περίμεναν να μαζευτούν όλοι και αφού συγκεντρώθηκαν άρχισαν να επιβιβάζονται στα λεωφορεία και μαζί τους επιβιβάστηκε και ο τοπικός φωτογράφος Στέλιος Τζανακάκης, που του έμελλε να απαθανατίσει ένα σπάνιο και αναπάντεχα τραγικό γεγονός.
Η εκδρομή ξεκίνησε και τα τραγούδια της εποχής ακούγονταν συνέχεια από τα παιδιά που τα τραγουδούσαν στο κάθε λεωφορείο, όπως γίνεται συνήθως. Ήταν όλα ενθουσιασμένα και όλα χαρούμενα. Μετά από κάποια ώρα έφθασαν στον τόπο του προορισμού τους και αμέσως σκόρπισαν παντού σ’ όλη την έκταση της περιοχής σχηματίζοντας το κάθε παιδί τη δική του παρέα. Άλλα επέλεξαν να παίζουν μπάλα, άλλα να χορεύουν και να τραγουδούν και άλλα κινήθηκαν προς τη μεριά της θάλασσας, που ίσως πολλά απ’ αυτά για πρώτη φορά έβλεπαν. Στο μώλο του λιμανιού βρίσκονταν και οι τοπικοί ψαράδες, που ετοίμαζαν τα δίχτυα και τα παραγάδια τους. Η επίσκεψη των μαθητών άρχισε να τους προβληματίζει ιδιαίτερα και δαιμονικά επηρεασμένοι πίστεψαν ότι μια μικρή βόλτα έναντι κάποιας αμοιβής με τα σκάφη στη θάλασσα, ίσως επέφερε μεγαλύτερο κέρδος, από ότι μια καλή ψαριά. Έτσι στην αρχή προσεχτικά έβαζαν στο κάθε σκάφος μικρό σχετικά αριθμό μαθητών, αποκομίζοντας το αντίστοιχο κόμιστρο από την κάθε βόλτα. Το κέρδος τους γλύκανε και σκέφτηκαν ότι όσο περισσότερα παιδιά βάλουν στη βάρκα, τόσο μεγαλύτερο κέρδος θα έχουν, αφαιρώντας τους συγχρόνως και το λιγοστό χαρτζιλίκι, που πολλοί γονείς δανείστηκαν για να τα εφοδιάσουν.
Στη μοιραία βάρκα βρέθηκαν 24 μαθήτριες, στοιβαγμένες η μια επάνω στην άλλη και καθισμένες από τη μια πλευρά της βάρκας, γιατί από την άλλη μεριά υπήρχαν τα δίχτυα. Μαζί τους και οι δυο βαρκάρηδες, που επέλεγαν στη βάρκα τους να μπαίνουν μόνο κορίτσια. Ήταν μετά το μεσημεριανό φαγητό, όταν ξεκίνησαν για τη μοιραία βόλτα και ίσως να απομακρύνθηκαν λίγο περισσότερο από τις άλλες φορές. Ίσως κάποιο μικρό κυματάκι να έβρεξε λίγο τα κορίτσια, όπως αυτά ήταν καθισμένα και να έγινε η αιτία της μετακίνησης των, μέσα στη βάρκα. Η βάρκα δεν άντεξε το βάρος των παιδιών από τη μια μεριά και αναποδογύρισε.
Όλοι βρέθηκαν στη θάλασσα και άρχισαν να καλούν σε βοήθεια μήπως και τα ακούσει κανείς και τα βοηθήσει να γλυτώσουν. Τα δίχτυα που βρίσκονταν επάνω στη βάρκα μπερδεύτηκαν με τα κορίτσια τραβώντας τα προς το βυθό της θάλασσας, που μάταια προσπαθούσαν να ελευθερωθούν, μήπως και τα καταφέρουν να σωθούν. Πολλές δε γνώριζαν μπάνιο, αλλά και όσες γνώρισαν δεν τα κατάφεραν να απομακρύνουν τα δίχτυα από πάνω τους. Κάποια βάρκα που έπλεε σε κοντινή απόσταση με μαθητές και κατάλαβε τι είχε συμβεί δεν πλησίασε να τους προσφέρει βοήθεια, γιατί φοβήθηκε για την τύχη των μαθητών, που είχε αναλάβει να τους κάνει βαρκάδα. Θεώρησε καλό να γυρίσει και να ξεφορτώσει τα παιδιά στην παραλία και να επιστρέψει να προσφέρει βοήθεια. Έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος και το κακό δεν άργησε να φανεί.
Η μαθήτρια Γλυνιαδάκη Παρασκευή που γνώριζε καλό μπάνιο, έδιδε τη δική της μάχη. Μάταια φώναζε βοήθεια και προσπαθούσε να σώσει ότι μπορούσε και τελικά κατάφερε να σώσει τις συμμαθήτριές της Αντιόπη Παπαγιαννάκη και Άννα Πετρογιαννάκη. Γι’ αυτή της την ηρωική προσπάθεια, το Υπουργείο Παιδείας της απένειμε σχετικό έπαινο.
Με μεγάλη δυσκολία ανασύρθηκαν οι μαθήτριες και μεταφέρθηκαν στην παραλία, όπου έγιναν μεγάλες προσπάθειες από τους συγκεντρωμένους να τις επαναφέρουν στη ζωή. Μάταια όμως! Τα αγνά νεανικά κορμάκια τους άφησαν την τελευταία τους πνοή στο βυθό της θάλασσας. Η αντίδραση των Αρχών ήταν άμεση και φαίνεται από το γεγονός, ότι η μαθήτρια Θεοδοσάκη Χρυσή που έδειχνε σημάδια ανάκαμψης μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στο Ναυτικό Νοσοκομείο Χανίων, όπου απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Η παραλία έγινε τόπος κλαυθμού και οδυρμού, οι μαθητές ήταν απαρηγόρητοι γιατί έχασαν τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα τις συμμαθήτριές τους και οι καθηγητές που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους γι’ αυτό που είχε συμβεί.
Το γεγονός έπεσε σαν βόμβα σε όλους τους γονείς, που σαν τρελοί έτρεχαν να μάθουν το μαντάτο στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, που εκεί μεταφέρθηκαν τα παιδιά τους. Οι πιο αγαπημένες τους υπάρξεις σκεπασμένα με λευκά σεντόνια και μελανιασμένα δε μιλούσαν στους γονείς τους… ούτε για την εκδρομή….ούτε για τη φρίκη που δοκίμασαν όταν αναποδογύρισε η βάρκα…ούτε και για την αιτία της τραγικής τραγωδίας.
Ο απολογισμός φρικτός.
Από την Πρώτη Τάξη:
Από τη Δεύτερη Τάξη:
Από την Τρίτη Τάξη:
Έτσι γράφτηκε ο επίλογος της ημερήσιας εκδρομής, που είχε σαν αποτέλεσμα τον τραγικό και άδικο χαμό των 21 κοριτσιών που συγκλόνισε το Πανελλήνιο και ολόκληρη την επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου βύθισε στο βαρύ πένθος. Ήταν τόσο σοκαρισμένη η κοινή γνώμη, που για μεγάλο διάστημα τόσο ο Τοπικός όσο και ο Αθηναϊκός Τύπος ασχολήθηκε για τον άδικο χαμό των 21 μαθητριών.
Τέτοια συμφορά, τέτοια ομαδική απώλεια σε ανθρώπινες ζωές δεν έχει ξαναγνωρίσει η Επαρχία Αγίου Βασιλείου από τη Γερμανική Κατοχή με τις ομαδικές εκτελέσεις της Κρύα Βρύσης και των Σακτουρίων, γράφει η Κρητική Επιθεώρηση το Σάββατο 6 Μαϊου 1972 και συνεχίζει. « Νεκροί οι ίδιοι οι γονείς ακολουθούσαν τα φέρετρα των νεκρών παιδιών τους στην τελευταία τους κατοικία, με μισοχαμένες τις αισθήσεις, με βλέμμα απλανές μπροστά στην ασύλληπτη συμφορά, με μάτια στραγγισμένα από τα δάκρυα, με κραυγές και βογγητά του αβάστακτου πόνου, που τους ξέσχιζε τα στήθια ».
Παρέα με τον πόνο έζησαν όσο τουλάχιστον μπορούσαν να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους και καθισμένοι μόνιμα στο κατώφλι του σπιτιού τους, μάταια περίμεναν να επιστρέψει το παιδί τους από τη μοιραία εκδρομή.
Με τα αναπάντητα ερωτήματα, του πώς και το γιατί, έζησαν όλα τους τα χρόνια και καθημερινά μαράζωναν, γιατί τους έτρωγε ο καημός του αδικοχαμένου παιδιού τους.