Δημοσιεύτηκε 05/03/2018
Το άρθρο αυτό προήλθε από ομιλία μου σε ημερίδα για την αξιοποίηση των Ιαματικών πηγών ιδιοκτησίας του ΤΑΙΠΕΔ. Προσκλήθηκα αρχικά να μιλήσω ως ιδιοκτήτης και σχεδιαστής σπα, αλλά κατόπιν επεκτάθηκε ο ρόλος μου και στην εκπροσώπηση του ΣΕΤΕ. Έτσι συμπεριέλαβα προσωπικά βιώματα και θεσμικές παρεμβάσεις στην ομιλία.
Ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα που αντιμετωπίζει και αντιμετώπισε κάθε επενδυτής στη χώρα μας ήταν το αδειοδοτικό. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί την πιο έντονα αποτρεπτική παράμετρο για τοποθέτηση μεγάλων κεφαλαίων σε επενδύσεις τύπου “greenfield” ή “brownfield”, δηλαδή είτε της εκ του μηδενός ανάπτυξης ενός συγκροτήματος ή της μετατροπής κάποιας προηγούμενης εγκατάστασης σε τουριστική. Ο λόγος είναι προφανής: η ασάφεια της αδειοδοτικής διαδικασίας δημιουργεί ανασφάλεια στον προσδιορισμό του χρονοδιαγράμματος της επένδυσης, και άρα αδυναμία εκπόνησης σχεδίου. Κι επειδή μιλώ τακτικά με επενδυτές, ορισμένοι εκ των οποίων διαχειρίζονται κεφάλαια μεγαλύτερα από το σύνολο του Ελληνικού ΑΕΠ, το πρόβλημα αυτό παραμένει φλέγον και επίκαιρο.
Πρότασή μου είναι να επιλυθεί το αδειοδοτικό με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαφάνεια, με ανοιχτά δεδομένα και δημόσια μητρώα, αναρτημένα στο διαδίκτυο, στην Ελληνική και την Αγγλική γλώσσα (τουλάχιστον), ούτως ώστε ο κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί ευχερώς να ενημερωθεί για τα αδειοδοτικά χαρακτηριστικά της κάθε διαθέσιμης προς αξιοποίηση ιαματικής πηγής. Όχι κατόπιν ερωτήματος, αλλά προκαταβολικά. Όχι υπό μορφή απλής παράθεσης ΚΥΑ και εγκυκλίων, αλλά κωδικοποιημένα, με σχεδιαγράμματα ροής για όλες τις διαδικασίες, εκτίμηση χρόνου για την κάθε μία (ή μέγιστη διορία, καλύτερα), και ενιαία αδειοδοτούσα αρχή ανεξαρτήτως του ύψους της επένδυσης. Αυτό που έχουμε θεσπίσει ως διαδικασία fast track για τις μεγάλες επενδύσεις θα έπρεπε να είναι η ελάχιστη υπηρεσία προς κάθε επενδυτή σε αυτή τη χώρα. Το fast track για όλους είναι μόνο η αρχή.
Ειρήσθω εν παρόδω, σε προετοιμασία της σημερινής μου ομιλίας, ερωτήθηκα από εκπρόσωπο του Υπουργείου Ανάπτυξης για το αν η υψηλή φορολογία είναι τόσο αποτρεπτική όσο είναι η προαναφερθείσα αδειοδοτική αδυναμία μας. Στην περίπτωση του τουρισμού, θα πρέπει να γνωρίζετε, ο οποίος είναι μια εκ φύσεως παγκοσμιοποιημένη οικονομική δραστηριότητα όπως η ναυτιλία (τομείς στους οποίους η Ελλάδα πήγε πολύ καλά ιστορικά, διότι αναπτύχθηκαν χωρίς τη συνήθη ασφυκτική κρατική παρέμβαση), οι εισπράξεις των μεγάλων επενδυτών θα γίνονται εκεί που τους συμφέρει, αφού εισπράττουν από ξένους πελάτες. Στην Ελλάδα θα στέλνουν μόνον όσα χρειάζονται για να καλύπτουν το κόστος τους, το οποίο είναι πλέον αρκετά ανταγωνιστικό μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση. Επομένως, ειδικά για τους πολύ μεγάλους επενδυτές, η φορολογία δεν είναι και τόσο αποτρεπτική, αφού δε θα πληρώνουν φόρους στην Ελλάδα. Αυτούς που σκοτώνουν οι φόροι, όμως, είναι οι μικρομεσαίοι. Που είναι σχεδόν όλοι οι Έλληνες, πλέον.
Στην περίπτωση των ιαματικών πηγών, βέβαια, θα είναι αρκετά δύσκολο να προσελκυθούν μεγάλες επενδύσεις αν δεν σχεδιαστεί εξ αρχής η διαδικασία για να τις προσελκύσει. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν το Υπουργείο ή το ΤΑΙΠΕΔ έχετε σκοπό να δημιουργήσετε ένα σύνθετο χαρτοφυλάκιο το οποίο θα προσελκύσει τους επενδυτές εκείνους που θα μετέτρεπαν τα Καμένα Βούρλα στο Baden-Baden των Βαλκανίων, για παράδειγμα. Για να γίνει αυτό θα χρειαστεί άδεια καζίνο, για παράδειγμα. Θα δοθεί τέτοια άδεια; Άλλο παράδειγμα: η χωροθέτηση πίστας αγώνων στις Θερμοπύλες, όπως στην περίφημη Spa του Βελγίου, την πόλη που έδωσε το όνομά της σε έναν ολόκληρο κλάδο της οικονομίας. Με τις διαθέσιμες εκτάσεις του ΤΑΙΠΕΔ, θα μπορούσαν να φτιαχτούν και τρία γήπεδα γκολφ, επίσης. Απ’ ό,τι κατάλαβα, δυστυχώς, η έμφαση δίνεται τώρα στην ανακαίνιση των εγκαταστάσεων που ρημάζουν, κι όχι στις μεγάλες επενδύσεις. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όμως, υπάρχουν σημαντικές στρατηγικές κατευθύνσεις που πρέπει να προσέξετε.
Αυτές τις κατευθύνσεις τις δίνουμε εμείς του ΣΕΤΕ και της Marketing Greece στα στρατηγικά σχέδια τουριστικής ανάπτυξης που εκπονούμε για κάθε Περιφέρεια της χώρας. Για την περίπτωση της Στερεάς Ελλάδας, όπου διατίθενται τέσσερις από τις πέντε πηγές τοθ ΤΑΙΠΕΔ (η 5η στην Κύθνο) έχει προς στιγμή δοθεί χαμηλή προτεραιότητα στην ανάπτυξη των ιαματικών πηγών, κι αυτή στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «ιατρικού» τουρισμού (ο οποίος στην παρούσα ανάγνωση περιλαμβάνει και τον τουρισμό υγείας κι ευεξίας, αν και είναι τρία διακριτά προϊόντα). Το στρατηγικό πλάνο είναι διαθέσιμο σε όλους από τη σελίδα του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ, και οι ιαματικές πηγές έχουν περιληφθεί ως επιπρόσθετες εμπειρίες στο σχεδιασμό ταξιδίων που έχουν άλλο κύριο αντικείμενο: τον παραθερισμό, την περιήγηση με πολιτιστικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς και τη θαλασσινή περιήγηση. Για να αποτελέσουν κύριο κίνητρο, βασικό λόγο ταξιδίου, πρέπει πρώτα να γίνουν οι μεγάλες επενδύσεις που προανέφερα.
Στρατηγικά σχέδια έχουμε εκπονήσει για πέντε Περιφέρειες κι ευελπιστούμε σύντομα να έχουμε και για τις δεκατρείς, αλλά δε φτάνει μόνο ο σχεδιασμός. Χρειαζόμαστε επιπλέον και την «ιδιοκτησία» του σχεδίου από τους τοπικούς φορείς. Δεν μπορούμε εμείς του ΣΕΤΕ να εξαναγκάσουμε την Περιφέρεια, τους Δήμους, τις ΔΕΚΟ, τις τοπικές επιχειρήσεις, κ.ο.κ. να συνεργαστούν επί τη βάση του σχεδίου μας. Θα χρειαστεί να συνδράμουν όλοι υπό την αιγίδα ενός Οργανισμού της Περιφέρειας, του λεγόμενου Destination Management Organisation (DMO). Στην Έλλαδα τέτοιους οργανισμούς έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε σε κάποιο βαθμό μόνον στην Αθήνα και τη Χαλκιδική. Η Στερεά Ελλάδα, με τόσες ιαματικές πηγές πέριξ της Λαμίας, θα πρέπει να εμπλακεί από τώρα με το ΤΑΙΠΕΔ, τα Υπουργεία, τον ΣΕΤΕ, τους Δήμους, και να ηγηθεί στη δημιουργία του δικού της DMO, στο πρότυπο της Χαλκιδικής. Σε μικρότερη κλίμακα, κάτι αντίστοιχο θα χρειαστεί και η Κύθνος, διότι η προσέλκυση ενός σημαντικού επενδυτή σε απομονωμένο νησί με έντονο τοπικισμό μπορεί να προσκρούσει σε καθεστηκυίες αντιλήψεις.
Συνοπτικά, λοιπόν, για να προσελκύσετε σημαντικές επενδύσεις στις ιαματικές πηγές, είναι θεμελιώδους σημασίας να τις εντάξετε σε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο που περιλαμβάνει τις αδειοδοτικές ρυθμίσεις, τις χωροταξικές προβλέψεις, και τις τοπικές συνέργειες με άλλες επιχειρήσεις που θα προσελκύσουν επισκέπτες σε ολοκληρωμένες εμπειρίες. Σκοπός είναι να μπορεί τελικά ο ενδιαφερόμενος επενδυτής να πηγαίνει σε κάποια τοπική υπηρεσία μίας στάσης που θα απαντά όλα του τα ερωτήματα, που θα έχει προλειάνει το έδαφος για την υποδοχή της επένδυσής του από τοπικές αρχές, φορείς, και επιχειρήσεις, και που θα παίρνει το μέρος του σε αντιρρήσεις που πιθανές εγείρουν τοπικοί μικρο-παράγοντες, οι οποίοι συχνά αντιλαμβάνονται τις μεγάλες επενδύσεις ως ανταγωνιστικές στις δικές τους. Για να μη βρεθούμε για πολλοστή φορά θεατές στο ίδιο έργο, όπως στο Ελληνικό, που ο κάθε κομματικός ή κρατικός παράγοντας εφευρίσκει όψιμα κάθε είδους ευφάνταστα προσκόμματα στην επένδυση. Το ξέρω πως ακούγεται λίγο δύσκολο, αλλά αυτά είναι εν τέλει τα θεμελιώδη πράγματα που πρέπει να κάνει ένα κράτος ώστε να αξίζει τους φόρους που εισπράττει από την κοινωνία: Χωροταξία, Πολεοδομία, Κτηματολόγιο, Δασολόγιο, Ασφάλεια, Δικαιοσύνη. Ελπίζω κάποτε να παγιώσουμε αυτά τα βασικά και να πάμε, ως χώρα, πιο μπροστά.