Δημοσιεύτηκε
Hθοποιός σημαίνει φως, τραγουδούσε ο Δημήτρης Χορν στην ιστορική μουσικοχορευτική παράσταση «Οδός Ονείρων». Μπορεί όμως και να σημαίνει άνεργος εκδότης, μόνος, ψάχνει... Η απόφαση του Πέτρου Κωστόπουλου να παίξει στο μιούζικαλ Grease δεν ξάφνιασε κανέναν. Τα ένσημά του ως κομματικός αφισοκολλητής, ως υψηλόβαθμος υπάλληλος των Βρυξελών, σύμβουλος εκδόσεων, ιδιοκτήτης περιοδικών ποικίλης ύλης, ραδιοφωνικός παραγωγός, τηλεοπτικός παρουσιαστής και πανελίστας σε reality show καταδεικνύουν πως εδώ και τρεις δεκαετίες έχει καταγράψει χιλιάδες χιλιόμετρα στο κοντέρ της χαμαιλεόντειας προσαρμοστικότητας. Μια προσαρμοστικότητα που τον διέκρινε και εξακολουθεί να τον διακρίνει τόσο στην επαγγελματική του ζωή όσο και στον ιδιωτικό του βίο. Από περιζήτητος εργένης και εραστής πολλών καρατίων, όσων είχαν τα χρυσά του μανικετόκουμπα, κάποια στιγμή παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε, μεταπηδώντας με σβελτάδα αιλουροειδούς στο υπόδειγμα του οικογενειάρχη για να καταλήξει πάλι με δόξα και τιμή στο κλαμπ των διαζευγμένων.
Η περίπτωση του, ομολογουμένως με αρκετά μυθιστορηματικά στοιχεία, θα μπορούσε να εμπνεύσει έναν «Πολίτη Κέιν», αν δεν αποτελούσε τόσο εξόφθαλμα το κακέκτυπο της αμερικανιάς που υπηρέτησε. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα περισσότερα περιοδικά με τα οποία αρχικά συνεργάστηκε ή αργότερα ο ίδιος εξέδιδε ήταν κακές αντιγραφές του «Face» ή του «Interview» του Άντι Γουόρχολ, επιχειρώντας να φέρει τον νεοϋρκέζικο κοσμοπολιτισμό στην μεταπολιτευτική Ψωροκώσταινα που αναζητούσε την ταυτότητά της. Απενοχοποίηση του σεξ με τα αντίστοιχα εξώφυλλα, gossip στη θέση της πολιτικής και απόλυτη κυριαρχία του lifestyle που τις περισσότερες φορές εκφράζεται με σινιέ ρούχα, διασκέδαση στα μπουζούκια και καρακίτς νεοπλουτισμό. Ο Κωστόπουλος βιαζόταν να βγάλει την Ελλάδα από το τούνελ του μπαρουτοκαπνισμένου μουσακά και να την μπάσει στην άγνωστη μέχρι τότε γεύση του filet mignon. Να την ταξιδέψει από τα πλακόστρωτα σοκάκια των χωριών του Πηλίου στις εξωτικές παραλίες του Μαϊάμι. Να μάθει στους Έλληνες να πίνουν αντί για το παραδοσιακό ούζο malt whisky, να καπνίζουν ακριβά πούρα αντί για τα φτηνά τσιγάρα, να περάσουν επιτέλους από το τσαρούχι στο timberland. Έχτισε γρήγορα την αυτοκρατορία του στον Τύπο με την ταχύτητα των φιγουρατζίδικων αυτοκινήτων που και ο ίδιος λάνσαρε.
Κι ύστερα ήρθαν οι απλήρωτοι εργαζόμενοι, τα εξώδικα, οι αγωγές, οι κατασχέσεις και η κατάρρευση της IMAKO. Η σαπουνόπερα στην οποία πρωταγωνιστούσε δεν είχε happy end.
Για να είμαστε βέβαια ειλικρινείς δεν ευθύνεται αυτός – όπως καθ’ υπερβολήν γράφτηκε- ούτε για την οικονομική κρίση ούτε φυσικά για το προπατορικό αμάρτημα. Ενσάρκωσε όμως αναντίρρητα το American dream, αλά ελληνικά. Το μύθο του αυτοδημιούργητου φτωχόπαιδου που αφήνει πίσω του το μόχθο της βιοπάλης και αλωνίζει στα σαλόνια του Κολωνακίου και των Βορείων Προαστίων. Έπιασε τα μηνύματα των καιρών και κατάφερε να κάνει τη χλίδα ιδεολογία, τη γκλαμουριά στάση ζωής, τους σελεμπριτάδες αστραφτερά είδωλα μιας καθημερινότητας που πάσχιζε να ξεφύγει από την ανία της, απολαμβάνοντας τα υλικά αγαθά που κόμισε πλουσιοπάροχα ειδικά η περίοδος των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.
Τώρα που έπεσε η αυλαία της ευμάρειας, εκείνος ανεβαίνει στο σανίδι. «Ηθοποιός σημαίνει φως» και ο Κωστόπουλος δεν θα συμβιβαζόταν με τίποτα που να μην περιέχει την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Ακόμα και στον στίχο του γνωστού τραγουδιού «Μήπως πεινάς και τι να φας;» έχει έτοιμη την απάντηση: γκουρμέ σάντουιτς. Πάντα βρίσκει κανείς μια Ιθάκη μετά από τόσα χρόνια Μύκονο.