Δημοσιεύτηκε 29/07/2013
Ακούγεται από εργαζόμενους στον τουρισμό, αλλά και γενικότερα, πως «αυτή η τουριστική ανάπτυξη» δεν τους είναι αρεστή. Οι μαγαζάτορες παραπονιούνται πως οι πελάτες δε βγαίνουν από τα ξενοδοχεία να ξοδέψουν, οπότε τα ρίχνουν στον ξενοδόχο: λένε πως «τους κρατάει μέσα». Οι ξενοδόχοι, με τη σειρά τους, παραπονιούνται πως τα πρακτορεία στέλνουν πελάτες που δεν ξοδεύουν αρκετά μέσα στο ξενοδοχείο, αλλά –αντιθέτως– ψωνίζουν στα σούπερ μάρκετ και τα fast-food. Τα πρακτορεία, πάλι, παραπονιούνται πως οι τιμές στην Ελλάδα δεν είναι ανταγωνιστικές, δηλαδή πως είμαστε «ακριβοί» γι’ αυτό που θέλουν οι ξένοι. Άλλοι παραπονιούνται για τους Άγγλους και άλλοι για τους Ρώσους, άλλοι παραπονιούνται για τα «βραχιολάκια» (το all-inclusive) κι άλλοι για τους πελάτες των ακριβών ξενοδοχείων, πως δεν ψωνίζουν αρκετές γούνες και κοσμήματα φέτος.
Υπάρχει διάχυτη μία εμμονή πως οι επισκέπτες της Ελλάδος οφείλουν να είναι «ποιοτικοί», κι ο καθένας το ερμηνεύει διαφορετικά: Μήπως οφείλουν να ξοδεύουν πολλά λεφτά στον τόπο; Να μένουν στα καλύτερα ξενοδοχεία; Μήπως να μένουν στα αυθεντικά και παραδοσιακά καταλύματα; Να τρώνε στις καλύτερες ταβέρνες και να πίνουν στα μπαρ τα καλύτερα κρασιά και αποστάγματα; Υποχρεούνται να ξέρουν από ιστορία και πολιτισμό, να είναι κοσμοπολίτες; Η απάντησή μου σε αυτήν τη σχεδόν ρατσιστική αντιμετώπιση των ξένων επισκεπτών είναι μια απλή ερώτηση: πιστεύετε εσείς πως η Ελλάδα προσφέρει πραγματικά αυτήν την ποιότητα παντού;
Βλέπετε, ο Τουρισμός δεν είναι ένα και μοναδικό «προϊόν», κι ούτε είναι μία και μοναδική «βιομηχανία», αν και συχνά χρησιμοποιούμε τέτοιους όρους για την ευκολία της συζήτησης. Ο τουρισμός είναι πολλά προϊόντα που παράγονται από τους ανθρώπους διαπροσωπικά: το χαμόγελο, η φιλοξενία, η καθαριότητα, η αισθητική, κλπ. Κι όλα αυτά αλληλεπιδρούν σε περίπλοκο πλέγμα μεταξύ ανθρώπων, επιχειρήσεων, και δημοσίου, κι αυτό που τελικά εξάγεται είναι οι Εμπειρίες. Αυτές οι εμπειρίες είναι, τελικά, το «εξαγώγιμο προϊόν» που παίρνουν μαζί τους οι ξένοι, αφήνοντας σ’ εμάς τα χρήματά τους ως αντίτιμο.
Οι ξένοι επισκέπτες έρχονται να ζήσουν για λίγο στη χώρα μας, ανάμεσά μας, σαν εμάς και παράλληλα με μας: κινούνται στους δρόμους μας, ψωνίζουν στα μαγαζιά, τρώνε τα φαγητά μας, καταναλώνουν αυτά που τους προσφέρουμε. Αν η Ελλάδα και οι Έλληνες είμαστε μία χώρα πεντακάθαρη, οργανωμένη, χτισμένη με ομορφιά και γούστο, με άψογα προϊόντα και υπηρεσίες, τότε θα μας πληρώσουν αυτά που αξίζουμε. Αν δεν είμαστε όλα αυτά, και είμαστε μια βρώμικη χώρα με επικίνδυνους δρόμους, στενά πεζοδρόμια, αγενείς υπαλλήλους, μπόμπες ποτά και μέτριο φαγητό, τότε θα εισπράττουμε αντιστοίχως. Σίγουρα υπάρχουν νησίδες ποιότητας, αλλά ακόμη κι εμείς οι ίδιοι γκρινιάζουμε συνεχώς, σωστά;
Επομένως, ας αναρωτηθούμε: Είμαστε εμείς, πρώτοι εμείς, το ποιοτικό «προϊόν» που θέλουμε να μας πληρώνουν; Αξίζουμε τα λεφτά που θέλουμε να εισπράττουμε; Και δε μιλάμε απαραίτητα για πολυτέλεια, αλλά μιλάμε σίγουρα για τιμιότητα και αξιοπρέπεια, για σεβασμό του ξένου επισκέπτη. Δεν έχει τόσο σημασία αν έχεις πέντε αστέρια ή δύο αστέρια, φτάνει να τα τιμάς και να είσαι γνήσιος. Πόσοι από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου καλημερίζουν τους τουρίστες στο δρόμο; Πόσοι τους βοηθούν; Ο ξένος είναι ένα ιερό πρόσωπο, κι αποτελεί ύβρη να επιμένουμε πως στη χώρα μας οφείλουν να έρχονται μόνον οι καλύτεροι.
Η τουριστική ανάπτυξη δεν συμβαίνει επειδή το θέλει ή το "διατάζει" η κυβέρνηση, η αυτοδιοίκηση, ή οι επιχειρηματίες. Η ανάπτυξη, όπως είχα εξηγήσει και παλιότερα(1), είναι ένας κρίκος σε μια αλυσίδα: εμπιστοσύνη, ασφάλεια, ανταγωνιστικότητα, επενδύσεις, προσλήψεις, ανάπτυξη, κερδοφορία, αύξηση μισθών. Όπως σε όλα, έτσι και στον Τουρισμό, η Ελλάδα δεν είναι αποκομμένη από το παγκόσμιο γίγνεσθαι, πόσο μάλλον που ο τουρισμός είναι μία κατεξοχήν παγκοσμιοποιημένη οικονομική δραστηριότητα. Σε εμάς επαφίεται να γίνουμε ο προορισμός των ξένων χρημάτων που θέλουμε να εισπράξουμε, των ποιοτικών επενδύσεων και των ποιοτικών τουριστών. Διότι είναι δίκαιο, είτε τώρα είτε ποτέ, να εισπράττουμε όσα ακριβώς πραγματικά αξίζουμε.
(1) «Μα, για ποια Ανάπτυξη μιλάμε;» Ελευθεροτυπία, 10/02/2013 (www.enet.gr/342487)