Δημοσιεύτηκε
Το πώς βλέπει ο καθένας το χρόνο του και τη ζωή του είναι υποκειμενικό. Καθετί άλλωστε, έχει τη σημασία που του δίνεις εσύ, το χρόνο που του χαρίζεις και τι μοιράζεσαι μαζί του.
Τα τελευταία χρόνια αποφάσισε, ότι κανείς πια δεν έχει το δικαίωμα, να του «κλέβει» το χρόνο. Το χρόνο τον δικό του. Αυτόν που δεν μοιράζεται με κανέναν, παρά μόνο με τον εαυτό του. Με πράγματα που δεν του αρέσουν δεν «καταπιάνεται». Ότι τον χαλάει το πετά και ότι τον «τρέφει» το κρατά. Άλλωστε, αυτό που σε χαλάει το έχεις γνωρίσει. Δεν σου προσφέρει τίποτα πια. Και είναι εκείνη η στιγμή που θα ήθελες να έχεις ένα κουμπί, να το πατήσεις, να τα σβήσεις όλα με μιας, και να κάνεις μια νέα αρχή. Και η μόνη εναλλακτική ίσως θα ήταν να προσγειωθείς στο παρόν. Αυτό που ζεις. Και σε αυτή την κατάσταση, ο καθένας είναι μόνος του, η ζωή μικρή και ο χρόνος πολύτιμος.
Είναι φορές που οι πόρτες σου μένουν κλειστές
είναι στιγμές που βουλιάζεις στη δίνη του χθές
κι όλο γυρνάς στα σκοτάδια σε γύρους θανάτου σκορπάς
τη σκόνη των ονείρων σου το γέλιο της ματιάς
Είναι στιγμές... σιγοτραγουδάει ένα τραγουδάκι του φίλου Γιώργου. Αλήθεια, πόσες στιγμές είναι αυτές όλες που μείναν μόνο στιγμές; Στιγμές, που βουλιάζεις στη δίνη του χθες...
Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε πει: «Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος, υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα και τη χαίρομαι όλη».
Τις περισσότερες φορές εκείνο που πραγματικά θες δε γίνεται να το έχεις κι αυτό είναι το μόνο παιχνίδι που ξέρει να παίζει τόσο καλά η ζωή, ας έχεις τουλάχιστον τη γαλήνη του μέσα σου, την ψυχραιμία να αντιμετωπίσεις το θηρίο, το αύριο που έρχεται καταπάνω σου αδηφάγο. Μπορείς να πεις χιλιάδες ψέματα, μικρά ή μεγάλα στον εαυτό σου, και μόνο μια αλήθεια. Ότι φοβάσαι. Και τότε θα έχεις βρει την ειρήνη. Την πολυτέλεια να χαρίζεις σε όποιον θες τις Κυριακές και τα απογεύματά σου. Να ξεχνάς και να θυμάσαι. Να κάνεις βόλτες και να αναπνέεις ελεύθερος. Να σιωπάς. Να φαντάζεσαι. Να μαγειρεύεις όνειρα μέσα σου. Να ξενυχτάς. Να μην υποτάσσεσαι. Στο φόβο. Να ενθουσιάζεσαι. Και να αφήνεις τη ποίηση να σε βρει με τρόπους που δεν είχες ποτέ σου φανταστεί μέχρι τώρα.