Δημοσιεύτηκε
φωτο, διαδίκτυο
Εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γραφικός. Τα κουσούρια του πολλά εκεί στην αυλή που ζούσε. Πολλά και ελεύθερα να κάνουν βόλτες στις γλώσσες των ενοικιαστών της αυλής.
Παιδί των θελημάτων ο Γιακουμής. Στη κολυμπήθρα Ιάκωβο τον είπανε, μα για όλη την αυλή ήταν ο Γιακουμής. Και αυτό δεν το άντεχε! Ιάκωβο ήθελε να τον αποκαλούν, και όχι Γιακουμή. Στο άκουσμα αυτού του ονόματος κάτι πάθαινε. Ήταν και μικρός στο μπόι, τον κόντυνε περισσότερο τώρα κι αυτό το όνομα. Έτσι ένιωθε. Και είχε πατήσει ήδη τα εικοσιπέντε..
Πατέρα δεν γνώρισε. Ήταν όμως σαν να τον ήξερε καλά με τόσα που είχε ακούσει γι αυτόν από όλους αυτούς που ζούσαν εκεί στην αυλή. Ένας τύπος, που τον έχανε που τον έβρισκε κανείς, ή στο καπηλειό νωρίς ή στα σκέλια της έρμης της μάνας του Γιακουμή, πηγαίνοντας κρυφά, τύφλα πριν χαράξει ο Θεός τη μέρα. Ένας τύπος με τη βρισιά μόνιμα στα χείλη. Τη μιά βρίζοντας τη τύχη του, την άλλη όποιον θα έβρισκε μπροστά του. Αφορμές βλέπεις πάντα υπήρχαν. Κι αν δεν υπήρχαν, το μόνο εύκολο να τις φτιάξει. Δεν σήκωνε πολλά πολλά. Μιά δυό το κακό έγινε. Μες στη παραζάλη του, άγρια χαράματα και τρεκλίζοντας από τα πιόματα, συνάντησε τη τύχη του. Ούτε πρόλαβε να δει το φορτηγό. Τραβιόταν καιρό στα δικαστήρια ο οδηγός, μα και ο πατέρας του Γιακουμή με το δημιουργό του για τη θέση που θα έπαιρνε στα δεξιά ή αριστερά του.. λες και έχει καμμία σημασία.. άλλωστε κανείς δεν γύρισε να μας πει πως είναι εκεί ψηλά.
Τον έκλαψε τον άνδρα της, άλλοι λέγανε ότι ξέμπλεξε η καημένη, άλλοι, ότι κατά βάθος ήταν καλός άνθρωπος, κρίμα.. πήγε άδικα.. και ένα σωρό άλλα που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις...
Όνειρο και καημός του να φύγει από την αυλή. Δεν τους μπορούσε πια. Κανείς ποτέ δεν του είπε μια καλή κουβέντα. Κανείς ποτέ δεν τον πήρε στα σοβαρά. Το παιδί για τα θελήματα ο Γιακουμής. Και δεν τον ένοιαζε και κανένας να μην τον έπαιρνε σοβαρά. Ένα τον ένοιαζε. Η Μαρία. Ο μόνος άνθρωπος που του χαμογέλασε. Και που σήμερα ήξερε ότι είχε τα γενέθλια της. Έκλεινε τα εικοσιδύο..
Βγήκε στο μεγάλο δρόμο. Έφτασε στο μόνο στέκι που πήγαινε. Σε ένα καφενείο. Λεφτά, κάτι ελάχιστα στη τσέπη του. Μα θα έφταναν να πιει δύο τσίπουρα. Ένα γι΄αυτόν ένα για τη Μαρία. Να γιορτάσει κι αυτός με το δικό του τρόπο αυτά τα γενέθλια. Ακόμα κι αυτό χαρά θα του έδινε. Θα συμμετείχε με το δικό του τρόπο..